Τις τελευταίες δέκα ημέρες στη Λευκωσία επικρατεί ανησυχία. Οι νέες διεργασίες για το Κυπριακό αρχίζουν ξανά, ενώ στο ενεργειακό σκέλος φαίνεται ότι η πλήρης αποτυχία της Κυπριακής Δημοκρατίας να κατορθώσει με εμπορικές-επιχειρηματικές συμφωνίες ό,τι για δεκαετίες ήταν αδύνατο πολιτικά, καθιστά την κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη πρακτικά ανίκανη να διαχειριστεί μια σειρά από δυσάρεστες εξελίξεις.
Καταρχάς την προώθηση διμερών συμφωνιών που ίσως παρακάμπτουν πλήρως τη Κύπρο. Και εν συνεχεία την έμμεση πλην σαφή βούληση της Αιγύπτου να αναγνωρίσει τμήμα των εξωτερικών ορίων της υφαλοκρηπίδας της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή η τελευταία εξέλιξη θορύβησε και την Αθήνα, η οποία ζήτησε τον λόγο από το Κάιρο, δίχως, πάντως, να λάβει ικανοποιητικές απαντήσεις. Οι επικοινωνίες Μητσοτάκη και Δένδια και το σημερινό έκτακτο ταξίδι-αστραπή του υπουργού Εξωτερικών σε Κάιρο και Λευκωσία αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για την ανησυχία της Αθήνας, παρά την προσπάθεια διαχείρισης των εντυπώσεων τις οποίες επιχειρεί να δημιουργήσει η Άγκυρα, με δηλώσεις αξιωματούχων όπως ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου και ο Χουλουσί Ακάρ.
Τις προηγούμενες ημέρες η Αθήνα ανέδειξε την πολύ σκληρή καταδίκη του τουρκικού παρεμβατισμού από τον Αραβικό Σύνδεσμο και την Αίγυπτο, με σκοπό να υποδείξει ότι στην πραγματικότητα το Κάιρο δεν επιθυμεί την επαναπροσέγγιση με την Aγκυρα. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι αλήθεια, ιδιαίτερα στην τρέχουσα φάση.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, ο υπαινιγμός ότι η Αίγυπτος και η Τουρκία θα μπορούσαν να αποκτήσουν θαλάσσια σύνορα σε κάποιο σημείο ανατολικά του 28ου μεσημβρινού δεν αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ανατολικά του 28ου μεσημβρινού βρίσκεται η μισή Ρόδος, στην οποία οι Αιγύπτιοι δίνουν επήρεια, αλλά και το Καστελόριζο για το οποίο αρνούνται επί τεσσαρακονταετία ότι διαθέτει κάτι παραπάνω από μειωμένη επήρεια. Εν συντομία, οι Αιγύπτιοι δεν μετακινήθηκαν ιδιαίτερα από τις πάγιες θέσεις τους και, με αυτό τον έμμεσο τρόπο, εξέφρασαν και την άποψή τους για το πώς θα μπορούσε να χαραχθεί μελλοντικά ο χάρτης της Ανατολικής Μεσογείου, με τρόπο που να εξυπηρετεί την εκμετάλλευση των υφιστάμενων πόρων.
Σε αυτό τον τομέα Αθήνα και Λευκωσία φαίνεται ότι δεν έχουν πάντα την ίδια άποψη. Και τούτο λόγω συμφερόντων. Προφανώς δημοσίως η ελληνική κυβέρνηση θα στηρίζει πάντα τον αγωγό East Med, ωστόσο έχει γίνει πλέον προφανές ακόμα και στους πιο καλόπιστους παρατηρητές, ότι η τουρκική παρουσία στην κυπριακή ΑΟΖ καθιστά το συγκεκριμένο πρότζεκτ ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας την στιγμή, μάλιστα, που εντός των οικοπέδων που έχει προκηρύξει η Λευκωσία, δεν έχει εξευρεθεί κάποιο κοίτασμα που να εντάσσει την Κυπριακή Δημοκρατία στη χορεία των «μεγάλων» της Ανατολικής Μεσογείου, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Υπάρχει η επί της αρχής συμφωνία ανάμεσα σε Κάιρο και Τελ Αβίβ για αγωγό που θα μεταφέρει το φυσικό αέριο σε σταθμούς επεξεργασίας και υγροποίησης και, από εκεί, εξαγωγής προς τη Δύση σε μορφή LNG. Η Ελλάδα ενδιαφέρεται γι’ αυτόν τον σχεδιασμό, καθώς η ανάδειξη της Αλεξανδρούπολης σε κόμβο LNG έχει αυτό ακριβώς το σκοπό και συνδυάζεται και με την αμερικανική αφήγηση για μια εναλλακτική όδευση ενέργειας προς την Ευρώπη από μη ρωσικές πηγές (Ανατολική Μεσόγειο).
Η Αθήνα, βέβαια, έχει την άβολη υποχρέωση να πρέπει να συνηγορεί και υπέρ της διατήρησης κάποιων ποσοτήτων φυσικού αερίου για την χρήση τους στον μελλοντικό αγωγό East Med. Η κυπριακή κυβέρνηση φάνηκε να ενοχλείται και από την αποκάλυψη του «Βήματος της Κυριακής» της 28ης Φεβρουαρίου, όπου επισημάνθηκε ότι ο πρόεδρος της Αιγύπτου έχει προτείνει στον πρωθυπουργό την παράκαμψη του East Med και την όδευσή του από τη δυτική Αίγυπτο προς την Κρήτη.
Η κυπριακή κυβέρνηση επιχείρησε να υποβαθμίσει την αξία της πληροφορίας, ωστόσο στους «παροικούντες την ενεργειακή Ιερουσαλήμ» κατά το σύνηθες κλισέ, είναι γνωστό ότι ήδη υπάρχουν παρόμοια σχέδια τα οποία έχουν συζητηθεί σε βάθος ανάμεσα σε Ελλάδα και Αίγυπτο. Όπως για παράδειγμα εκείνο που αφορά την βύθιση τριών καλωδίων ηλεκτρικού ρεύματος υπερυψηλής τάσης που θα ενώσει τη Δυτική Αίγυπτο με την Κρήτη και από εκεί με την ελληνική ενδοχώρα.
Οι συζητήσεις αυτές δεν έχουν ολοκληρωθεί, είναι, όμως, ενδεικτικές των προθέσεων που υπάρχουν. Άλλωστε, οι επαφές του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι αλλά και τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου είναι πάρα πολύ τακτικές, δεν ανακοινώνονται όλες και σε αυτές συζητούνται τα πάντα, περιλαμβανομένης της ενέργειας.
Αυτό είναι το πεδίο των πραγματικών εξελίξεων. Αν η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν έχει τη δυνατότητα να εισέλθει σε αυτό το πεδίο εποικοδομητικά, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση την οποία, προφανώς, η Αθήνα, η Λευκωσία, το Τελ Αβίβ και το Κάιρο δεν μπορούν να επηρεάσουν.