Γυναίκες σε περιοχή της Συρίας που ελέγχουν οι Κούρδοι, καίνε τις μαντίλες τους σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τον θάνατο της Μαχσά Αμινί | REUTERS/Orhan Qereman
Θέματα

Ιράν: Οι γυναίκες ξέσπασαν ύστερα από δεκαετίες καταπίεσης

Το γυναικείο κίνημα συνέχισε να οργανώνεται υπόγεια, ακόμα και όταν αρχηγικά μέλη του φυλακίστηκαν ή αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό. Η χιτζάμπ της Αμινί έγινε το σύμβολο που ενώνει κάθε είδους περιορισμό που βιώνουν οι πολίτες μίας θεοκρατικής δικτατορίας ηλικιωμένων μουλάδων
Protagon Team

Οταν η 20χρονη Γιάσι έμαθε για τον βάναυσο θάνατο της σχεδόν συνομήλικής της, 22χρονης Μαχσά Αμινί από την ιρανική αστυνομία ηθών στις 16 Σεπτεμβρίου, επειδή δεν φορούσε τη χιτζάμπ, βγήκε αυθόρμητα στους δρόμους. Το ίδιο έκαναν και πολλές ακόμα γυναίκες στο Ιράν, την πρώτη ημέρα περίπου 50, αλλά κάθε μέρα αυξάνονταν, μέχρι που έφτασαν τις χιλιάδες σε όλη τη χώρα.

Η Γιάσι είναι η πρώτη στην οικογένειά της που έχει βγάλει τη μαντίλα και φορά μόνο ένα λεπτό φουλάρι στον δρόμο για να καλύψει τα μαλλιά της.

«Θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση της. Οι φίλες μου, οι συγγενείς μου. Αυτό σκεφτόμουν», είπε η Γιάσι στη δημοσιογράφο των New York Times, που βρίσκεται στην Τεχεράνη και καλύπτει τις μεγαλύτερες αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στο Ιράν από τον Δεκέμβριο του 2019.

Η καταπίεση από τη θεοκρατική δικτατορία των ηλικιωμένων μουλάδων που θέλει τις γυναίκες πολίτες δεύτερης κατηγορίας, η κατάσταση της οικονομίας, η εκτεταμένη διαφθορά, είναι ο λόγος που οι Ιρανές διαμαρτύρονται κάθε μέρα, με κίνδυνο τη ζωή τους.

Τουλάχιστον 76 άτομα, οι περισσότερες γυναίκες, έχουν ήδη σκοτωθεί στις συγκρούσεις με την αστυνομία τις ημέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία της Αμινί.

Οι γυναίκες καίνε τις μαντίλες, κόβουν τα μαλλιά τους, χορεύουν μπροστά στους αστυνομικούς και πολλοί άντρες βρίσκονται στο πλευρό τους. Διαδηλώσεις έγιναν σε πολλές χώρες εκτός Ιράν, από τη Βηρυτό μέχρι το Βερολίνο και από το Λος Αντζελες μέχρι την Αθήνα.

Μία ιρανή δημοσιογράφος, η Νιλουφάρ Χαμεντί, της ημερήσιας εφημερίδας Shargh, ήταν αυτή που πρώτη έφερε στο φως τον θάνατο της Αμινί. Την περασμένη εβδομάδα, η ιρανική αστυνομία τη συνέλαβε και από τότε κρατείται σε απομόνωση στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Εβίν, έξω από την Τεχεράνη.

«Βλέπω μεγάλη οργή και πολύ θυμό στις νέες γυναίκες», είπε χαρακτηριστικά στην αμερικανική εφημερίδα η Γκολσάν, μία 28χρονη ακτιβίστρια από το Ισφαχάν, που έχει οργανώσει μία μικρή ομάδα φίλων της και κάθε βράδυ βγαίνουν στον δρόμο φωνάζοντας «όχι στη χιτζάμπ, όχι στην καταπίεση, μόνο ίσα δικαιώματα».

Την πρώτη βραδιά των διαδηλώσεων, η Γκολσάν και άλλες 50 γυναίκες ένωσαν τα χέρια τους σε μία διασταύρωση και ζήτησαν από τους άνδρες να τις στηρίξουν. Καθώς μαζεύτηκε πλήθος, μία μία έβγαλαν τις μαντίλες τους και τις έκαψαν στον δρόμο.

«Θέλουμε να ακουστεί η φωνή μας. Δεν έχουμε αρχηγό. Η ομορφιά και η ισχύς του κινήματός μας είναι ότι όλες μας είμαστε αρχηγοί», είπε η Γκολσάν, η οποία το σαββατόβραδο χτυπήθηκε άγρια από τους αστυνομικούς.

Η 34χρονη Μαριάμ, καλλιτέχνης από τη βόρεια επαρχία του Μανζανταράν, είπε στους NYT ότι μαζί με τις φίλες της, όχι μόνο έκαψαν τις μαντίλες τους, αλλά έκοψαν και τα μαλλιά τους, ενώ κάποιες ξύρισαν το κεφάλι τους.

«Είναι μία κίνηση που δεν χρειάζεται επεξήγηση. Δεν μπορείς να με ελέγξεις και δεν μπορείς να με καθορίσεις βάσει των μαλλιών μου», είπε.

Δύο χρόνια μετά την επανάσταση που έφερε στην εξουσία τον αγιατολάχ Χομεϊνί και ανέτρεψε τον Σάχη, το 1979, οι μουλάδες απαίτησαν από τις δημόσιες υπαλλήλους να φορέσουν μαντίλα, κάτι που σύντομα επέβαλαν σε όλα τα κορίτσια άνω των εννέα ετών και όλες τις γυναίκες, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τον νόμο της Σαρία και την «προστασία» της γυναικείας τιμής και «αγνότητας».

Οι γυναίκες αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν καθώς οι ποινές ήταν μεγάλες, αλλά πολλές, πλέον, τις φορούν μόνο σε δημόσια θέα. Η υποχρεωτικότητα της μαντίλας και των μαύρων ράσων που πρέπει να καλύπτουν το γυναικείο σώμα βρίσκεται στο επίκεντρο των φεμινιστικών διαδηλώσεων στο Ιράν εδώ και δεκαετίες. Το γυναικείο κίνημα έχει πολεμήσει επίσης –χωρίς μεγάλη επιτυχία– αυστηρούς νόμους που επιτρέπουν στους άντρες να παίρνουν διαζύγιο πιο εύκολα από ό,τι οι γυναίκες, να παίρνουν την αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών τους και να παντρεύονται πολλές γυναίκες, καθώς και νόμους που μείωσαν το ηλικιακό όριο γάμου για τα κορίτσια και που απαιτούν την άδεια του συζύγου ή του πατέρα για να ταξιδέψει μία γυναίκα.

Αυτή τη φορά, σημειώνουν οι New York Times, διαμαρτύρονται και γυναίκες που δεν ανήκουν στο φεμινιστικό κίνημα. Μία από αυτές είναι η Μινού, η μητέρα της Γιάσι, που υπέγραψε αίτημα για την κατάργηση της υποχρεωτικότητας της χιτζάμπ και την κατάργηση της αστυνομίας ηθών. Η Μινού θέλει να φορά μαντίλα, αλλά πιστεύει ότι πρέπει να είναι επιλογή της γυναίκας όχι υποχρέωση.

«Δεν μπορούμε να επιβάλουμε αυτό που σκεφτόμαστε στους άλλους. Είμαι θρήσκα αλλά έχω απαυδήσει με την υποκρισία και τα ψέματα αυτού του καθεστώτος που μεταχειρίζεται εμάς τους συνηθισμένους ανθρώπους σαν σκουπίδια», είπε η Μινού.

Η ίδια έχει μεταφέρει με το αυτοκίνητό της τη Γιάσι και τις φίλες της σε διαδηλώσεις σε όλη την Τεχεράνη.

Η 65χρονη Ναχίντ, πρώην τραπεζική υπάλληλος, συμμετέχει και αυτή στις διαδηλώσεις με τον δικό της τρόπο. Ετοιμάζει σάντουιτς και κουτιά πρώτων βοηθειών για τις διαδηλώτριες. Αλλες γυναίκες ανοίγουν το σπίτι τους σε διαδηλώτριες που προσπαθούν να κρυφτούν από την αστυνομία, τους προσφέρουν γλυκά και ποτά.

Οι ακτιβίστριες εξήγησαν στην αμερικανική εφημερίδα ότι το κίνημα οργανώνεται υπογείως εδώ και δεκαετίες, ακόμα και όταν αρχηγικά μέλη φυλακίστηκαν ή διέφυγαν σε άλλες χώρες.

Ο προηγούμενος πρόεδρος, Χασάν Ρουχανί, είχε χαλαρώσει τους περιορισμούς και η αστυνομία ηθών δεν ήταν τόσο αυστηρή. Τα μαλλιά «ξέφευγαν» από τις μαντίλες, το μήκος της φούστας ανέβηκε, το μέικ-απ έγινε πιο έντονο, τα αυστηρά μαύρα ρούχα έγιναν ροζ και πράσινα, εμπριμέ και κεντητά.

Κάποιες Ιρανές έγιναν ακόμα πιο τολμηρές, αφαιρώντας τη μαντίλα τους σε εστιατόρια ή μέσα στο αυτοκίνητό τους, όπως η Γιάσι.

Ομως, από τότε που έγινε πρόεδρος ο σκληροπυρηνικός Εμπραχίμ Ραϊσί, τα πράγματα έχουν γίνει πιο αυστηρά και οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί περιορισμοί έχουν επανέλθει.

Μάλιστα, τον Ιούλιο, ο Ραϊσί διέταξε την αστυνομία ηθών να εντατικοποιήσει τους ελέγχους και ξεκίνησε καμπάνια υπέρ της χιτζάμπ.

Οι γυναίκες που δεν ήταν «κατάλληλα» ενδεδυμένες δεν επιτρεπόταν να μπουν ούτε στο Μετρό ούτε είχαν πρόσβαση σε κυβερνητικές και κοινωνικές υπηρεσίες.

Ομως, αυτή τη φορά, δήλωσαν την αντίθεσή τους με την αυστηροποίηση των ηθών και συντηρητικοί μουσουλμάνοι που προειδοποίησαν ότι το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους πολίτες και το καθεστώς.

Οι μουλάδες όμως ήταν αμετακίνητοι, κατηγορώντας ξένους υποκινητές για τις αντιδράσεις. «Στην ιστορία του ισλαμικού Ιράν, η ζωή των γυναικών στη χώρα έχει ταυτιστεί με την αγνότητα και τη χιτζάμπ», είπε ο ιρανός πρόεδρος τον προηγούμενο μήνα.

Οι διαμαρτυρίες είχαν ήδη ξεκινήσει πριν από τον θάνατο της Αμινί. Βίντεο που κυκλοφορούσαν στα social media έδειχναν καφέ που έκλειναν ως τιμωρία επειδή επέτρεπαν την είσοδο σε γυναίκες χωρίς μαντίλα, ενώ μέλη της αστυνομίας ηθών έδερναν και έσερναν γυναίκες σε βαν για να τις στείλουν για «εκπαίδευση».

Πολλές γυναίκες που συνελήφθησαν εμφανίστηκαν σε βίντεο να ζητούν συγγνώμη επειδή δεν φορούσαν τη μαντίλα τους, με το πρόσωπο πρησμένο από τα χτυπήματα. Για τον ίδιο λόγο είχε συλληφθεί και η Αμινί, η οποία όμως, δεν άντεξε τον ξυλοδαρμό και κατέληξε στο νοσοκομείο, πυροδοτώντας τις διαμαρτυρίες.

«Η χιτζάμπ είναι ένα σύμβολο που έφερε τις γυναίκες στο προσκήνιο, αλλά τις συνδέει με κάθε είδους διακρίσεις που αντιμετωπίζουν όλοι οι Ιρανοί», εξήγησε στους New York Times η Νάζλι Καμβάρι, ιρανο-καναδή συγγραφέας.