Είναι αλήθεια πως σε μία εποχή ακραίας πόλωσης στη διεθνή πολιτική σκηνή η απερχόμενη καγκελάριος της Γερμανίας είναι μάλλον η μοναδική εκ των παγκόσμιων ηγετών που είναι αρεστή σχεδόν σε όλους. Μπορεί η θητεία της να ολοκληρώνεται (έπειτα από περισσότερα από δεκαέξι χρόνια) την επόμενη εβδομάδα αλλά η Ανγκελα Μέρκελ εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγε τον περασμένο Ιούλιο η γαλλική Ipsos σε 28 χώρες, από το Περού έως την Πολωνία, το 58% επί του συνόλου των συμμετεχόντων εξέφρασε θετική άποψη για την γερμανίδα ηγέτιδα ενώ θετικά κρίνει το έργο της και το 67% των συμπατριωτών της. Χάρη στο κύρος και την αίγλη της Μέρκελ κατά τα τελευταία πολλά χρόνια αυξήθηκε σημαντικά το κύρος και η αίγλη και της Γερμανίας στη διεθνή σκηνή.
Αλλά υπάρχουν κάποιοι που, παρότι δεν αμφισβητούν τη θέση που κατέχει στη συνείδηση της διεθνούς κοινότητας, δυσκολεύονται να αιτιολογήσουν την εκτίμηση που τρέφουν για την γερμανίδα καγκελάριο τόσο οι περισσότεροι από τους ομολόγους της όσο και η πλειονότητα των πολιτών τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ.
«Πέρα από τα πασιφανή – δεν άρχισε κανέναν πόλεμο ούτε διεκδίκησε εδάφη άλλων χωρών – η προέλευση της δημοτικότητάς της είναι κάτι σαν γρίφος», υποστηρίζει, για παράδειγμα, ο Μάθιου Κάρνιτσνιγκ. Ο επικεφαλής ανταποκριτής του Politico στην Ευρώπη αναγνωρίζει πως η σοβαρότητα, η ακεραιότητα και η ανεπιτήδευτη στάση της απέναντι στην πολιτική, επέτρεψαν στην Μέρκελ να ξεχωρίσει από όλους τους άνδρες ομολόγους της που κυριαρχούν στη διεθνή σκηνή. Ωστόσο θεωρεί πως, σε αντίθεση με κορυφαίους παγκόσμιους ηγέτες του παρελθόντος, όπως ο Ρόναλντ Ρίγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ αλλά και ο Μπαράκ Ομπάμα, «η Ανγκελα Μέρκελ δεν μπορεί να εμφανίσει κανένα σημαντικό επίτευγμα».
Επιτεύγματα του… Σρέντερ!
Τα ιστορικά ορόσημα της εποχής της – η επανένωση της Γερμανίας και η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης – έλαβαν χώρα πολύ πριν ανέλθει στην εξουσία ενώ ακόμη και η άνθηση της γερμανικής οικονομίας κατά την πολυετή θητεία της ήταν απόρροια μεταρρυθμίσεων που εφάρμοσε ο προκάτοχός της, ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ, υπενθυμίζει ο Κάρνιτσνιγκ.
Ομως «οι λεγεώνες των οπαδών της» της αποδίδουν εξαιρετικές επιτυχίες σε όλους τους τομείς, υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατά της κλιματικής αλλαγής. Την παρουσιάζουν ως «μία ατρόμητη διαχειρίστρια κρίσεων» η οποία συνέχισε να κρατάει σταθερά το τιμόνι της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και κατά τη διάρκεια της ελληνικής οικονομικής κρίσης, της προσφυγικής κρίσης και της πανδημίας.
«Το αποτέλεσμα είναι αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα ως ο μύθος της Μέρκελ», αναφέρει ο δημοσιογράφος του Politico, διερωτώμενος εάν η γερμανίδα καγκελάριος όντως εναντιώθηκε σε αυταρχικούς ηγέτες – όπως διατείνονται οι οπαδοί της – καθιστώντας, συγχρόνως, τη Γερμανία ηγέτιδα δύναμη στην ΕΕ αλλά και χώρα υποδοχής προσφύγων και μεταναστών.
Πάντως οι επικριτές της θεωρούν πως παρέμεινε επί δεκαέξι χρόνια στην εξουσία, απολαμβάνοντας τα οφέλη της γερμανικής βιομηχανικής ισχύος, δίχως να επιδιώξει να διαχειριστεί τις πιο καίριες από τις προκλήσεις που αντιμετώπιζε η πατρίδα της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια της θητείας της «επέλεγε να κατευνάζει τα πνεύματα αντί να προσφέρει λύσεις. Oταν ξεσπούσε μία κρίση, έκανε μόνο ό,τι ήταν απαραίτητο για να αντιμετωπίσει το πιο οξύ από τα προβλήματα, μόνο και μόνο για να συγκαλύψει τα βαθύτερα ζητήματα που προκάλεσαν την κρίση. Οι επικριτές της υποστηρίζουν πως αυτή τάση της αποτελεί την κληρονομιά της σε όλους τους τομείς, από τη διεύρυνση της ευρωζώνης έως το Προσφυγικό και τις διατλαντικές σχέσεις», συνοψίζει ο επικεφαλής ανταποκριτής του Politico στην Ευρώπη.
Και θέλοντας να προλάβει τους ιστορικούς που θα κληθούν να αξιολογήσουν τη θητεία της, παραθέτει μια σειρά από ισχυρισμούς όσον αφορά τα πεπραγμένα της, τους οποίους στη συνέχεια καταρρίπτει, «σε μία προσπάθεια διαχωρισμού των γεγονότων από τη μυθοπλασία, του μύθου από την πραγματικά», όπως εξηγεί.
Σχετικά με την άποψη, για παράδειγμα, πως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, κατέστη «ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου», ο Κάρνιτσνιγκ υπενθυμίζει καταρχάς πως η ίδια η Μέρκελ την είχε χαρακτηρίσει «γκροτέσκα και παράλογη». Και λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα μεσολάβησαν στη διεθνή σκηνή από τότε έως σήμερα, υποστηρίζει πως περισσότερο από ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου η γερμανίδα καγκελάριος κατέστη «η μασκότ ενός παγκόσμιου κατεστημένου που την αναγνώριζε ως την τελευταία μεγάλη ελπίδα του. Οποιαδήποτε ισχύ κατείχε ήταν ήπιας μορφής».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όλα όσα γράφει ο Κάρνιτσνιγκ όσον αφορά τον ισχυρισμό πως η Ανγκελα Μέρκελ απέτρεψε τη διάλυση της ευρωζώνης. Αυτή η γνώμη ανάγεται, φυσικά, στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους η οποία εκδηλώθηκε αρχικά στην Ελλάδα το 2009 και στη συνέχεια εξαπλώθηκε και σε άλλες χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης. «Η διατήρηση του ευρώ, της μεγαλύτερης έκφρασης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ήταν ζωτικής σημασίας για να μην καταρρεύσει η ίδια η ΕΕ. Για αυτόν τον λόγο η απόφαση της Μέρκελ να διασώσει την Ελλάδα θεωρείται από τους υποστηρικτές της σημαντική στιγμή στην ιστορία της ΕΕ», εξηγεί ο Κάρνιτσνιγκ.
«Μισή αλήθεια»
Ωστόσο ο ίδιος θεωρεί πως «στην καλύτερη περίπτωση εκφράζει μόνον τη μισή αλήθεια». Γιατί η αρχική απάντηση της κυβέρνησής της ήταν να παράσχει στην Ελλάδα «δάνεια με τοκογλυφικούς όρους που αποσταθεροποίησαν το πολιτικό της σύστημα και οδήγησαν τη χώρα σε ύφεση από την οποία δεν έχει ακόμη ανακάμψει. Η οικονομική λιτότητα που επέβαλε η Ευρώπη στην Ελλάδα με την επιμονή της Γερμανίας ήταν πρωτοφανούς κλίμακας στην μεταπολεμική Ευρώπη, γεγονός που εξηγεί γιατί το ποσοστό αποδοχής της Μέρκελ εκεί είναι μόλις 30%».
Επιπρόσθετα η απερχόμενη καγκελάριος αγνόησε και μάλιστα εσκεμμένα την «ιστορική συνενοχή της Γερμανίας» στα δεινά της Ελλάδας. «Παρά τις σαφείς ενδείξεις κατά τα χρόνια πριν από την υιοθέτηση του ευρώ ότι η Ελλάδα ήταν απροετοίμαστη να ενταχθεί στη νομισματική ένωση, η Γερμανία, υπό τον Χέλμουτ Κολ, επέμενε για την ένταξή της και έκανε τα στραβά μάτια καθώς η Αθήνα μαγείρευε τα βιβλία», υπενθυμίζει ο Κάρνιτσνιγκ.
Υπέρ της Μέρκελ λειτουργεί το ότι οι μηχανισμοί επιτήρησης και διάσωσης που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της κρίσης, εξακολουθούν να υφίστανται, θέτοντας τις βάσεις για την περαιτέρω θωράκιση της Ευρώπης με στόχο την αντιμετώπιση παρόμοιων σοκ. Οι υποστηρικτές της Μέρκελ υποστηρίζουν επίσης πως η μεγαλύτερη συνεισφορά της στην ΕΕ ήταν η συμφωνία της με τον Εμανουέλ Μακρόν για την έκδοση κοινού χρέους από την ΕΕ για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης από την πανδημία με 750 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τελικό συμπέρασμα, η Ανγκελα Μέρκελ κατάφερε μόνο να αποτρέψει την κατάρρευση του ευρώ, μην κάνοντας σχεδόν τίποτα για την αντιμετώπιση της μεγαλύτερης απειλής που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το κοινό νόμισμα, ήτοι των οικονομικών ανισορροπιών μεταξύ της Γερμανίας και των υπόλοιπων κρατών-μελών της ευρωζώνης.
«Παρότι κανένας δεν πρέπει να αμφιβάλλει για την προσήλωσή της στην ευρωπαϊκή ενότητα, οι πολιτικές της συχνά είχαν ανεπιθύμητες συνέπειες», καταλήγει ο Κάρνιτσνιγκ, υποστηρίζοντας, μάλιστα, πως αυτό δεν αφορά μόνον την οικονομία. Η απόφασή της, για παράδειγμα, να υποδεχτεί εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στη Γερμανία το 2015 χαιρετίστηκε ως άκρως ανθρωπιστική. Ομως σήμερα, έπειτα από μία πενταετία, πολλοί υποστηρίζουν πως «τα κίνητρα της Μέρκελ μπορεί να ήταν ευγενή, αλλά η προσφυγική της πολιτική κατάφερε περισσότερο να διχάσει την Ευρώπη παρά να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση».