Επικαλούμενος τον Καρλ Μαρξ, ο οποίος είχε πει, μεταξύ όλων των άλλων, πως «η Ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα», ο Αλεσάντρο Τρότσινο της Corriere della Sera σημειώνει ότι στην παρούσα φάση δεν διαθέτουμε τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφανθούμε «αν η εξέγερση του Πριγκόζιν και της Ομάδας Βάγκνερ ήταν μια φάρσα ή όχι, μέσα στην τραγωδία που είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία». Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, οι ιστορικοί παραλληλισμοί αφθονούν.
Την αρχή, μάλιστα, την έκανε ο ίδιος ο ρώσος πρόεδρος κατά τη διάρκεια του δραματικού διαγγέλματος του, το περασμένο Σάββατο. «Ο Πούτιν συνέκρινε την εξέγερση (του Πριγκόζιν) με τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, όταν οι Μπολσεβίκοι ανήλθαν στην εξουσία. Στη συνέχεια η Ρωσία αναγκάστηκε να εξέλθει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέδωσε εδάφη στη Γερμανία και βίωσε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο» γράφει σε ανάλυσή του ο Τζέιμς Ρίζεν, επικεφαλής ανταποκριτής για θέματα ασφαλείας και άμυνας του The Intercept στην Ουάσινγκτον.
«Είναι μια μαχαιριά στην πλάτη της χώρας μας και του λαού μας. Ακριβώς αυτό το χτύπημα καταφέρθηκε στη χώρα το 1917, όταν μετείχε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά της εκλάπη η νίκη. Οι ίντριγκες και οι διαπληκτισμοί πίσω από την πλάτη του στρατού αποδείχθηκαν η μεγαλύτερη καταστροφή, διαλύθηκαν ο στρατός και το κράτος, χάθηκαν τεράστια εδάφη, με κατάληξη μια τραγωδία και έναν εμφύλιο πόλεμο» ανέφερε σχετικά ο Πούτιν.
Μπορεί να ακούγεται περίεργο το γεγονός ότι ο Πούτιν, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει τη διάλυση της ΕΣΣΔ ως τη «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ου αιώνα», βάλλει κατά των μπολσεβίκων, που έδιωξαν τους Ρομανόφ. Ωστόσο, είναι γνωστό εδώ και πολύ καιρό πλέον πως ο νυν επικεφαλής του Κρεμλίνου ταυτίζεται περισσότερο με τους τσάρους παρά με τους μπολσεβίκους του Λένιν.
Μια σταθερά της ρωσικής Ιστορίας είναι επίσης το ότι οι όποιοι εξεγερμένοι έχουν συνήθως άσχημη κατάληξη. Γράφοντας για τη «μακρά και διαβόητη ιστορία των αποτυχημένων ρωσικών εξεγέρσεων», ο Σερτζ Σμέμαν των New York Times θυμάται την ιστορία των Κοζάκων που ακολούθησαν τον Ιβάν Μαζέπα, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τον Κάρολο ΙΒ’ της Σουηδίας εναντίον του Μεγάλου Πέτρου, επιδιώκοντας να θέσει την Ουκρανία υπό την κηδεμονία της Σουηδίας. Μετά τη Μάχη της Πολτάβα, το 1709, στην οποία ηττήθηκαν οι Σουηδοί, όλοι όσοι τον ακολούθησαν πείστηκαν να παραδοθούν με υποσχέσεις για αμνηστία, καταλήγοντας, τελικά, να αποκεφαλιστούν, με τα κεφάλια τους να καταλήγουν να επιπλέουν στον Δνείπερο.
Σύμφωνα, όμως, με τον Σμέμαν, μέλος της συντακτικής επιτροπής της νεοϋορκέζικης εφημερίδας και πρώην επικεφαλής του γραφείου της στη Μόσχα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, πιο συναφής με το μισό πραξικόπημα του Πριγκόζιν και των μισθοφόρων του είναι η ιστορία του Εμιλιάν Πουγκάτσοφ, ενός Κοζάκου που ηγήθηκε μιας τεράστιας εξέγερσης κατά της Μεγάλης Αικατερίνης τη δεκαετία του 1770, ισχυριζόμενος ότι ήταν ο δολοφονημένος σύζυγός της, Πέτρος Γ’. Η εξέγερση, που προκλήθηκε κυρίως από την οργή των αγροτών κατά της διεφθαρμένης ρωσικής στρατιωτικής ηγεσίας, είναι ευρέως γνωστή στους Ρώσους (και όχι μόνο) χάρη στο μυθιστόρημα του Αλεξάντρ Πούσκιν «Η Κόρη του Λοχαγού».
Στην ανάλυσή του ο αμερικανός δημοσιογράφος θυμίζει ότι σε κάποιο σημείο του βιβλίο του ο βάρδος της ρωσικής λογοτεχνίας προέβη σε μια προφητική προειδοποίηση: «Ο Θεός να μας φυλάει από το να γίνουμε μάρτυρες μιας ρωσικής εξέγερσης, παράλογης και ανελέητης. Αυτοί που σχεδιάζουν ακατόρθωτα πραξικοπήματα στη χώρα μας είναι είτε νέοι και δεν γνωρίζουν τον λαό μας, είτε σκληρόκαρδοι άνθρωποι για τους οποίους το κεφάλι κάποιου άλλου αξίζει μισή δεκάρα, και το δικό τους, για αυτό το θέμα, μόλις ένα καπίκι».
Τελικά, ο Πουγκάτσοφ αιχμαλωτίστηκε, για να αποκεφαλιστεί στη συνέχεια και να διαμελιστεί δημοσίως στη Μόσχα, ενώ από τον μύθο του προέκυψε ο όρος «πουγκατσοφισμός», που δηλώνει «τη ρωσική ροπή προς παράλογες, καταδικασμένες εξεγέρσεις», όπως εξηγεί ο Σμέμαν.
Σε αντίθεση, όμως, με τον Εμιλιάν Πουγκάτσοφ, ο Γιεβγκένι Πριγκόζιν δεν έφτασε μέχρι το τέλος, επιλέγοντας τελικά να αποπειραθεί να σώσει τον εαυτό του (καταφεύγοντας στη Λευκορωσία), καθώς και τη διατήρηση της ισχύος της Βάγκνερ στην Αφρική, αλλά και τα πολλά εκατομμύρια που αποταμίευσε τα πολλά προηγούμενα χρόνια, που ήταν ο «σεφ του Πούτιν».
Η Σάρλοτ Χίγκινς του Guardian επιστρέφει ακόμη πιο πίσω στο παρελθόν, συγκρίνοντας τον ρώσο πραξικοπηματία πολέμαρχο με τον Καίσαρα. «Ιδού δύο ηγέτες –κυρίως μισθοφορικών στρατών, που ήταν παθιασμένα πιστοί σε αυτούς προσωπικά και όχι στο κράτος– οι οποίοι έκαναν το αξιοσημείωτο βήμα να διατάξουν τους στρατιώτες τους να κατευθυνθούν προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους» γράφει η βρετανίδα δημοσιογράφος.
Θυμίζει πως «το 49 π.Χ. ο Καίσαρας ήταν κυβερνήτης των δύο επαρχιών της Γαλατίας», που περιελάμβαναν τη Βόρεια Ιταλία, τη Γαλλία και μέρος των Κάτω Χωρών. «Ως εκ τούτου, κατείχε το imperium, δηλαδή την εξουσία να ηγείται στρατευμάτων, μόνο εντός αυτών των επαρχιών. Δεν είχε άδεια να περάσει τα σύνορα (προς Νότο), που ορίζονταν από τον ποταμό Ρουβίκωνα, από την υπό των Αλπεων Γαλατία μέχρι μέσα στην ίδια την Ιταλία, με έναν στρατό πίσω του».
Ο Καίσαρας δεν ήταν, βέβαια, ο πρώτος που εξεγέρθηκε κατά της Ρώμης. Εναντίον της είχε στρέψει τον στρατό του το 88 π.Χ. ο Σύλλας. Ομως όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί του, εκτός από έναν, είχαν αρνηθεί να τον ακολουθήσουν, ενώ όταν ο Καίσαρας έκανε το ίδιο, όλοι εκτός από έναν παρέμειναν στο πλευρό του.
«Αυτό το είδος απόλυτης αφοσίωσης μοιάζει με την προσωπολατρία που περιέβαλε, τουλάχιστον μέχρι τώρα, τον Πριγκόζιν» γράφει η δημοσιογράφος του Guardian, προσθέτοντας πως οι δυνάμεις της Βάγκνερ κατέλαβαν το Ροστόφ τόσο εύκολα όσο είχαν καταλάβει οι δυνάμεις του Καίσαρα το Ρίμινι. Υπάρχουν, όμως, και άλλα κοινά σημεία μεταξύ των δύο εξεγέρσεων.
«Ο Καίσαρας το 49 π.Χ. πολεμούσε στη Γαλατία με μια αγριότητα που καταδικάστηκε ακόμη και από τους Ρωμαίους. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, γράφοντας τον επόμενο αιώνα, προανήγγειλε τη σύγχρονη έννοια των “εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας” όταν σημείωσε ότι οι σκοτωμοί του Καίσαρα στη Γαλατία τον καθιστούσαν ένοχο για humani generis iniuriam, δηλαδή έγκλημα κατά της ανθρώπινης φυλής» αναφέρει η Σάρλοτ Χίγκινς.
Επικαλούμενη την επιφανή βρετανίδα μελετήτρια της Ρωμαϊκής Ιστορίας Μέρι Μπιρντ, σύμφωνα με την οποία οι επιτυχίες του Καίσαρα στο όνομα της Ρώμης στη Γαλατία ισοδυναμούσαν με γενοκτονία, η δημοσιογράφος του Guardian θυμίζει πως «η Ομάδα Βάγκνερ είναι επίσης διαβόητη για τη βαναυσότητά της. Πολλοί στην Ουκρανία υποστηρίζουν ότι η επιθετικότητά της –και γενικά των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων– είναι γενοκτονική».
Η Χίγκινς επιλέγει να τερματίσει τον παραλληλισμό μεταξύ των δύο γεγονότων και των πρωταγωνιστών τους, και γιατί είναι υπερβολικά κολακευτικός για τον Πριγκόζιν. Είναι αλήθεια ότι η λέξη «τσάρος» προέρχεται από τον Καίσαρα, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι εκείνη την εποχή, το 49 π.Χ., όλοι οι στρατοί ήταν ιδιωτικοί. Οταν ενισχύθηκαν οι θεσμοί, έγινε κατανοητό ότι αυτό θα μπορούσε να καταστεί πρόβλημα.
Ο αυτοκράτορας Αύγουστος εθνικοποίησε όλους τους προσωπικούς στρατούς, αλλά με μεγάλο κόστος, καταλήγοντας να προσφέρει στους στρατιώτες σύμβαση ορισμένου χρόνου και σύνταξη, με τις συνολικές δαπάνες για τον στρατό να ισούνται με έως και το 50% των εσόδων της Αυτοκρατορίας.