Η ιστορία της Πατρίτσια Ρεγκιάνι και του Μαουρίτσιο Γκούτσι σε λίγο θα βγει στις αίθουσες, υπενθυμίζοντας σε όλους την ολέθρια σχέση τους. Η οποία τέλειωσε με μια δολοφονία, καθώς η προδομένη και παρατημένη σύζυγος μετετράπη σε μαύρη χήρα, που προσέλαβε έναν πληρωμένο δολοφόνο για να σκοτώσει τον άνδρα της.
Τον ρόλο υποδύεται η Lady Gaga. Εναν ρόλο απαιτητικό, με βαθιές ψυχολογικές προεκτάσεις. Ο τρόπος με τον οποίο αποφάσισε να τον προσεγγίσει, την οδήγησε σε σωματική και ψυχολογική κατάρρευση. Σε νευρικό κλονισμό. Το αποκάλυψε η ίδια, λέγοντας ότι ο ρόλος τη στοίχειωσε, καθώς αποφάσισε να τον κουβαλήσει επάνω της ολοκληρωτικά, ζώντας επί της ουσίας μέσα στην τροχιά της Πατρίτσια Ρετζιάνι για περισσότερο από έναν χρόνο. Μιλούσε όπως αυτή, ξυπνούσε νύχτα και ένιωθε τόσο αγχωμένη, που έκανε εμετό στα γυρίσματα. Αναρωτιέται, μάλιστα, αν θα μπορέσει να επανέλθει.
Ο σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ την προειδοποίησε ότι αυτό είναι επικίνδυνο, το κοινό ανησύχησε και αναρωτήθηκε αν αξίζει τον κόπο να καταρρεύσεις για ένα ρόλο, αλλά η αλήθεια είναι ότι η Lady Gaga δεν είναι η πρώτη που το κάνει. Γενικώς, είναι μια μέθοδος που την έχουν ακολουθήσει κι άλλοι. Υπάρχουν πολλές ιστορίες ηθοποιών που ώθησαν τον εαυτό τους στα άκρα, βουτώντας σε ρόλους τους οποίους υποδύθηκαν, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν τον χαρακτήρα εις βάθος και να ταυτιστούν μαζί του.
Η ταινία «The Revenant» χάρισε στον Λεονάρντο Ντι Κάπριο ένα Οσκαρ. Για το οποίο, ωστόσο, φαίνεται ότι μάτωσε τον εαυτό του, προκειμένου να υποδυθεί όσο πιο πειστικά μπορούσε τον χαρακτήρα του. Τον Χιου Γκρας, ο οποίος διασχίζει την παγωμένη Ντακότα και παλεύει με αρκούδες και με την υποθερμία. Το συνεργείο της παραγωγής έχει πει ότι και ο πρωταγωνιστής βρισκόταν στα όρια της υποθερμίας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Και ότι, παρά το γεγονός ότι είναι χορτοφάγος, έφαγε πραγματικά ωμό κρέας βίσωνα και κοιμήθηκε σε ένα νεκρό κουφάρι ζώου, για να συντονιστεί με τα σκοτεινά ένστικτα του ήρωά του.
Μία από τις πιο διαδεδομένες απαιτήσεις που έχει το Χόλιγουντ από τους πρωταγωνιστές του είναι να αλλάξουν το βάρος τους για έναν ρόλο. Είναι πολλές οι περιπτώσεις και μία από αυτές είναι η Ρενέ Ζελβέγκερ. Ο ρόλος της Μπρίτζετ Τζόουνς απαιτούσε από την ηθοποιό να πάρει τριάντα κιλά. Και η Ζελβέγκερ το έκανε τρώγοντας είκοσι ντόνατς την ημέρα. Πολύ σύντομα, ωστόσο, ένας άλλος ρόλος που της προέκυψε, αυτός της Ρίξι Χαρτ στο μιούζικαλ «Σικάγο», απαιτούσε από εκείνη να γίνει συλφίδα σε χρόνο μηδέν. Η ηθοποιός το κατάφερε με μια αυστηρή δίαιτα τριών εβδομάδων.
Η Χάλι Μπέρι, πάλι, όταν έκανε το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Jungle Fever» του Σπάικ Λι, υποδυόμενη μια τοξικομανή, έμεινε δύο βδομάδες άπλυτη και σύχναζε σε κακόφημες γειτονιές του Χάρλεμ, για να μπει στο πετσί του ρόλου της. Συνέχισε να μένει άπλυτη ακόμα και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, για να νιώσει ακόμα περισσότερο την κατάντια του εξαρτημένου ατόμου. Και μάλλον, αυτή η μέθοδος της απόλυτης ταύτισης που ακολούθησε, ήταν εκείνη που της άνοιξε την πόρτα της ευκαιρίας στο Χόλιγουντ.
Οταν η Κέιτ Γουίνσλετ υποδύθηκε την παλαιοντολόγο Μέρι Ανινγκ στο δράμα «Ammonite», αποφάσισε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο της ηρωίδας της. Οσο καιρό γυριζόταν η ταινία, έμενε σ’ ένα κρύο και απομονωμένο, παραθαλάσσιο σπίτι στο Ντόρσετ. Μια εμπειρία που, όπως έχει πει η ίδια, την οδήγησε σε βαθιά θλίψη και πλήξη. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν το σπίτι πάγωνε και τα κύματα έφταναν μέχρι το παράθυρο, σκεφτόταν γιατί το κάνει αυτό και γιατί δεν πάει στο ξενοδοχείο, με την υπόλοιπη παραγωγή.
Οταν ο Ρόμπερτ Πάτινσον πρωταγωνίστησε στο «The Lighthouse», αποφάσισε ότι έπρεπε και ο ίδιος να είναι εντελώς μεθυσμένος, όπως ήταν και ο χαρακτήρας του. Το έχει αποκαλύψει ο ίδιος, ότι στα περισσότερα γυρίσματα ήταν σχεδόν αναίσθητος από την κατανάλωση αλκοόλ. Εχει πει: «…πέρασα τόσο πολύ χρόνο κάνοντας εμετό και κατουρώντας το παντελόνι μου. Ηταν τρελό».
Πολύ πριν από όσους αναφέραμε, βέβαια, ήταν ο Μάρλον Μπράντο. Εκπαιδευμένος υπό την καθοδήγηση της Στέλλας Αντλερ και μυημένος στη μέθοδο Στανισλάβσκι, ο Μπράντο καταδυόταν στους ρόλους του και γινόταν ο ίδιος ο χαρακτήρας που υποδυόταν, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ο τρόπος με τον οποίο έπαιξε τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο Πόθος», θεωρείται σταθμός της κινηματογραφικής υποκριτικής, γιατί τα όρια μεταξύ της τεχνικής και της αλήθειας ήταν δυσδιάκριτα. Οταν υποδύθηκε τον νονό στην εμβληματική ταινία «The Godfather», περνούσε τις μέρες του με βαμβάκι στο στόμα για να μιλάει όπως ο κεντρικός χαρακτήρας, και όταν υποδύθηκε έναν βετεράνο στο «The Men», πέρασε έναν μήνα στο κρεβάτι του νοσοκομείου για να ταυτιστεί με τον ήρωα.