Κατά μήκος της Γέφυρας των Κατασκόπων, στο δυτικό Βερολίνο, εκεί που κάποτε ήταν ένα από τα πιο οχυρωμένα σύνορα του κόσμου, ένα από τα σπίτια, κρυμμένο πίσω από έναν ψηλό τοίχο, χρησίμευε ως φυλάκιο για τη Volkspolizei, την αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας.
Οι συνοριοφύλακες και οι κατάσκοποι της Στάζι που παρακολουθούσαν νυχθημερόν από εκεί την περιοχή δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάποια μέρα στην έπαυλη θα έμενε ο Κάι Ντίκμαν, επί 15 χρόνια διευθυντής της Bild, της πιο ισχυρής εφημερίδας της Ευρώπης. Ο Ντίκμαν είναι η ενσάρκωση της καπιταλιστικής Δύσης, αυτής ακριβώς που όλοι αυτοί προσπαθούσαν να κρατήσουν έξω από τη χώρα τους.
Ο Ντίκμαν ήταν στενός φίλος με τον Χέλμουτ Κολ, τον καγκελάριο της γερμανικής επανένωσης, και ορκισμένος εχθρός του Γκέρχαρντ Σρέντερ, διαδόχου του Κολ. Χάρισε στην Ανγκελα Μέρκελ ένα μότο σκαλισμένο σε έναν μικρό ασημένιο κύβο, τον οποίο εκείνη κράτησε στο γραφείο της: «Η δύναμη βρίσκεται στην ακινησία».
Σήμερα, ο 59χρονος Ντίκμαν ζει στην έπαυλη με τη σύζυγό του, την 54χρονη Κάτια Κέσλερ, πρώην αρθρογράφο της Bild, και κοιτάζει τη λίμνη πέρα από τον μπροστινό κήπο του. Οι οχυρώσεις της αστυνομίας της Ανατολικής Γερμανίας γκρεμίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από ένα χάλκινο γλυπτό που απεικονίζει μια μαϊμού να διαβάζει εφημερίδα, δώρο του καλλιτέχνη Γιόργκ Ιμεντορφ.
Ο Ιμεντορφ ήταν ένας από τους πιο διάσημους παιδαγωγούς της γερμανικής καλλιτεχνικής σκηνής και ο Ντίκμαν τον γνώρισε όταν η Bild δημοσίευσε μια ιστορία σχετικά με το πώς ο Ιμεντορφ είχε πάει σε ένα σκάφος με «εννιά πόρνες» και άφθονες ποσότητες κοκαΐνης. Τότε, ο Ιμεντορφ τηλεφώνησε για να παραπονεθεί ότι είχε παραγγείλει «έντεκα πόρνες», αλλά η Γερμανία ήταν τόσο «χάλια στην εξυπηρέτηση πελατών» που του έφτασαν μόλις εννέα.
Ο Ντίκμαν έχει να διηγηθεί πολλές ιστορίες σαν αυτή. Η τραπεζαρία του είναι γεμάτη με αναμνηστικά από μια καριέρα κατά την οποία διασταύρωσε τα ξίφη του με σχεδόν όλους τους σημαντικούς παγκόσμιους ηγέτες της γενιάς του, έφερε τον Δαλάι Λάμα στη Λειψία και είδε το αυτοκίνητό του να μετατρέπεται σε παλιοσίδερα από ριζοσπαστικούς εμπρηστές. Πέρασε μήνες υπό 24ωρη αστυνομική προστασία έχοντας δεχτεί απειλή θανάτου από ριζοσπάστες ισλαμιστές, και μιάμιση δεκαετία αποφεύγοντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς, από φόβο. Ενα γλυπτό του πέους του, που εκτείνεται σε ύψος πέντε ορόφων, παραμένει τουριστικό αξιοθέατο στο κέντρο του Βερολίνου, σύμφωνα με τους Times.
Εχει περάσει περισσότερες ώρες συνομιλώντας με τον Βλαντίμιρ Πούτιν από όσες οι περισσότεροι Δυτικοί πρωθυπουργοί. Στο τέλος μιας από τις συναντήσεις τους, στο Σότσι, ο Πούτιν ρώτησε τον Ντίκμαν αν θα ήθελε να πάνε για κολύμπι. «Λυπάμαι, κύριε πρόεδρε», απάντησε ο Ντίκμαν, «συνήθως δεν φέρνω το μαγιό μου σε συνεντεύξεις με αρχηγούς κρατών». «Κανένα πρόβλημα» είπε ο Πούτιν, οδηγώντας τον σε έναν πάγκο καλυμμένο με τα αγαπημένα του μικροσκοπικά Speedos, ενώ ο ίδιος άρχισε να γδύνεται. «Μπορείς να πάρεις μερικά από τα δικά μου».
Δεν υπάρχει καμία εφημερίδα σαν την Bild σε άλλες χώρες του κόσμου. Στο αποκορύφωμά της, τη δεκαετία του ’80, όταν ο Ντίκμαν ενηλικιωνόταν, η εφημερίδα πουλούσε περισσότερα από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα την ημέρα και τη διάβαζαν σε καθημερινή βάση περισσότερο από το ένα τρίτο των ανδρών στη Δυτική Γερμανία.
Η εφημερίδα ήταν τόσο επιθετική που οι Γερμανοί έλεγαν ότι αν την γείρεις προς τη μια πλευρά, θα έτρεχε αίμα από τις σελίδες της. Στο σπίτι της οικογένειας Ντίκμαν ήταν απαγορευμένη. Ως έφηβος μεγάλωσε με τα βιβλία του Γκίντερ Βάλραφ, ενός θρυλικού ρεπόρτερ που είχε διεισδύσει στην Bild και είχε εκθέσει τις κακές πρακτικές και τη συνήθειά της να εφευρίσκει ιστορίες.
Αλλά ο Ντίκμαν δεν πτοήθηκε. Αντιθέτως, μαγεύτηκε. Εκεί, είπε στον εαυτό του, ήταν το μέλλον του. Παράτησε το πανεπιστήμιο του Μίνστερ και έπιασε δουλειά στην Bild ως ο νεότερος πολιτικός ανταποκριτής στη Βόννη, την πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας.
«Ηταν ο κόσμος που περιέγραψε ο Γκίντερ Βάλραφ που με γοήτευσε», είπε στους Times. «Πάντα μου άρεσε να κολυμπάω κόντρα στο ρεύμα. Οι γονείς μου δυσκολεύτηκαν πραγματικά στην αρχή. Οταν οι γνωστοί τους ρωτούσαν “τι κάνει ο Κάι;”, συνήθιζαν να λένε ότι δούλευα για την Αξελ Σπρίνγκερ (η εταιρεία που εκδίδει της Bild). Δεν θα έλεγαν συγκεκριμένα ότι δούλευα στην Bild».
Ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στις ένοπλες δυνάμεις της Δυτικής Γερμανίας, ο Ντίκμαν προσελήφθη κανονικά στην εφημερίδα και άρχισε να εφαρμόζει τις τεχνικές που είχε μάθει από τον Βάλραφ. Εντυσε μερικούς από τους στρατιώτες με καφτάνια και τουρμπάνι που πήρε από ένα τοπικό θέατρο, στήνοντας ένα ρεπορτάζ με τίτλο «Μουσουλμάνοι στον γερμανικό στρατό». Εβγαλε μια παγωμένη νυχτερίδα από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και τη φωτογράφισε μπροστά σε έναν ξαφνιασμένο στρατιώτη, ισχυριζόμενος ότι ο στρατώνας ήταν ένας παράδεισος βιοποικιλότητας.
Το βιβλίο του Ντίκμαν «Ich war Bild» («Ημουν η Bild») μπορεί να διαβαστεί και ως ένα δοκίμιο για τη λειτουργία της εξουσίας στη σύγχρονη Γερμανία, μια χώρα που πλασματικά διέπεται από αυστηρούς κανόνες και πρωτόκολλα, αλλά στην πραγματικότητα είναι γεμάτη από κάθε είδους παρασκηνιακούς μηχανισμούς.
Το 2009, για παράδειγμα, ο Ντίκμαν ήθελε να διοργανώσει μια έκθεση με τους 60 μεγαλύτερους σύγχρονους καλλιτέχνες της Γερμανίας για τον εορτασμό της 60ης επετείου της σύγχρονης Δημοκρατίας και αποφάσισε να πάρει ένα πιάνο του Γιόζεφ Μπάιερς από το Κέντρο Πομπιντού, στο Παρίσι. Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών και ο γάλλος πρεσβευτής το απέκλεισαν, ισχυριζόμενοι ότι ήταν πολύ εύθραυστο για να αποσταλεί στο Βερολίνο.
Τρεις εβδομάδες πριν από την έναρξη της έκθεσης, ωστόσο, ένας από τους δημοσιογράφους του Ντίκμαν άκουσε ότι η καγκελάριος Μέρκελ σχεδίαζε να πραγματοποιήσει μια αιφνιδιαστική επίσκεψη στα γερμανικά στρατεύματα που σταθμεύουν στο Μαζάρ-ι-Σαφρίφ, στο Αφγανιστάν. Οταν ο Ντίκμαν το είπε στην καγκελαρία, άνθρωποι της Μέρκελ του ζήτησαν να το κρατήσει μυστικό. Συμφώνησε, αλλά υπό έναν όρο: να φροντίσουν να πάρει το πιάνο.
Μέρες αργότερα, η Μέρκελ ξεμονάχιασε τον Σαρκοζί σε μια σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη νοτιοδυτική Γερμανία. Ο γάλλος μεταφραστής σάστισε: «Τι λέει η Ανγκελα, ότι θέλει ένα πιάνο;». Ομως ο Σαρκοζί υποχώρησε. «Το πιάνο βρέθηκε στη Γερμανία μέσα σε 48 ώρες» λέει ο Ντίκμαν.
Ο ίδιος παραδέχεται με υπερηφάνεια ότι κάποια από τα θέματα της εφημερίδας έβγαζαν πολύ συναισθηματισμό. Η Lady Gaga επισκέφθηκε τα κεντρικά γραφεία της Αξελ Σπρίνγκερ, που δεσπόζουν πάνω από το παλιό Τείχος του Βερολίνου. Επέμεινε να ανεβεί στην ταράτσα, να βγάλει τα παπούτσια και τις κάλτσες της και να διαλογιστεί, με τα γυμνά της πόδια να πατάνε στο τσιμέντο. Ο Γουίλ Σμιθ ενθουσιάστηκε με το παλιομοδίτικο εξωτερικό ασανσέρ του κτιρίου, ουσιαστικά ένα ξύλινο κουτί που ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα στους ορόφους.
«Ηρθε να μας επισκεφθεί τρεις φορές, και κάθε φορά επέμενε να ανεβαίνει και τους 19 ορόφους και να τους ξανακατεβαίνει, μόνο και μόνο επειδή διασκέδαζε πολύ όποτε περνούσε από έναν όροφο και κοίταζε έξω και ξαφνικά οι άνθρωποι έβλεπαν τον Γουίλ Σμιθ να περνάει έξω από το παράθυρό τους», θυμάται ο Ντίκμαν.
Από τον Κολ στη «σιδερένια» Μέρκελ
Αλλά ο λόγος ύπαρξης της εφημερίδας ήταν η πολιτική. Ο Ντίκμαν ήρθε τόσο κοντά με τον Κολ που έγιναν κουμπάροι ο ένας στο γάμο του άλλου. «Στα μεγάλα πράγματα ο Κολ ήταν υπέροχος. Στα μικρά και ιδιωτικά πράγματα ήταν ανίκανος» έχει πει ο Ντίκμαν περιγράφοντας πώς ο άνθρωπος που ένωσε ξανά τις δύο Γερμανίες δεν μπορούσε να βρει τον διακόπτη των φώτων στην κουζίνα της επίσημης κατοικίας του, μετά την απόσυρση του προσωπικού, στο τέλος της καγκελαρίας του.
Η σχέση με τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, τον νέο ένοικο της καγκελαρίας, ήταν εκ διαμέτρου διαφορετική. Ο Σρέντερ είχε πει κάποτε ότι το μόνο που χρειαζόταν για να κυβερνήσει ήταν «η Bild, η Bild της Κυριακής και η τηλεόραση». Αλλά υπό τον Ντίκμαν η Bild μετατράπηκε σε σταυροφόρο κατά των μεταρρυθμίσεων του Στέντερ, ιδιαίτερα στον τομέα της πρόνοιας. Ο Σρέντερ ανταπέδωσε με ένα ολοκληρωτικό κυβερνητικό μποϊκοτάζ στην εφημερίδα.
Οι δυο άνδρες τα βρήκαν τελικά, χρόνια αργότερα, όταν ο Σρέντερ έδωσε τα απομνημονεύματά του στην Bild για δημοσίευση. Εδωσε, μάλιστα, στον Ντίκμαν ένα αντίγραφο αποτελούμενο από ένα εξώφυλλο και αρκετές εκατοντάδες λευκές σελίδες, με τη σημείωση: «Για τον Κάι Ντίκμαν· υποψιάζομαι ότι αυτή είναι ακριβώς η σωστή ποσότητα υλικού ανάγνωσης».
Η Μέρκελ ήρθε μετά τον Σρέντερ, το 2005. Εκείνη και η Bild βρέθηκαν αντιμέτωποι σε πολλά ζητήματα. Η Μέρκελ αποφάσισε να κρατήσει τα σύνορα της Γερμανίας ανοιχτά κατά τη μεταναστευτική κρίση του 2015 και ο Ντίκμαν απάντησε αρχικά τυπώνοντας τη φράση «Οι πρόσφυγες είναι καλοδεχούμενοι» στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του, ενώ κυκλοφόρησε και μια έκδοση στα αραβικά. Μετά την αρχική ενσυναίσθηση, ωστόσο, η Bild –όπως και μεγάλο μέρος του γερμανικού πληθυσμού– σκλήρυνε σταδιακά τη στάση της.
Η Μέρκελ αποδείχθηκε αδιαπέραστη από το οπλοστάσιο του Ντίκμαν, απομονώνοντας επιμελώς τον εαυτό της από τα ΜΜΕ, εκτός από ελάχιστους προσεκτικά επιλεγμένους πολιτικούς συντάκτες. Σε αντίθεση με τον Χέλμουτ Κολ, ο οποίος προερχόταν από μια γενιά πολιτικών συνηθισμένων να εκθέτουν επιμελημένα αποσπάσματα της ιδιωτικής τους ζωής στον Τύπο, και σε αντίθεση με τον «καγκελάριο των μέσων ενημέρωσης» Γκέρχαρντ Σρέντερ, η Μέρκελ, που είχε μεγαλώσει στην ολοκληρωτική Ανατολική Γερμανία, δημιούργησε μια σιδερένια περίμετρο σιωπής γύρω από τον εαυτό της. Ο Ντίκμαν παραδέχτηκε ότι «δεν ξέρει ούτε έναν δημοσιογράφο που να έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στο διαμέρισμά της».
Ο Ντίκμαν γνώρισε τους περισσότερους από τους παγκόσμιους ηγέτες. Κάποιοι, όπως ο Μπιλ Κλίντον και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, έγιναν φίλοι του. Ο Φρανσουά Ολάντ, ο διάδοχος του Σαρκοζί, ήθελε να βλέπει όλες τις ερωτήσεις κάθε συνέντευξης εβδομάδες νωρίτερα και μετά να διαβάζει όλες τις απαντήσεις από φύλλα χαρτιού Α4.
«Αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τις ηγετικές ικανότητες ενός πολιτικού σαν αυτόν» λέει ο Ντίκμαν. Ο Μπασάρ αλ Ασαντ, τον οποίο ο Ντίκμαν συνάντησε στη Δαμασκό μήνες πριν από το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου, ήταν «ο πιο ευγενικός δικτάτορας στον κόσμο». Εμφανίστηκε στην πόρτα για να καλωσορίσει τον γερμανό καλεσμένο του και έκανε τη συνέντευξη στα αγγλικά, χωρίς ούτε έναν βοηθό ή μεταφραστή στην αίθουσα.
Ο «αινιγματικός και συναρπαστικός» Βλαντίμιρ Πούτιν
Αλλά, κατά τον Ντίκμαν, ο πιο αινιγματικός και συναρπαστικός από όλους ήταν ο Πούτιν. Η πρώτη από τις έξι συναντήσεις τους έγινε το 2001, όταν ήδη ισοπέδωνε πόλεις στην Τσετσενία. Μιλώντας άψογα γερμανικά, ο Πούτιν πόζαρε πολύ άνετα στο γραφείο του για να φωτογραφηθεί. «Είχε μια πραγματικά τρομερή γοητεία», σημειώνει ο Ντίκμαν. «Ηταν πολύ καλός, πολύ προσεκτικός και δεν υπήρχε επάνω του η παραμικρή ένδειξη κυνισμού».
Ηταν οι μέρες της ρωσο-γερμανικής προσέγγισης, όταν ο Σρέντερ πήγαινε στη σάουνα του Πούτιν και έβαζε τα θεμέλια για τους αγωγούς φυσικού αερίου Nord Stream, που έθεσαν τελικά τη χώρα του υπό τον ζυγό της ρωσικής ενεργειακής εξάρτησης. Ο Πούτιν έκανε με τον Ντίκμαν θαλάσσιο σκι, έπαιξε χόκεϊ επί πάγου για να τον διασκεδάσει και τον προσκάλεσε σε πλούσια δείπνα.
Ο Ντίκμαν πιστεύει ότι ο Πούτιν ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε πραγματικά να συνεργαστεί με τη Δύση και προσπαθούσε να βοηθήσει τις ΗΠΑ μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ηταν επίσης ένας άνθρωπος που φρενάρισε δικαιολογημένα την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορά του το 2004, προσβλήθηκε με τον υποβιβασμό της Ρωσίας στη δεύτερη «κατηγορία» των παγκόσμιων δυνάμεων και θα έπρεπε να τον είχαν μεταχειριστεί με τον σεβασμό που, προφανώς, τόσο πολύ λαχταρούσε.
«Υπάρχουν δύο Πούτιν» λέει ο Ντίκμαν. «Προσωπικά δεν πιστεύω στην υπόθεση ότι ο Πούτιν ήταν ο δόλιος πράκτορας της KGB που είχε μόνο έναν στόχο, να αποκαταστήσει τη Σοβιετική Ενωση με κάθε κόστος. Εχω διαφορετική άποψη γι’ αυτόν. Ισως είμαι αφελής και εξαπατημένος, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι πίστευε πραγματικά στις ρητορείες μας για ένα “κοινό ευρωπαϊκό σπίτι” στο οποίο κάθε χώρα μπορεί να βρει τη θέση της».
Για αυτόν τον λόγο ο Ντίκμαν δεν συμφωνεί με την τρέχουσα κατακραυγή στη Γερμανία εναντίον των συναλλαγών του Σρέντερ και της Μέρκελ με τον Πούτιν. Υποστηρίζει ότι το κοινό και ο Τύπος απλώς έχουν στραφεί στα πρώην είδωλά τους επειδή είναι πιο εύκολο από το να σκέφτονται κριτικά τις δικές τους προηγούμενες στάσεις. «Υπάρχει μια υπέροχη φράση – νομίζω ότι είναι του Ουίνστον Τσόρτσιλ: Οι Γερμανοί μπορούν να υπάρχουν μόνο σε δύο καταστάσεις, είτε στα γόνατά τους είτε στον λαιμό σου», λέει.
«Αυτό για το οποίο η Μέρκελ έχει τον απόλυτο σεβασμό μου σήμερα είναι όταν λέει: “Να ζητήσω συγγνώμη για την πολιτική μου απέναντι στη Ρωσία; Τι είναι αυτή η ανοησία;” Κατά την άποψή μου έχει απόλυτο δίκιο. Η προσπάθεια δέσμευσης της Ρωσίας με τη Δύση σε όλα τα επίπεδα ήταν σωστή και δεν χρειάζεται να απολογηθεί κανείς γι’ αυτό».
Δεδομένης της αστάθειας της γερμανικής κοινής γνώμης και του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε το προσφυγικό ζήτημα το 2016, ο Ντίκμαν βλέπει τον κίνδυνο ότι θα μπορούσε τελικά να αντιστραφεί με παρόμοιο τρόπο στην περίπτωση της Ρωσίας και της Ουκρανίας: «Εχω προβλήματα με την αξιοπιστία των συμπατριωτών μου» λέει.
Ενα από τα χαρακτηριστικά του Ντίκμαν είναι η ικανότητά του να μετατρέπει τις εναντίον του επιθέσεις σε διασκεδαστικές μάχες. Η πιο ξεκάθαρη περίπτωση είναι η ιστορία του πέους. Το 2002, η Taz, μια αριστερή εφημερίδα που ανταγωνίζεται την Bild, δημοσίευσε μια σατιρική ιστορία σύμφωνα με την οποία ο Ντίκμαν είχε εμφυτεύσει μέρη ενός πτώματος στο δικό του σώμα, σε μια άθλια κλινική της Φλόριντα.
Ο Ντίκμαν, ήδη αγανακτισμένος με ένα άρθρο της Taz που τον είχε τοποθετήσει ακριβώς κάτω από τον Αδόλφο Χίτλερ σε μια λίστα με τις «πέντε πιο εμετικές φυσιογνωμίες» της Γερμανίας, μήνυσε την εφημερίδα για συκοφαντική δυσφήμιση. Οι αντίπαλοί του δημοσίευαν από εκείνη τη μέρα έναν «μετρητή πέους» που συρρικνωνόταν κάθε μέρα που περνούσε, έως τη δίκη. Ο Ντίκμαν κέρδισε τη δίκη, αλλά είχε εξευτελιστεί.
Η Taz γιόρτασε παραγγέλνοντας μια τοιχογραφία 7 μέτρων με το πέος του Ντίκμαν, η οποία ζωγραφίστηκε στην πλευρά του κτιρίου της που βρίσκεται απέναντι από τα κεντρικά γραφεία της Bild, στο Βερολίνο. Ο Ντίκμαν αποφάσισε να αναστρέψει το κλίμα: «Ποιος άλλος έχει ένα δικό του μνημείο στην καρδιά του Βερολίνου όσο είναι ακόμη ζωντανός;» σχολίασε.
Λίγο καιρό αργότερα προσκλήθηκε να αναλάβει την Taz για μια μέρα ως guest editor. Γέμισε τις σελίδες της εφημερίδας με ακραία συντηρητική σάτιρα. Ηταν μακράν η έκδοση με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία της εφημερίδας και κέρδισε ένα ευρωπαϊκό βραβείο ΜΜΕ. Είχε πάρει την εκδίκησή του.
Ο ίδιος, πάντως, συνεχίζει να θαυμάζει την Taz, λέγοντας ότι η Bild δεν έχει καταφέρει ποτέ να βγάλει έναν τόσο επιτυχημένο τίτλο όπως εκείνος της εφημερίδας σε άρθρο της για τις καθυστερήσεις στα εγκαίνια του αεροδρομίου της πρωτεύουσας: «Το Βερολίνο δεν μπορεί να το σηκώσει».