Το «Downton Abbey», η βρετανική σειρά που άφησε εποχή στην τηλεόραση, η οποία στη συνέχεια μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, συμπληρώνει φέτος 10 χρόνια ζωής. Κέρδισε δεκάδες βραβεία, μεταξύ άλλων τρεις Χρυσές Σφαίρες, θεωρείται (από κριτικούς και κοινό) μια από τις καλύτερες δραματικές σειρές όλων των εποχών, και σίγουρα η καλύτερη μετά το «Brideshead Revisited» του 1981. Αρχισε να προβάλλεται το 2010, ολοκληρώθηκε ύστερα από 52 επεισόδια και είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει κάποιος που να μην έχει δει έστω ένα επεισόδιο, εκτός ίσως από τη Μάγκι Σμιθ. (Δείτε το trailer της ταινίας στο τέλος του κειμένου)
Η λαίδη Γκράντχαμ (Μάγκι Σμιθ) δεν είχε πρόβλημα να αποκαλύψει ότι δεν την είδε ποτέ όσο κι αν διασκέδαζε, όπως είπε, στα γυρίσματα της σειράς, που μέσα σε μια νύχτα κατέκτησε το βρετανικό τηλεοπτικό κοινό για να γίνει στη συνέχεια διεθνές πολιτιστικό φαινόμενο. Σχεδόν το 15% του πληθυσμού της χώρας, 10 εκατ. Βρετανοί παρακολούθησαν το τελευταίο επεισόδιο της πρώτης σεζόν.
Η σειρά αναδείχτηκε τελικά σε ένα από εκείνα τα σπάνια θεάματα που επιτυγχάνουν να προσελκύσουν τους πάντες, πράγμα όμως εντελώς ακατανόητο, γράφει στην Telegraph η Σουζάνα Γκόλντσμπρο, αφού δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι παρουσίασε μια εξιδανικευμένη εικόνα της ταξικής κοινωνίας της Αγγλίας, η οποία με τις αδικίες της εξακολουθεί να βασανίζει τη χώρα ακόμα και σήμερα.
Οι θαυμαστές της αρνούνται, φυσικά, την κρυφή ατζέντα του «Downton Abbey». Κατανοητό: η σειρά κρύβει σκόπιμα τον κοινωνικό συντηρητισμό της, κάτω από λαμπερά στρώματα δραματοποιημένου ρεαλισμού. Τα γυρίσματα έγιναν στο (πραγματικό) κάστρο Χάικλιρ στο Νιούμπερι, ένα από τα πιο εκθαμβωτικά αρχοντικά της Αγγλίας του 19ου αιώνα, και το σενάριο μοίρασε εξίσου τον τηλεοπτικό χρόνο ανάμεσα στον στρατό των υπηρετών του πύργου και τους αριστοκράτες ιδιοκτήτες του.
Το πρώτο επεισόδιο υπονομεύει έξυπνα τις προσδοκίες του θεατή, ξεκινώντας από χαμηλά. Επειτα από μια παρουσίαση του πύργου σε όλο το μπαρόκ μεγαλείο του, ο φακός μπαίνει στην ταπεινή καρδιά του, την κουζίνα. Τον πρώτο λόγο έχει η λαντζιέρα Ντέιζι Μέισον (Σόφι ΜακΣέρα), που σημαίνει την πρωινή έγερση φωνάζοντας: «Είναι έξι η ώρα!» ενώ μια άλλη υπηρέτρια, η Αννα (Τζόαν Φρόγκατ), γκρινιάζει «Μόνο για μια φορά στη ζωή μου, θα ήθελα να κοιμηθώ μέχρι να ξυπνήσω φυσικά», πριν τις δει ο θεατής να ανάβουν τις φωτιές, να σιδερώνουν τις εφημερίδες (παλιά βρετανική παράδοση για να σταθεροποιείται το μελάνι) και να στρώνουν το τραπέζι. Φυσικά δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το ποιοι κάνουν το Ντάουντον αυτό που είναι και το τίμημα που πληρώνουν γι’ αυτό.
Οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων ξετυλίγονται κατά τη διάρκεια της πρώτης σεζόν, δίνοντας επίσης μια αίσθηση για την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις ενός ταξικού συστήματος, που είναι τόσο άκαμπτο όσο και η αίσθηση ευπρέπειας του μπάτλερ Κάρσον. Στο κάτω μέρος της σκάλας υπάρχει πίκρα και μνησικακία και στο επάνω σνομπισμός.
Υπάρχουν, όμως, επίσης απροσδόκητες φιλίες, όπως η σχέση της ψυχρής λαίδης Μέρι Κρόλι (Μισέλ Ντόκερι) με την πονόψυχη Άννα, αλλά και σκανδαλώδη ειδύλλια: ποιος μπορεί να ξεχάσει την επαναστατημένη λαίδη Σίμπιλ (Τζέσικα Μπράουν Φίντλεϊ) που τρέχει με τον σοσιαλιστή ιρλανδό σοφέρ (Αλεν Λιτς); Η αδικία και η κακία μετριάζονται από ανεξέλεγκτες φυσαλίδες ανθρώπινης επαφής. Αυτή είναι η ζωή, μοιάζει να λέει το «Downton Abbey».
Μόνο στο αφηγηματικό τόξο της κάθε σεζόν αποκαλύπτεται η δέσμευση της σειράς να διατηρήσει τον ταξικό διαχωρισμό. Στο τελευταίο επεισόδιο της πρώτης σεζόν, σε μια κομβική ακολουθία σκηνών, η μοχθηρή μις Ο’ Μπράιεν (Σιόμπαν Φίνεραν) αφήνει ένα σαπούνι στο πάτωμα δίπλα στην μπανιέρα, την ώρα που η λαίδη Κόρα (Ελίζαμπεθ ΜκΓκόβερν) απολαμβάνει το μπάνιο της. Είναι μια στιγμή τρέλας που γεννάει η απελπισία. Η Ο’Μπράιεν θα συμπεριφερόταν ίσως με λιγότερη κακία αν δεν ήταν σίγουρη ότι θα την απέλυαν από ιδιοτροπία της εργοδοσίας. Το μετανιώνει αμέσως, αλλά είναι πολύ αργά. Η λαίδη Κόρα γλιστράει, πέφτει και αποβάλει.
Στην αίθουσα του προσωπικού, η Ο’Μπράιεν βράζει στο ζουμί των ενοχών της, ενώ οι υπόλοιποι υπηρέτες θρηνούν για μια γυναίκα που καλά-καλά δεν γνωρίζει τα ονόματά τους. Ο Τόμας θα κάνει την ερώτηση που η Σουζάνα Γκόλντσμπρο υποθέτει ότι πέρασε από το μυαλό όλων των θεατών: «Βεβαίως, λυπάμαι, αλλά γιατί πρέπει να ζούμε μέσω αυτών; Είναι απλά οι εργοδότες μας, δεν είναι η σάρκα και το αίμα μας», λέει. Και καταλήγει… άνεργος, ενώ οι υπόλοιποι υπηρέτες συγκεντρώνονται μαζί με την οικογένεια στον μπροστινό κήπο για μια γιορτή του χωριού.
Το ηθικό δίδαγμα είναι ξεκάθαρο: η μνησικακία της εργατικής τάξης είναι κακό πράγμα, οδηγεί σε θάνατο και πρέπει να τιμωρείται. Όλοι οι αξιοπρεπείς υπηρέτες καταλαβαίνουν ότι ανήκουν στην οικογένεια του επάνω ορόφου. Και για να γίνει απόλυτα σαφές, η υπηρετριούλα τρώει σάντουιτς με αγγούρι από τον ίδιο δίσκο που σερβίρεται και η κόμισσα, ενώ ο Κάρσον αγκαλιάζει τρυφερά τη λαίδη Μέρι που χτυπημένη από τους καημούς του έρωτα έχει ανάγκη από μια αγκαλιά.
Ισως υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτή την παραμυθένια εκδοχή της βρετανικής αριστοκρατίας. Στα τελευταία λεπτά του επεισοδίου, ο κόμης Γκράντχαμ (Χιου Μπόνβιλ) ανακοινώνει στους συγκεντρωμένους ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεκινήσει. Και καθώς η κάμερα μετακινείται στα πρόσωπα υπηρετών και μελλοντικών κτηματιών, οι θεατές θυμούνται –ίσως– ότι εκατομμύρια νεαροί άνδρες από όλα τα κοινωνικά στρώματα δεν επέστρεψαν ποτέ από τα χαρακώματα.
Πώς κατάφερε άραγε μια τόσο οπισθοδρομική πολιτική άποψη να διεισδύσει στη mainstream τηλεόραση, μια από τις πιο δημοκρατικές μορφές ψυχαγωγίας; Η επιτυχία πιστώνεται στον σεναριογράφο της σειράς, ο οποίος γνωρίζει από μέσα τη λειτουργία του βρετανικού ταξικού συστήματος, όπως αποδεικνύουν οι βαρύγδουποι τίτλοι του. Δημιουργός του «Downton Abbey» είναι ο Τζούλιαν Αλεξάντερ Κίτσενερ-Φέλοους, βαρόνος Φέλοους του Γουέστ Στάφορντ, λόρδος του Τάτερσολ και αναπληρωτής υπολοχαγός του Ντόρσετ.
Κατά σύμπτωση τα παιδιά του Φέλοους πήγαιναν στο ίδιο σχολείο με τα παιδιά του κόμη του Κανάρβον, ιδιοκτήτη του πύργου Χάικλιρ. Ο πύργος, πριν ξεκινήσει η σειρά, είχε υποστεί μεγάλες φθορές και το κόστος της ανακαίνισής του ανερχόταν στο ποσόν των 12 εκατ. λιρών (πάνω από 13 εκατ. ευρώ).
Σύμφωνα με πληροφορίες της Telegraph, η σειρά απέφερε στον πύργο 1 εκατ. λίρες ανά σεζόν (1.100.000 ευρώ) και 60.000 επισκέπτες το χρόνο. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο χαρακτήρας, που υποδύεται ο Χιου Μπόνβιλ, δεν είναι ο μόνος κόμης που κατάφερε να σώσει την τεράστια κληρονομιά του με τη βοήθεια του Φέλοους.
Το «Downton», όμως, έχει αφήσει και πολιτιστική κληρονομιά. Η βρετανική σειρά προβλήθηκε στις ΗΠΑ στρέφοντας το ενδιαφέρον του αμερικανικού τηλεοπτικού κοινού σε κάθε τι βρετανικό. Στο αποκορύφωμά της η εκπομπή είχε κατά μέσο όρο 13,3 εκατ. θεατές την εβδομάδα. Χωρίς τη δική της δημοτικότητα δεν είναι σίγουρο ότι το Netflix θα δαπανούσε 130 εκατ. δολάρια για την πρώτη σεζόν του «Στέμματος», τη δραματική σειρά για τη βρετανική βασιλική οικογένεια, που έγινε αμέσως επιτυχία, και τον ερχόμενο Νοέμβριο αναμένεται να αρχίσει η προβολή της τέταρτης σεζόν.
Αν και ο Πίτερ Μόργκαν, ο σεναριογράφος του «Στέμματος» είναι πολύ καλύτερος συγγραφέας από τον Τζούλιαν Φέλοους, η αλήθεια είναι ότι έχει δανειστεί κάτι από την κοινωνική ατζέντα του «Downton», γράφει η Γκολντσμπρο στην Telegraph. Σε οθόνες υπολογιστών και τηλεοράσεων σε όλο τον κόσμο, η αριστοκρατία εξακολουθεί να είναι φετίχ, η μοναρχία ενισχύεται και ο διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων εδραιώνεται. Σε όλο αυτό το «Downton Abbey» είχε έναν ύπουλο ρόλο: δεν ήταν απλώς μια ανόητη σαπουνόπερα εποχής, όπως πιστεύουν πολλοί. Και ήρθε η ώρα να αποκαλυφθεί.