Ως ο «βασιλιάς των μιούζικ χολ» σημείωσε τεράστια επιτυχία από το Παρίσι και το Θέατρο Oλυμπιά έως το Carnegie Hall και τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, από τη Βραζιλία έως την Ιαπωνία. Είχε την τιμή να δειπνήσει με τον Νικίτα Χρουστσόφ αλλά και τον πρόεδρο Τζον Κένεντι. Υπήρξε ζευγάρι με την Εντίθ Πιάφ, παντρεύτηκε τη Σιμόν Σινιορέ και φλέρταρε με την Μέριλιν Μονρόε. Ως ηθοποιός συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Κώστας Γαβράς, ο Μαρσέλ Καρνέ, ο Αλέν Ρενέ, ο Βινσέντε Μινέλι, ο Κλοντ Λελούς, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο Κλοντ Σοτέ, ο Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, ο Τζόζεφ Λόουζι.
Ωστόσο το 1990, μερικούς μήνες πριν πεθάνει, εκμυστηρεύτηκε σε έναν φίλο του πως «στη ζωή μου είχα απίστευτη τύχη αλλά έχασα τα ουσιώδη».
«Μου το είπε στη Μόσχα σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο που πλέον έχει κατεδαφιστεί, το Rossija. Περισσότερο από επαγγελματικός ήταν ένας υπαρξιακός απολογισμός», αφηγείται τώρα στο il Venerdi, το εβδομαδιαίο περιοδικό της ιταλικής La Repubblica, o Πατρίκ Ροτμάν, κινηματογραφιστής και συγγραφέας στη βιβλιογραφία του οποίου περιλαμβάνονται τρία βιογραφικά βιβλία για τον Ιβ Μοντάν, κατά κόσμον Ιβο Λίβι.
Αλλά σε τι ακριβώς πίστευε πως είχε αποτύχει ο πιο Ιταλός από τους αστέρες της Γαλλίας; Με αφορμή τη συμπλήρωση, φέτος, 100 χρόνων από τη γέννηση του και τριάντα χρόνων από τον θάνατο του και επιδιώκοντας να απαντήσουν στο παραπάνω ερώτημα, οι δημοσιογράφοι του il Venerdi αποφάσισαν να ξεφυλλίσουν το μυθιστόρημα της ζωής του.
Ο Ιβο Λίβι γεννήθηκε την 13η Οκτωβρίου του 1921 στο Μονσουμάνο Τέρμε, μια κωμόπολη κοντά στη Φλωρεντία, αλλά μεγάλωσε στη Μασαλία, καθώς οι γονείς του, όντας ενεργοί κομμουνιστές, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν στη Γαλλία μαζί με τα τρία παιδιά τους μετά την άνοδο του Μπενίτο Μουσολίνι στην εξουσία. Στο σπίτι τους στη Μασαλία όπου εγκαταστάθηκαν τελικά, δίπλα στην εικόνα την Παναγίας ήταν κρεμασμένη μία φωτογραφία του Στάλιν.
Κατά τη δεκαετία του 1930 στην Ευρώπη των απολυταρχικών καθεστώτων η κατάσταση ήταν ζοφερή. Μοναδικό φως στο απόλυτο σκοτάδι ήταν το φως της μηχανής προβολής. Οπως όλοι οι ανήσυχοι νέοι εκείνης της εποχής, ο Ιβο ο «macaroni», όπως αποκαλούσαν οι Γάλλοι τους ξενιτεμένους στην πατρίδα τους Ιταλούς, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας του στους κινηματογράφους.
Ο μετέπειτα Ιβ Μοντάν θαύμαζε ιδιαίτερα τον Γκάρι Κούπερ και περνούσε ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη, προσπαθώντας να μιμηθεί το χαμόγελο του κορυφαίου αμερικανού ηθοποιού. Λάτρευε επίσης τις αστυνομικές ταινίες του Μάικλ Κέρτις και του Ρούμπεν Μαμούλιαν και είχε πάθος με τα μιούζικαλ, με την Ελινορ Πάουελ και τον Φρεντ Αστέρ. «Παρακολούθησα ακόμη και μαθήματα από έναν Αρμένο, μου έμαθε πως το μυστικό της κλακέτας έγκειται στην κίνηση ολόκληρου του σώματος», είχε πει ο ίδιος, ονειρευόμενος το Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ. «Γνώριζα ιστορίες ηλεκτρολόγων και μηχανικών αυτοκινήτων που είχαν γίνει σταρ».
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Εντίθ Πιάφ
Στη ηλικία των 11 ετών o Ιβο εργαζόταν ως συσκευαστής σε ένα εργοστάσιο ζυμαρικών στη Μασσαλία, στη συνέχεια εργάστηκε ως σερβιτόρος σε ένα ζαχαροπλαστείο, μετά ως βοηθός στο κομμωτήριο της αδελφής του. Στην ηλικία των 17 ετών ήταν ψηλός σχεδόν όσο και το είδωλό του, ο Γκάρι Κούπερ, ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά. Ηταν επίσης πολύ όμορφος και πολύ καλός στις μιμήσεις και στα σκετς ενώ ήταν και προικισμένος με μία εξαιρετική φωνή. Στην ηλικία των 19 ετών ο Ιβο ήταν αποφασισμένος να πάει στο Παρίσι, ωστόσο την άνοιξη του 1940 εισέβαλαν στη Γαλλία τα ναζιστικά στρατεύματα.
Η Μασαλία ανήκε στην ελεύθερη Νότια Γαλλία αλλά όχι για πολύ, καθώς μετά τη συμμαχική απόβαση στη Βόρεια Αφρική, το 1942, οι ναζιστικές δυνάμεις θα προβούν στην κατάληψη και της υπόλοιπης γαλλικής επικράτειας. Η κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά, αρχίζουν οι έλεγχοι και οι διώξεις και ένα βράδυ στελέχη της Γκεστάπο σταματούν τον Ιβο Λίβι σε ένα καμπαρέ στο παλιό λιμάνι της Μασαλίας. Του ζητούν την ταυτότητά του, εκείνος τους την δίνει, το επίθετό του, ωστόσο, ακούγεται ιδιαίτερα εβραϊκό Λίβι, Λέβι, ο νεαρός Ιβο διαμαρτύρεται, προσπαθεί να τους πείσει ότι κάνουν λάθος, στη συνέχεια τους εκλιπαρεί και τελικά τον αφήνουν να φύγει.
Ομως οι κατοχικές δυνάμεις διώκουν ανελέητα τους αντιφασίστες Ιταλούς που είχαν μεταναστεύσει στη Γαλλία. Συγχρόνως η ναζιστική Γερμανία χρειάζεται επειγόντως εργατικά χέρια, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες της Γαλλίας να μεταφέρονται σωρηδόν στο Τρίτο Ράιχ για να εργαστούν στα εργοστάσια του.
Για να αποφύγει το αποκαλούμενο «Service du Travail Obbligatoire» ο Ιβο καταφέρνει να πάει στο Παρίσι, όπου είναι πιο εύκολο να κρυφτεί, όπως και πάρα πολλοί άλλοι νέοι της εποχής. Οι πιο τολμηροί εντάσσονται στην Αντίσταση, εκείνος, όμως, σκέφτεται κυρίως την καριέρα του.
Αποφασίζει να αλλάξει το όνομά του σε Ιβ Μοντάν, με το Μοντάν να προέρχεται από την παιδική του ηλικία, όταν η μητέρα του του φώναζε από το παράθυρο «Ivo monta!» (Ιβο, ανέβα!) για να επιστρέψει στο σπίτι. Πραγματοποιεί τις πρώτες εμφανίσεις του στη Μονμάρτρη και στο Μονπαρνάς. Κάποιοι κακόβουλοι αναφέρουν πως συμπληρώνει το εισόδημά του εκτελώντας χρέη ζιγκολό, έως την ημέρα που θα τον ανακαλύψει, τo 1944, η Εντίθ Πιάφ η οποία θα τον συνδράμει να ανδρωθεί όχι μόνον καλλιτεχνικά. Η διάσημη Πιάφ και ο άσημος Μοντάν θα γίνουν τελικά ζευγάρι αλλά λίγα χρόνια μετά τον τερματισμό της γερμανικής Κατοχής η απόλυτη ντίβα του γαλλικού τραγουδιού θα τον εγκαταλείψει.
«Κατά τα επόμενα χρόνια, η έλλειψη θάρρους που επέδειξε κατά την Κατοχή τον κατέτρωγε σαν σαράκι. Επρόκειτο για μια ενοχή από την οποία αποπειράθηκε να απελευθερωθεί αρχικά με το τραγούδι και μετά με τον κινηματογράφο», σημείωσε στο ιταλικό περιοδικό ο Πατρίκ Ροτμάν.
Οι πρώτες εμφανίσεις που πραγματοποίησε ως νεαρός ηθοποιός του νεορεαλισμού δεν υπήρξαν αξιομνημόνευτες. Πάνω στη σκηνή, ωστόσο, ως τραγουδιστής ο Μοντάν, απέδειξε αμέσως ότι επρόκειτο να καταστεί ένας αξεπέραστος σαγηνευτής, «τέρας τελειότητας και τραγουδιστικής ευαισθησίας, ένας σαμουράι, ένας μαραθωνοδρόμος των σόου ή μάλλον του One Man Show», σύμφωνα με το ιταλικό έντυπο.
Η σχέση του με τον Κώστα Γαβρά
«Τον Ιβ μου τον γνώρισε η Σιμόν Σινιορέ, το 1963. Ο Μοντάν είχε ήδη παίξει σε ταινίες στο Χόλιγουντ, ήταν ήδη ένας σταρ. Αλλά εκείνη την περίοδο εγώ τον θεωρούσα κυρίως μεγάλο τραγουδιστή», είπε στο il Venerdi ο Κώστας Γαβράς, ο οποίος, μαζί με την Πιάφ και τη Σινιορέ, καθόρισαν την καλλιτεχνική πορεία του Ιβ Μοντάν, με τον έλληνα σκηνοθέτη να τον μεταμορφώνει σε πραγματικό ηθοποιό.
Η αρχή έγινε με το «Ζ» που κέρδισε το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1970 με τον Μοντάν να υποδύεται τον Γρηγόρη Λαμπράκη. «Αλλά ο Ιβ εμφανίστηκε για μόλις δώδεκα λεπτά», ανέφερε ο Γαβράς.
Η μεταμόρφωσή του σε ηθοποιό ολκής πραγματοποιήθηκε στα γυρίσματα της ταινίας «L’Aveu» (Η Ομολογία) με τον Μοντάν να υποδύεται και να ταυτίζεται σε βασανιστικό, κυριολεκτικά βαθμό, με τον Αρθουρ Λόντον, ηγετικό κομματικό στέλεχος στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία και μετέπειτα αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, έως ότου μπήκε στο στόχαστρο του Στάλιν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη ως σιωνιστής, τροτσκιστής και τιτοϊκός, παραμένοντας στη φυλακή, όμως, μόνο μία τετραετία και καταφέρνοντας, τελικά, να καταφύγει στη Γαλλία το 1963.
Ενόψει των γυρισμάτων της αυτοβιογραφικής ταινίας «είχε χάσει δεκατρία κιλά και στο πλατό συνέχιζε να χάνει βάρος. Ηταν ένας σκελετός. Για να τον σταματήσουμε χρειάστηκε να παρέμβει ένας γιατρός», ανέφερε ο Γαβράς. «Στο ξενοδοχείο τα δωμάτιά μας γειτνίαζαν. Το βράδυ τον άκουγα να ουρλιάζει από τους εφιάλτες. Δεν μπορούσε να ησυχάσει, σκεφτόταν πως ο κομμουνισμός τον είχε εξαπατήσει», συμπλήρωσε ο καταξιωμένος σκηνοθέτης.
Η σχέση του με τον κομμουνισμό
Ο Ιβ Μοντάν, παρότι δεν εγγράφηκε ποτέ στους καταλόγους του, προσέγγισε το άκρως φιλοσοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου τάσσεται υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και της αδελφοσύνης μεταξύ των λαών ενώ με τους δίσκους και τις παραστάσεις του καθιστά ευρέως γνωστά τραγούδια της Αντίστασης, λαϊκές μπαλάντες και στίχους ποιητών, τα λόγια του Ζακ Πρεβέρ μελοποιημένα από τον Ζοζέφ Κοσμά.
Στην πολιτικοποίησή του συνέβαλε σημαντικά η Σιμόν Σινιορέ (η οποία στη συνέχεια θα πρωταγωνιστήσει μαζί του στην «Ομολογία») και οι δύο τους θα παντρευτούν τελικά το 1951. Επειτα από μία πενταετία, τον Νοέμβριο του 1956, σοβιετικές δυνάμεις εισέρχονται στη Βουδαπέστη, καταστέλλοντας με αιματηρό τρόπο την επανάσταση του ουγγρικού λαού κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος που είχε επιβάλει στη χώρα το Κρεμλίνο.
Ο Μοντάν επρόκειτο να μεταβεί στην ΕΣΣΔ για μια περιοδεία. Αρχικά αμφιταλαντεύτηκε εάν έπρεπε να πάει ή όχι αλλά τελικά πήγε μαζί με τη σύζυγό του. Μετά την παράσταση στη Μόσχα παρατέθηκε δείπνο προς τιμήν τους στο οποίο έδωσε το παρών ο Νικίτα Χρουστσόφ και πολλά ηγετικά κομματικά στελέχη, με το ζεύγος από τη Γαλλία να αναφέρει πως δεν ήταν καλό ό,τι συνέβη στην Ουγγαρία.
Τελικά διέρρηξε τις σχέσεις του με τον κομμουνισμό μετά την εισβολή δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Πράγα τον Αύγουστο του 1968. Ωστόσο εκείνος ήθελε να τον αποκηρύξει δημοσίως και το έκανε μέσω της ταινίας του Γαβρά.
Η «Ομολογία» τριών προσφύγων από τη Μεσόγειο
Το σενάριο της «Ομολογίας» (όπως και του «Ζ») το έγραψε ο μαδριλένος συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν, εμιγκρές στη Γαλλία και πρώην μάχιμος κομμουνιστής που συμμετείχε στη γαλλική Αντίσταση κατά των ναζιστών, συνελήφθη από τη Γκεστάπο και στάλθηκε στο Μπούχενβαλντ για να διαγραφεί στη συνέχεια, το 1964, από το εγκατεστημένο στη Γαλλία Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας, επειδή παρέκκλινε από την επίσημη κομματική γραμμή.
Μετά την προβολή της «Ομολογίας» το Κόμμα έσπευσε να την αποδοκιμάσει ενώ αρνητική ήταν η στάση ολόκληρης της κινηματικής Αριστεράς. «Ο Ιταλός Μοντάν, ο Ισπανός Σεμπρούν και ο Ελληνας Γαβράς σχηματίζουν μια τριάδα φίλων, τριών προσφύγων από τη Μεσόγειο που δεν αρέσει στην ριζοσπαστική Αριστερά», αναφέρει χαρακτηριστικά το il Venerdi.
Εχοντας στραφεί στη δεκαετία του 1980 στον άκρατο φιλελευθερισμό και κλείνοντας το μάτι στον Ρόναλντ Ρίγκαν, ο Ιβ Μοντάν όχι μόνον πρόλαβε να δει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ αλλά κατέστη και πρέσβης του αντικομμουνισμού, συναντώντας τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και τον Βάτσλαβ Χάβελ.
Ωστόσο την 9η Νοεμβρίου του 1991, λίγες εβδομάδες μετά τα 71α γενέθλιά του, υπέστη θανάσιμο έμφραγμα στο πλατό της ταινίας «IP5: L`Ile aux Pachydermes» (ΙΠ-5, το Νησί των Παχυδέρμων) στην οποία υποδυόταν έναν χαρακτήρα που επρόκειτο να πεθάνει από έμφραγμα. «Με όλα αυτά που έχω ζήσει, δεν μπορώ παρά να φύγω δίχως απωθημένα», ψιθύρισε σε μία νοσοκόμα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.