«Ο Ευθύμης δεν είναι κανονικός ψαράς, είναι φιλόσοφος που ψαρεύει», με ενημέρωσε η αγαπημένη μου Βάλια, με το που πάτησα το πόδι μου στην Κρήτη. «Θα τον γνωρίσεις και θα δεις».
Ο Ευθύμης Δρυμάκις ζει και εργάζεται στον Πλακιά του νομού Ρεθύμνης περισσότερο από μισό αιώνα, και δε λέει να το κουνήσει από κει. Όταν πέτυχε, παιδί ακόμη, στη Μαθηματική Σχολή του ΑΠΘ και ταξίδεψε ως τη Θεσσαλονίκη, γύρισε στο νησί μέσα στις πρώτες είκοσι μέρες. Μάταια, η μάνα του τον κλείδωνε έξω από την πόρτα, μήπως και τον πείσει να γυρίσει στις σπουδές του. «Πώς έτσι, βρε Ευθύμη;». Είχε αποφασίσει να αντιπαλέψει το θεριό της θάλασσας και κανένα άλλο, από όσα κυκλοφορούν στη στεριά και κάνουν τη ζωή μας μαύρη. «Αυτά δεν παλεύονται».
Είχε αποφασίσει το πολίτευμα της ψυχής του · δεν ήθελε να είναι δεσμώτης. Βλέμμα καθαρό, ήρεμο, γλυκό. Κι ας έλεγαν την πρώτη βάρκα του «Επαναστάτη», βαμμένη στα κόκκινα, παντιέρα στις θάλασσες του Λιβυκού.
Ο Γιάννης (σσ: άντρας της Βάλιας – περίπτωση ανοιχτόκαρδου, καλού ανθρώπου) τον καλούσε συχνά στο μεσημεριανό τραπέζι του σπιτιού. Όταν η περίσταση το απαιτούσε, ο Ευθύμης εμφανιζόταν με χελιδονόψαρα, κοκκινόψαρα, φαγκριά. «Μα…». «Δεν έχει μα και ξεμά».
Ο ίδιος δε ξεκινούσε το φαΐ προτού καθίσουν όλοι στο τραπέζι. Μάλωνε τρυφερά όσους έπιαναν μαχαίρι για να καθαρίσουν το ψάρι, εκείνους που άφηναν στην άκρη τα κεφάλια. Η συζήτηση, συχνά, γύρω από τη θάλασσα. Ενίοτε και τις συνταγές της. «Πρέπει να μας πεις την αυθεντική συνταγή για την κακαβιά, Ευθύμη». Δεν την είπε. Την επομένη όμως εμφανίσθηκε με κατσαρόλα, και τη σούπα έτοιμη – γιατί αυτός είναι Κρητικός, και έτσι ξέρει να απαντά στις προκλήσεις, «κοπελιά». Το γεύμα; Στοίχημα, θα υποκλίνονταν και γευσιγνώστες. Όχι, ποτέ δεν την κάνει με θαλασσινό νερό. Στην τέχνη του συνέβαλαν και οι διπλανές ψαρούκλες, λαχταριστές, ανυποψίαστες μέχρι πριν από δυο ώρες.
Η κατσαρόλα ξαναμπήκε στο σπίτι, όταν αποφάσισε να κάνει σουπιές με μάραθο. «Τυχεροί είστε που κατάφερα και βρήκα τσακιστές ελιές», καυχήθηκε. Γευστική εμπειρία, ξεχάστε ό,τι ξέρατε μέχρι σήμερα για τα θαλασσινά. Ο Δρυμάκις γνωρίζει τη συμπεριφορά τους και αφού αλιευθούν. Και δεν τα χαραμίζει για μακαρονάδες. «Αν θες να φας ζυμαρικά, κάν’ τα με λάδι και λίγο ανθότυρο». Ο άνθρωπος έχει άποψη. Βαρύνουσα, διότι κάποτε είχε και εστιατόριο.
«Μαμά, ο Ευθύμης είναι τελικά ο καλύτερος ψαράς», απεφάνθη με σοφία το εξάχρονο της παρέας. Το ίδιο δε μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του, όταν ο «καλύτερος» έφερε στο σπίτι αστερίες, που μπλέχτηκαν στα δίχτυα του, λευκούς και κόκκινους – προσέξτε μη σπάσουν! Κι όταν του πρόσφερε ως δώρο ένα «μάτι» της θάλασσας, αφηγούμενος πώς παλιά τα ‘δενε με ασήμι, και τα περνούσε σε κλωστή, κολιέ πολύτιμα για όσους ξέρουν.
Για ποιον άλλον; Ασφαλώς για την «Κλαούντια» της καρδιάς του. Διότι «Κλαούντια» ίσον γυναίκα, στην κωδική γλώσσα του Ευθύμη. Λάτρης του φύλου, από κείνους που υποκλίνονται στη θηλυκή φύση της ζωής, έχει ταξιδέψει από τον Πλακιά ως την Αυστρία, για μια νύχτα μόνο, φίλοι μου…
Θα ‘παιρνα όρκο ότι δεν αντέχει και περισσότερο μακριά από τη θάλασσα. Όποιος τον δει να κολυμπάει στα νερά του Περιστερέ, θαρρεί πως έχει βράγχια, σπανίως βγάζει το κεφάλι του για να πάρει ανάσα. Κάνει άλλωστε τη νύχτα μέρα για χάρη της, κοιμάται χωρίς φόβο στην αγκαλιά της.
Ο ψαράς του Πλακιά μπορεί να μη σπούδασε ποτέ Μαθηματικά, αλλά η προσωπικότητα του εφάπτεται στην Επιστήμη τους – κι ας δείχνει να μη το ξέρει. « Τα Μαθηματικά (…) είναι τόσο ανυπέρβλητα αγνά και ικανά για μια αυστηρή τελειότητα, τέτοια που μόνο ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης μπορεί να δείξει». Μπέρτραντ Ράσελ, Ευθύμη.
ΥΓ: Ο ίδιος επιμένει να γράφει το Δρυμάκις με «ι», όπως έκανε κι ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήταν άλλωστε ξαδέλφια.