Τι κι αν είσαι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Σε μια περίοδο που οι συνθήκες πληθωριστικής ασφυξίας τις οποίες δημιούργησε ο πόλεμος του Πούτιν στην παγκόσμια οικονομία οδήγησαν τις κεντρικές τράπεζες στην επιθετική αύξηση επιτοκίων ο συνδυασμός με το κόστος της πανδημίας από την πλευρά των κρατών που στήριξαν τις οικονομίες τους δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.
Στις νέες συνθήκες έρχονται σε δύσκολη θέση όχι μόνο νοικοκυριά και οι τράπεζες που είναι φορτωμένες με ομόλογα κρατικού χρέους, αλλά και οι ίδιες οι κυβερνήσεις που βλέπουν το χρέος τους να αυξάνεται ιλιγγιωδώς.
Αυτό συμβαίνει και στις ΗΠΑ. Η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών, η μεγαλύτερη εθνική οικονομία του κόσμου, με ΑΕΠ 25,35 τρισ. δολάρια το 2022 (αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του ονομαστικού παγκόσμιου ΑΕΠ) δυσκολεύεται, καθώς χρωστάει ήδη 31,46 τρισ. δολάρια (!) και ασφαλώς χρειάζεται να δανειστεί κι άλλα.
Το ποσό αυτό που καθορίστηκε από την ίδια την κυβέρνηση Μπάιντεν ως «ταβάνι» ή αλλιώς «ανώτατο όριο δημοσίου χρέους» τον περασμένο Ιούνιο έχει ήδη υπερκαλυφθεί και θα χρειαστεί να αναθεωρηθεί εκ νέου προς τα πάνω πολύ σύντομα. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η νέα κρίση είναι ο προϋπολογισμός του 2024 να προβλέπει δραστικά μέτρα για τη συγκράτηση του ελλείματος και τη σταθεροποίηση (τουλάχιστον) του χρέους.
Αυτό είδαν οι οικονομολόγοι του οίκου Fitch, οι οποίοι τόλμησαν και υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ από το ΑΑΑ στο ΑΑ+, όπως ακριβώς είχαν επισημάνει οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ στην ετήσια σύνοδο του Ταμείου τον περασμένο Οκτώβριο στην Ουάσιγκτον, όσο και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου το οποίο από τον περασμένο Απρίλιο είχε τονίσει:
-«Η διαχείριση του χρέους από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ κόστισε το 2022, 460 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 13% των συνολικών ομοσπονδιακών δαπανών».
Για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα, οι ΗΠΑ, αν θέλουν να σταθεροποιήσουν το χρέος τους, αφενός δεν πρέπει να δανειστούν και άλλο φρέσκο χρήμα (απλά να ανανεώνουν μόνον τις εκδόσεις που λήγουν) αλλά και να εξασφαλίσουν από τον προϋπολογισμό (δηλαδή από τα φορολογικά έσοδα) ένα ποσό πάνω από μισό τρισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο ώστε να πληρώνουν τους τόκους που αυξάνονται όσο αυξάνονται τα επιτόκια.
Δύσκολοι καιροί για pροέδρους
Δύσκολοι καιροί λοιπόν για όλους όσοι χρωστούν… Ακόμη και για τις ΗΠΑ και τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν ο οποίος υπερηφανεύεται ότι πέτυχε να οδηγήσει την αμερικανική οικονομία σε ένα ισχυρό για τις δεδομένες συνθήκες ρυθμό ανάπτυξης το 2022 (πάνω από 2,1%) και να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, ο οποίος μετά τις επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων κινείται ήδη κάτω από το 4%.
Ομως το 2024 είναι χρονιά εκλογών και η μεγαλύτερη ανάγκη που υπάρχει είναι να αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες, παράλληλα με την συνεχή αύξηση των αμυντικών δαπανών -όπως επιβάλουν οι συνθήκες του πολέμου στην Ουκρανία-–και φυσικά την αντιμετώπιση του προβλήματος διαχείρισης του χρέους.
Τι έλεγε η Τζάνετ Γέλεν το Μάιο
Η απόφαση του οίκου Fitch μπορεί να εξόργισε τον πρόεδρο Μπάιντεν και την υπουργό Οικονομικών της Αμερικής, Τζάνετ Γεέλεν, η οποία κατηγόρησε τον οίκο αξιολόγησης ότι στηρίχθηκε σε «παρωχημένα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας των ΗΠΑ». Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί γεγονός ότι άλλα έλεγε η Γέλεν τον περασμένο Μάιο, όταν εξελισσόταν η πολιτική διαμάχη στο Κογκρέσο για την αύξηση του ορίου χρέους.
Τότε, η υπουργός Οικονομικών –και πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed)– ήταν… ανησυχητικά σαφής: «Τα χρονικά περιθώρια για την αποφυγή του του δημοσιονομικού γκρεμού για το χρέος», προειδοποιούσε, «μπορεί να εξαντληθούν ακόμη και την 1η Ιουνίου».
Οι αριθμοί της κρίσης χρέους
Ας δούμε όμως πως έφτασε το χρέος των ΗΠΑ σε αυτά τα επίπεδα και πώς ήχησαν τα καμπανάκια:
♦ Από το 1960 το Κογκρέσο έχει ήδη αυξήσει, επεκτείνει προσωρινά ή αναθεωρήσει το όριο του χρέους 78 φορές.
♦ Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προειδοποίησε στην τελευταία αναθεωρημένη έκθεσή του ότι μέχρι το 2033 οι ΗΠΑ θα έχουν προσθέσει άλλα 19 τρισεκατομμύρια δολάρια στο εθνικό τους χρέος. Το ποσό αυτό είναι κατά 3 τρισεκατομμύρια δολάρια μεγαλύτερο από τις προηγούμενες εκτιμήσεις.
♦ Το ΔΝΤ προβλέπει για τις ΗΠΑ «ομαλή προσγείωση» της ανάπτυξης στο 1,6% για το 2023 έναντι 2,1% για το 2022 και 5,9% το 2021, ενώ μόλις 1,1% για το 2024.