Διαβάζοντας την έρευνα των λονδρέζικων Times της προηγούμενης Κυριακής για τα προσφυγόπουλα από την Αφρική, τα οποία στρατολογούνται από τα πρακτορεία μοντέλων, η πρώην ιέρεια της πασαρέλας Κάρε Οτις δεν κρύβει τον θυμό της για τους ανθρώπους του χώρου. «Μας εκμεταλλεύονται εδώ και χρόνια, αλλά πλέον η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο», γράφει σε άρθρο της που φιλοξενούν πάλι οι Times.
«Οταν διάβασα την έρευνα των Sunday Times, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα πρακτορεία στρατολογούν νεαρά μοντέλα από προσφυγικούς καταυλισμούς, έτσι ώστε να περπατήσουν για ένα-δύο σόου στην Ευρώπη κι έπειτα τα στέλνουν πίσω στην ανέχεια, ένιωσα συντετριμμένη και θυμωμένη», γράφει η Κάρε Οτις. «Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, το άρθρο μού υπενθύμισε ότι αυτές οι πρακτικές δεν είναι κάτι το διαφορετικό από όσα έχω προσωπικά βιώσει εδώ και δεκαετίες στη βιομηχανία της μόδας», προσθέτει.
«Ξεκίνησα να ασχολούμαι με το μόντελινγκ στα 16, όταν έφυγα από το σπίτι μου. Στα 17 μου, ήμουν στο Παρίσι και στο εξώφυλλο του Elle. Αμέσως μετά, φωτογραφήθηκα για το εξώφυλλο της Vogue, του Allure και του Harper’s Bazaar. Ημουν το πρόσωπο στις καμπάνιες της Guess και του Calvin Klein. Εκείνη την εποχή, δούλευα δίπλα σε σούπερ μόντελ, όπως η Λίντα Εβαντζελίστα, η Κάρλα Μπρούνι και η Ναόμι Κάμπελ», γράφει το πρώην μοντέλο.
«Ο χώρος του μόντελινγκ, εδώ και πολύ καιρό, έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Δεν δημιουργεί πλέον πρότυπα που προάγουν την προστασία και την απελευθέρωση. Ιστορικά, η βιομηχανία της μόδας χτίστηκε πάνω στην απληστία, την εκμετάλλευση και μια αμφισβητούμενη και άνιση δυναμική εξουσίας», σημειώνει η Οτις.
«Στη μόδα πάντα έψαχναν ευάλωτα μοντέλα. Εχω αντιμετωπίσει απίστευτες προσβολές σε κορίτσια, έχω δει να φέρονται σε μοντέλα λες και είναι αντικείμενα, να τα ταπεινώνουν δημόσια, όπως να τα ζυγίζουν σε κοινή θέα και αν το βάρος τους δεν είναι το κατάλληλο, να τα αντιμετωπίζουν απάνθρωπα. Εμένα, προφανώς, η ιστορία μου είναι πολύ διαφορετική. Είμαι λευκή γυναίκα και δεν ήμουν σε καταυλισμό προσφύγων. Δεν εξισώνω την ιστορία μου στον χώρο του μόντελινγκ με αυτήν μιας προσφυγοπούλας από την Αφρική, την οποία εκμεταλλεύονται για λίγο, μέχρι να τη γυρίσουν, χρεωμένη και ταπεινωμένη, πίσω στον καταυλισμό, λες και είναι αντικείμενο.
»Ωστόσο, δεν μπορώ να κρύψω την οδύνη μου για την έρευνα των Times και τα όσα υποφέρουν αυτά τα παιδιά. Κατανοώ πώς είναι να ονειρεύεσαι μια καλύτερη ζωή και πόσο απελπισμένος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, μέχρι να καταφέρει να ξεφύγει από μια άσχημη κατάσταση. Προσωπικά, όταν ξεκίνησα, είχα φύγει από το πατρικό μου, προτού καλά καλά ενηλικιωθώ. Ημουν 16 ετών, μόνη μου και εξαιρετικά ευάλωτη. Κάποια πράγματα δεν μπορώ να τα ξεχάσω: Επρεπε να γδυθώ μπροστά σε κόσμο, έπρεπε να κλείνω ραντεβού με άγνωστους σε μένα φωτογράφους… Πολλές φορές σε αυτά τα ραντεβού δεχόμουν σεξουαλική παρενόχληση. Ετσι ήταν τα πράγματα».
«Το μόντελινγκ βασίζεται στην πώληση ενός προϊόντος και αυτό που είναι στη μόδα αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Οταν ήμουν νεότερη, μεγάλη ζήτηση είχαν τα μοντέλα της Ανατολικής Ευρώπης. Η βιομηχανία της μόδας λειτουργεί ως εξής: Εάν μια συγκεκριμένη περίοδο είναι της μόδας οι Ρωσίδες, αναζητούνται Ρωσίδες. Εάν είναι στη μόδα οι Αφρικανές, αναζητούνται Αφρικανές. Εάν είναι στη μόδα οι έφηβες, αναζητούνται έφηβες. Εάν είναι στη μόδα οι ψηλές, αναζητούνται ψηλές. Αν είναι στη μόδα τα plus size μοντέλα, αναζητούνται plus size μοντέλα κ.ο.κ.», εξηγεί.
«Στη συνέχεια αυτά τα μοντέλα συχνά απορρίπτονται. Τα περισσότερα κάνουν καριέρα για μερικές μόνο σεζόν ή ακόμα λιγότερο», γράφει η Οτις, συμπληρώνοντας ότι η έρευνα των Times περιγράφει πώς τα κορίτσια από την Αφρική υπογράφουν συμβόλαια που μερικές φορές δεν καταλαβαίνουν. «Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε;», διερωτάται.
«Από τη δική μου πείρα, τα συμβόλαια συχνά ήταν διατυπωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε, ακόμη και αν ήταν γραμμένα στη μητρική γλώσσα κάποιου, να είναι ακατανόητα. Επιπλέον, ως νέο μοντέλο, είχα ελάχιστη εικόνα για τα οικονομικά μου μέσω του πρακτορείου μου. Τα μοντέλα συχνά κρατούνται “όμηροι” των χρεών που οφείλουν στον ατζέντη τους, γεγονός που τα φέρνει σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση. Αυτή η έλλειψη διαφάνειας και η σχέση εξάρτησης εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα. Παράλληλα, οι άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα είτε δεν συνασπίζονται είτε δεν έχουν μιλήσει δημόσια, είτε δεν ενδιαφέρονται να το κάνουν», γράφει.
«Στα περισσότερα επαγγέλματα υπάρχουν κανονισμοί που προστατεύουν τον εργαζόμενο. Στον κλάδο του μόντελινγκ είναι λιγοστές οι ασφαλιστικές δικλίδες. Επικοινωνώ εδώ και χρόνια με μοντέλα που αναγκάζονται να ανέχονται ακατάλληλες συνθήκες και άσχημες συμπεριφορές. Ο λόγος για τον οποίο τα μοντέλα δεν μιλούν είναι απλός: Εάν το έκαναν, θα μπορούσαν να χάσουν τη δουλειά τους. Γνωρίζω από πρώτο χέρι τις συνέπειες τού να μιλήσει ανοιχτά κάποιος για τα κακώς κείμενα στον χώρο της μόδας. Η καριέρα μου έχει επηρεαστεί πολλές φορές επειδή τα είπα δημόσια, έξω απ’ τα δόντια. Μια από τις συνέπειες, για παράδειγμα, ήταν να με βάλουν σε μαύρη λίστα και να μην μπορώ να δουλέψω».
«Για όλους τους παραπάνω λόγους, τα τελευταία χρόνια, είμαι στο διοικητικό συμβούλιο της “Model Alliance”, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που προωθεί τα δικαιώματα των εργαζόμενων στη βιομηχανία της μόδας. Αγωνιζόμαστε προκειμένου να θεσπιστεί νομοθεσία, η οποία να ρυθμίζει τους κανονισμούς για τα πρακτορεία μοντέλων, αντιμετωπίζοντας προβλήματα όπως τα χρέη που επιβάλλουν οι ατζέντηδες στα μοντέλα, οι μονόπλευρες συμβάσεις που παρουσιάζονται σε γλώσσα που το μοντέλο δεν κατανοεί, οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας κ.ά.
»Εάν, μάλιστα, υποστηρίξουν το έργο μας τα μεγάλα ονόματα αυτού του κλάδου, πιστεύω πως πραγματικά θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα μοντέλα και –στη χειρότερη περίπτωση– να σταματήσουμε ορισμένους επιτήδειους από το να ασκούν ακραίες συμπεριφορές σε νεαρά μοντέλα οι οποίες τα στιγματίζουν για μία ζωή. Τα στοιχεία της έρευνας των Times καταδεικνύουν ότι έχουμε φτάσει σε ένα οριακό σημείο στον χώρο της μόδας που επηρεάζει ορισμένους από τους πιο ευάλωτους ανθρώπους στον πλανήτη.
»Δυστυχώς, η εκκωφαντική σιωπή, αυτή τη στιγμή, είναι ενδεικτική αυτού που ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε εδώ και δεκαετίες», σημειώνει χαρακτηριστικά. «Ωστόσο, αυτό μπορεί να αλλάξει. Πιστεύω ότι τώρα είναι η πιο κατάλληλη ώρα να δράσουμε».