Πριν από περίπου δύο εβδομάδες διαβάσαμε την είδηση ότι «έπειτα από πληροφορία, αστυνομικοί διενήργησαν επιχείρηση στην περιοχή του Αγίου Τύχωνα στην Λεμεσό, όπου εντοπίστηκαν 21 Σύροι, ηλικίας 20 μέχρι 35 χρόνων, να παίζουν ποδόσφαιρο. Oλοι καταγγέλθηκαν με εξώδικο €300 έκαστος».
Νόμιμοι και πάμφτωχοι μετανάστες που πιθανότατα, όπως μας μεταφέρθηκε από συμπατριώτες τους που ζουν χρόνια στη Λεμεσό και ήξεραν περισσότερα, δεν κατάλαβαν πλήρως κάθε λεπτομέρεια των μέτρων. «Hταν έκπληκτοι όταν τους έπιασαν, και το πρόστιμο τους πόνεσε πολύ», μας είπαν.
Το «έπειτα από πληροφορία», μάθαμε ότι προήλθε από έναν Παρατηρητή της Γειτονιάς. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή περίπου 106.000 τέτοιοι σε όλη την ελεύθερη Κύπρο. Ο θεσμός προϋπήρχε του κορονοϊού, αλλά τώρα με τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που ισχύουν στο νησί, χαλαρά αρχικά από τις 10 Μαρτίου, δρακόντεια από τις 26 και μετά, ο ρόλος τους έχει αναβαθμιστεί.
Οι περισσότεροι από τους ελέγχους που διενεργεί η αστυνομία σχετικά με την τήρηση των μέτρων, ξεκινούν από ειδοποίηση κάποιου Παρατηρητή. Είναι το μάτι της, εκεί που δεν φτάνει το δικό της. Ή, όπως δηλώνει στο Protagon ο Υπαστυνόμος Βύρωνας Βύρωνα, «βοηθούν το έργο μας, αφού δεν μπορούμε να είμαστε παντού και πάντα».
Πέραν αυτού όμως, έχουν βοηθήσει στην εξιχνίαση ή και αποτροπή μιας σειράς από εγκλήματα, κυρίως διαρρήξεις και κλοπές, ιδίως σε καταστήματα και γραφεία που έχουν κλείσει, ή και σε σπίτια που δεν κατοικούνται.
Πρόκειται για απλούς πολίτες που είναι εγγεγραμμένοι στις δημοτικές/κοινοτικές αρχές όπου κατοικούν ή εργάζονται. Η αστυνομία, για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν κρατά τα στοιχεία τους, όμως τους εκπαιδεύει «και τους καθοδηγούμε», λέει ο κ. Βύρωνος. «Τους κάνουμε μαθήματα να είναι πιο υποψιασμένοι, και διοργανώνουμε διαλέξεις σχεδόν κάθε εβδομάδα (όχι όμως τώρα με τα μέτρα), σε δήμους και κοινότητες σε όλη την Κύπρο, στις οποίες τους μαθαίνουμε πως να προσέχουν ή να μεταδώσουν κάτι που συμβαίνει στην περιοχή τους».
Οι αστυνομικοί δεν ξέρουν ποιοι είναι οι Παρατηρητές, με την έννοια ότι δεν τους έχουν κάπου καταγεγραμμένους. Η αρμόδια υπηρεσία για την εκπαίδευση και καθοδήγηση του θεσμού του παρατηρητή είναι το Γραφείο Πρόληψης Εγκλήματος το οποίο συνεργάζεται με τον εθελοντή Σταύρο Νεοφύτου, ο οποίος είναι ex officio ο λεγόμενος Αρχισυντονιστής των παρατηρητών της Γειτονιάς του Δήμου Ιδαλίου, που είναι ο πρώτος Δήμος της Κύπρου, (και μάλιστα ιστορική αρχαία πόλη του νησιού που κάποτε ήταν και βασίλειο), που εφάρμοσε τον θεσμό το 2011. Έκτοτε, λένε οι αριθμοί, έχει μειωθεί η εγκληματικότητα κατά 60% .
Με το που έσκασε η κρίση του κορoνοϊού και η εδώ κυβέρνηση άρχισε να επεξεργάζεται μέτρα (αντιγράφοντας, εν πολλοίς, την Ελλάδα), κάποιοι υπουργοί έριξαν στο τραπέζι και την ιδέα να ενεργοποιηθούν περισσότερο οι Παρατηρητές της Γειτονιάς για την «αστυνόμευση» αυτών. «Όποτε βλέπουν κάτι ύποπτο, να μας ενημερώνουν», είπε ένας Υπουργός, δημιουργώντας σε μη γνωρίζοντες την εντύπωση ότι στην ουσία η κυβέρνηση έφτιαχνε ένα σώμα χαφιέδων, που θα κυκλοφορούν στο δρόμο και θα βγάζουν διατάγματα συλλήψεων παραβατών.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ό περισσότερος κόσμος της Κύπρου έμαθε για τους Παρατηρητές της Γειτονιάς τώρα με τα μέτρα περιορισμού, και όχι από πριν. Το ίδιο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης όπου επιστρατεύτηκαν, αυτόβουλα ή καθοδηγούμενα για να «αστυνομεύσουν» τα μέτρα:
«Οι Γάλλοι τους αποκαλούν «mouchards», οι Ισπανοί «chivatos» και οι Γερμανοί «spitzel». Κάθε χώρα έχει μια δικιά της λέξη για τους καταδότες, τους σπιούνους, όλους εκείνους δηλαδή που θεωρούν ότι πρέπει να καταγγέλλουν στις αστυνομικές Αρχές ή σε άλλα όργανα της εξουσίας συμπολίτες τους που δεν τηρούν τους όποιους νόμους. Και τώρα, με την επέλαση του κορονοϊού στην Ευρώπη φαίνεται πως πλήθος επίδοξων επιτηρητών και φρουρών αισθάνονται ότι ήρθε επιτέλους η στιγμή τους, με πάρα πολλούς από αυτούς να περνούν τις ώρες της αυτοαπομόνωσης, παρακολουθώντας κάθε κίνηση των γειτόνων τους, έτοιμοι να τους καταγγείλουν στις Αρχές εάν παραστρατήσουν», γράφει στο Politico ο Αϊτόρ Ερνάντεθ – Μοράλες.
Στη Βρετανία, αμέσως μετά την επιβολή των περιοριστικών μέτρων, τα αστυνομικά τμήματα της χώρας άρχισαν να δέχονται πλήθος καταγγελιών περί μη τήρησης των μέτρων εναντίον πολιτών που έβγαιναν για τζόγκινγκ περισσότερες από δύο φορές τη μέρα, ή επισκέπτονταν πολύ συχνά τα σούπερ μάρκετ. Αυτό ανάγκασε τότε τον επικεφαλής της αστυνομίας στο Τμήμα της Τέιμς Βάλεϊ, Άντονι Στάνσφιλντ, να απευθύνει έκκληση μέσω του BBC προς τους πολίτες «να σταματήσουν να καρφώνουν ο ένας τον άλλον».
Στην Ιταλία – συνεχίζει ο Μοράλες – η δήμαρχος της Ρώμης Βιρτζίνια Ράτζι ανακοίνωσε τη λειτουργία ενός ιστότοπου ειδικού σκοπού μέσω του οποίου οι συμπολίτες της μπορούν να καταγγέλλουν από την ασφάλεια του σπιτιού τους όσους παραβιάζουν τα περιοριστικά μέτρα. Πολιτικοί της αντιπολίτευσης κατηγόρησαν τη δήμαρχο ότι καταφεύγει σε μέτρα που αρμόζουν περισσότερο σε αστυνομοκρατίες παρά σε δημοκρατίες.
Αλλά και στην επίσης σκληρά δοκιμαζόμενη Ισπανία οι επιτηρητές/παρατηρητές της γειτονιάς, δεν ενημερώνουν μόνον την αστυνομία για τις ενέργειες όσων βλέπουν να παραβιάζουν τους κανονισμούς, αλλά συμπεριφέρονται και σε πολλούς από αυτούς με βίαιο τρόπο, σωματικά και λεκτικά.
Στον «Φιλελεύθερο» της Κύπρου, διαβάσαμε λίγο πριν τη Μεγάλη Βδομάδα, το εξής:
«Καθήκοντα «αστυνομικού της γειτονιάς» θα εκτελεί το διάστημα των εορτών του Πάσχα η Νεολαία Περιφέρειας Πόλης Χρυσοχούς (της επαρχίας Πάφου), με νυχτερινές περιπολίες και με στόχο την αποτροπή διαρρήξεων και κλοπών, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση. Η πρωτοβουλία αναλαμβάνεται σε συνεννόηση με την Αστυνομία και τον Δήμο Πόλης, μετά τη διαπίστωση ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρείται στην περιοχή έξαρση των δραστηριοτήτων αυτών. (…) Ο δήμαρχος Πόλης Χρυσοχούς Γιώτης Παπαχριστοφή τόνισε ότι το έργο της Αστυνομίας είναι αυξημένο εσχάτως, λόγω και των καθηκόντων της για επιβολή των μέτρων απαγόρευσης της κυκλοφορίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, για αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία να συνδράμουν και τα κοινωνικά σύνολα στην ευταξία στην περιοχή.»
Από βδομάδα αναμένεται να αρχίσει και στη Κύπρο πρόγραμμα σταδιακής χαλάρωσης των μέτρων. Οι Παρατηρητές της Γειτονιάς θα συνεχίσουν να κάνουν αυτό που έκαναν πάντα, μας λέει ο Υπαστυνόμος κ. Βύρωνα. Δηλαδή, «να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση, να βοηθούν τους συμπολίτες τους ώστε να είναι πιο υποψιασμένοι και προσεκτικοί, και εάν αντιληφθούν οτιδήποτε ύποπτο να μας ενημερώνουν».
Είναι μικρή η κυπριακή κοινωνία, και οι «Παρατηρητές» πάσης φύσεως, ήταν ανέκαθεν ένα μεγάλο και ως έναν βαθμό γραφικό κομμάτι της. Σε κάθε γειτονιά, πίσω από μια ελαφρώς τραβηγμένη κουρτίνα, σε έβλεπαν και σε μετρούσαν άπειρα μάτια. Και, ακόμα περισσότερες γλώσσες σε σχολίαζαν, ή και σε κάρφωναν στην αστυνομία, στον γείτονα, στο αφεντικό, στον γονιό, στον παπά.
Αυτά τα αρχαία αντανακλαστικά τα ενεργοποίησε ακόμα πιο πολύ ο κορονοϊός. Πραγματικές καταγγελίες του τύπου «ελάτε γρήγορα στην οδό τάδε, γιατί στο σπίτι δίπλα η Μαρικού έχει στήσει κουμάρι (σ.σ.: καμιά μπιρίμπα δηλαδή!) με άλλες πέντε» ή «η κόρη της γειτόνισσας ειν΄ τέταρτη φορά που βγαίνει απ’ το σπίτι της», έδωσαν ξανά ζωή σε μια γειτονιά που είχε αφεθεί στην χειμερία νάρκη του εκσυγχρονισμού της, αλλά τώρα ξύπνησε απότομα και θυμήθηκε άξαφνα ότι ρόλος της διαχρονικά είναι και να απαιτεί πάντα να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα. _