Η 25χρονη Καντίλ Μπαλόχ, η πρώτη celebrity των social media του Πακιστάν, δολοφονήθηκε στις 15 Ιουλίου 2016 από τον αδελφό της Γουαζίμ Αζίμ στο χωριό Σαχ Σαντάρ Ντιν κοντά στην πόλη Μουλτάν στην επαρχία Παντζάμπ , περίπου 500 χλμ. από την πρωτεύουσα του Πακιστάν Ισλαμαμπάντ. Σύμφωνα με άρθρο της Σανάμ Μαχέρ στον Guardian, πρώτος έδωσε την είδηση ένας νεαρός ρεπόρτερ σε ζωντανή μετάδοση έξω από το σπίτι των γονιών της κοπέλας.
«Δολοφονήθηκε το διάσημο μοντέλο Καντίλ Μπαλόχ» μετέδωσε διακόπτοντας την κανονική ροή του προγράμματος του καναλιού 24 News στις 11.25 το πρωί την επόμενης ημέρας. «Η οικογένειά της είχε θυμώσει μαζί της και σήμερα το πρωί ανακαλύψαμε ότι οι αδελφοί της την στραγγάλισαν ή την πυροβόλησαν, οι πληροφορίες είναι προς το παρόν αντικρουόμενες». Σαράντα λεπτά αργότερα ο δρόμος είχε αποκλειστεί από 12 τηλεοπτικά βαν και περισσότερους από 100 ανθρώπους -δημοσιογράφους, αστυνομικούς, καμεραμάν, γείτονες και άλλους περίεργους-, ενώ σύντομα η είδηση έκανε τον γύρο του πλανήτη.
Σύμφωνα με το πόρισμα της αστυνομίας, ο θάνατος της Καντίλ επήλθε διά στραγγαλισμού. Μία ημέρα πριν είχε αποκαλύψει σε έναν δημοσιογράφο ότι φοβόταν για τη ζωή της, όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα τη δολοφονούσε ο ίδιος της ο αδελφός μέσα στο σπίτι των γονιών τους. Ο Γουαζίμ ομολόγησε τη δολοφονία προβλέποντας ότι η ποινή του θα ήταν ελάχιστη καθώς στο Πακιστάν δεν είναι ασυνήθιστοι οι φόνοι για λόγους τιμής.
Ο δράστης της δολοφονίας δήλωσε υπερήφανος που σκότωσε την αδελφή του και υποστήριξε ότι το έκανε γιατί «τα κορίτσια γεννιούνται για να μένουν στο σπίτι και να τιμούν την οικογένεια. Η αδελφή μου δεν το έκανε αυτό».
Η ιστορία της νεαρής γυναίκας είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού, εκείνο τον καιρό, μάλιστα η φήμη της είχε κυριολεκτικά απογειωθεί. Τους τελευταίους μήνες τα βίντεο και οι αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν εξαιρετικά δημοφιλή, είχαν όμως επίσης προκαλέσει χιλιάδες χλευαστικά και επικριτικά σχόλια και τελικά οδήγησαν στη δολοφονία της.
Οι γονείς της Καντίλ δεν συμφώνησαν με τον γιο τους, στράφηκαν, μάλιστα, εναντίον του. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν πρόκειται για απλή ιστορία, πολλοί, μάλιστα, σκέφτηκαν ότι δείχνει μια αλλαγή στη στάση του κόσμου απέναντι στις δολοφονίες τιμής στο Πακιστάν.
Η Σανάμ Μαχέρ, πακιστανή δημοσιογράφος, άρθρα της οποίας έχουν δημοσιευτεί στο Al Jazeera, στο Buzzfeed και στους New York Times, στο βιβλίο της «The Sensational Life and Death of Qandeel Baloch» (κυκλοφόρησε πέρσι) σκιαγραφεί ένα ευφυές, ισορροπημένο πορτρέτο της πολύπλοκης και σε μεγάλο βαθμό απροσδόκητης προσωπικότητας της Καντίλ.
Οι πιο συζητημένες αναρτήσεις της νεαρής, που έφτασε να αναφέρεται και ως Κιμ Καρντάσιαν του Πακιστάν, αφορούσαν την υπόσχεσή της να εμφανιστεί γυμνή αν ο παίκτης του κρίκετ Σαχίντ Αφρίντι έφερνε τη νίκη σε ένα ματς του Πακιστάν με την Ινδία και μια πρόταση γάμου στον παλαίμαχο παίκτη του κρίκετ Ιμράν Καν, όταν δημοσιεύτηκε στον τύπο ότι επρόκειτο να πάρει διαζύγιο. Λίγο πριν από το τέλος της ζωής της, δε, δήλωνε ότι ήταν φεμινίστρια, που την κακοποιούσαν επειδή είχε προοδευτικές απόψεις.
Τόσο η ιστορία της Καντίλ, όμως, όσο και οι αντιδράσεις των Πακιστανών δεν είναι καθόλου απλές ούτε μπορούν εύκολα να γίνουν κατανοητές. Η Μαχέρ έχει συγκεντρώσει στο βιβλίο της διάφορες απόψεις για το θέμα. Με γραφή συναρπαστική, η πακιστανή δημοσιογράφος μιλάει για τις ζωές των νεαρών γυναικών από αγροτικές περιοχές του Πακιστάν, που προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο και έναν τόπο για να ζήσουν, για τον ρόλο της κοινωνικοοικονομικής της τάξης στη μοίρα της Καντίλ, και για τον τρόπο που γίνονται τα τοπικά ρεπορτάζ.
«Την πρώτη φορά που άκουσα για την Καντίλ ήταν στα γραφεία μιας αγγλόφωνης εφημερίδας στο Καράτσι», λέει η Μαχέρ σε συνέντευξή της στην ιστοσελίδα Scroll.in, όταν δύο συνάδελφοί της άρχισαν να μιλούν για το βίντεο της Καντίλ Μπαλοχ με τίτλο «How I’m looking?», που είχε γίνει viral. «Το είδα για λίγο και αμέσως σκέφτηκα να γράψω ένα άρθρο για το πώς οι νεαρές γυναίκες χρησιμοποιούν πλατφόρμες όπως το Facebook και το Instagram για να ξεπεράσουν τα όρια στον τρόπο που ντύνονται, μιλούν ή εμφανίζονται στο Πακιστάν», λέει.
Το άρθρο δεν γράφτηκε ποτέ, χάθηκε κάπου ανάμεσα στις προθεσμίες και την αλλαγή δουλειάς της δημοσιογράφου. Ωστόσο, η ιδέα δεν έφυγε από το μυαλό της και υποσχέθηκε στον εαυτό της να το κάνει αργότερα όταν θα είχε χρόνο να συναντήσει την Καντίλ και να ψάξει να βρει και άλλες κοπέλες όπως εκείνη.
Τον Ιούλιο του 2016, έκπληκτη είδε στην τηλεόραση την είδηση για τη δολοφονία της Καντίλ και αποφάσισε ότι δεν μπορούσε πια να αφήσει στην άκρη την ιστορία της. «Η ιδέα αυτής της γυναίκας, που κατόρθωσε να μας τρελάνει όλους -το ακροατήριό της και τα media- δημιουργώντας αυτή την persona, που τη θεωρήσαμε “φτηνή”, είχε αρχίσει να βγάζει ρίζες. Θαύμασα το μυαλό της και το θάρρος που έπρεπε να έχει για να δημιουργήσει αυτή την persona».
Τις μέρες που ακολούθησαν, λέει η Μαχέρ, ήταν τρομερό να βλέπει κανείς online τις αντιδράσεις των Πακιστανών. Οι οπαδοί της θρηνούσαν για τον χαμό της, πολλοί όμως ήταν αυτοί που δήλωναν ευτυχισμένοι επειδή «τιμωρήθηκε» για την συμπεριφορά της. Ακόμη και offline,όμως, υποτιθέμενοι προοδευτικοί, άνδρες και γυναίκες, καταδίκαζαν την δολοφονία της και αμέσως μετά προχωρούσαν σε σχόλια του τύπου «αλλά αν το σκεφτείς…», τραβώντας μια γραμμή ανάμεσα σε αυτούς και την Καντίλ.
Οπως και το 2011, όταν δολοφονήθηκε ο δημοφιλής κυβερνήτης του Παντζάμπ Σαλμάν Τασίρ (υπήρξε σκληρός επικριτής του ισλαμικού εξτρεμισμού και ο δολοφόνος του, που ήταν ένας από τους φρουρούς του, δήλωσε ότι είχε θυμώσει για τις επικρίσεις του Τασίρ εναντίον του νόμου περί βλασφημίας), η Μαχέρ ένιωσε ότι ήταν μια στιγμή που απαιτούσε μια ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα πώς βλέπουν οι Πακιστανοί τον εαυτό τους και τι ελπίζουν ή πιστεύουν ότι τους αξίζει.
Η Καντίλ συνήθιζε να λέει σε συνεντεύξεις και σε βίντεο ότι ήταν κόρη ενός πολύ πλούσιου γαιοκτήμονα. Κατέφευγε σ’ αυτό το ψεματάκι μάλλον γιατί ήξερε τα διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά στάνταρτ του Πακιστάν «ως προς το ποια “επιτρέπεται” να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο και ποια σχολιάζεται ως “χαμηλής τάξης” και “φτηνή”».
Η Μαχέρ αποφάσισε, λοιπόν, να γράψει ένα βιβλίο «όχι ακριβώς για την Καντίλ αλλά με αφορμή τον τραγικό θάνατό της για το είδος του τόπου που της επέτρεψε να γίνει αυτό που έγινε και για τον τόπο που τελικά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να την ανεχτεί»…