Στην Ελλάδα η συμπαθής τάξη των επιτηδευματιών και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών αποτελούσε παραδοσιακά τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Από την «ΕΒΓΑ» της γειτονιάς ως το ταξί και τα γραφεία διεκπεραιώσεων δίπλα στα υπουργεία, οι ελεύθεροι επαγγελματίες. επιστήμονες ή μη, διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα της οικονομικής ζωής στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια, μια νέα κατηγορία επιτηδευματιών ασκεί και εδώ το ελεύθερο επάγγελμα του influencer.
Οπως ανέφερε προ δύο ετών γνωστή ελληνίδα influencer, «είναι κρίμα εν έτει 2021 να θεωρείται ότι το Instagram δεν είναι δουλειά. Φορολογούμαστε και όντως είναι δύσκολο. Δεν είναι εύκολο. Εγώ είμαι ταυτόχρονα και το προϊόν, και ο διαφημιστής, και κάνω το project management».
Πέρα από τα ελληνικά σύνορα, όπου ο όγκος των εργασιών και ο αριθμός των followers μετατρέπει τους ελευθεροεπαγγελματίες σε μικρές βιομηχανίες του μάρκετινγκ, ο Economist σημειώνει πως «οι influencers, άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από τους πιο δημοφιλείς λογαριασμούς στο Instagram, το TikTok και το YouTube, έχουν μεγάλο κοινό» που φτάνει τις πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια. Συγκριτικά, οι πιο πετυχημένοι influencers στην Ελλάδα κινούνται λίγο πάνω ή κάτω από το 1 εκατομμύριο followers, ενώ οι περισσότεροι είναι ήδη γνωστοί από την τηλεόραση.
Οι influencers κερδίζουν τα προς το ζην από έναν συνδυασμό χορηγούμενων αναρτήσεων, προμηθειών που συνδέονται με links τα οποία παραπέμπουν σε συνεργαζόμενες επωνυμίες, ή δημιουργώντας και τις δικές τους μάρκες. Σύμφωνα με το Forbes, περισσότεροι από 50 εκατ. άνθρωποι παγκοσμίως περιγράφουν τους εαυτούς τους ως influencers, ενώ η Goldman Sachs προβλέπει ότι η συνολική αξία του κλάδου θα διπλασιαστεί, φτάνοντας σχεδόν τα 500 δισ. δολάρια μέχρι το 2027.
Η αμερικανίδα influencer Κένταλ Τζένερ, η νεότερη αυτοδημιούργητη δισεκατομμυριούχος, σύμφωνα με το Forbes, έχει 295 εκατ. ακολούθους στο Instagram:
«Παρότι διαμορφώνουν την ψηφιακή κουλτούρα, οι influencers πολύ συχνά απορρίπτονται ως ψευδο-διασημότητες που διψούν για δόξα, δημοσιεύουν τις λεπτομέρειες της ζωής τους και προωθούν χωρίς να σκέφτονται και πολύ επώνυμα προϊόντα έναντι υπέρογκων ποσών» σημειώνει η βρετανική επιθεώρηση.
Στη συνέχεια στέκεται σε μια νέα σειρά βιβλίων που αντιμετωπίζει τη βιομηχανία των influencers πιο σοβαρά, εξερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο οι πιο δημοφιλείς χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναδιαμορφώνουν την παγκόσμια οικονομία και αλλάζουν αυτό που βλέπει ο μέσος άνθρωπος στο διαδίκτυο.
Ο «εκδημοκρατισμός» της λάμψης
H Τέιλορ Λόρεντζ, αρθρογράφος για θέματα τεχνολογίας στην Washington Post, θεωρείται μια από τις κορυφαίες ειδικούς για τη διερεύνηση των τάσεων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το βιβλίο της «Extremely Online» υποστηρίζει ότι οι influencers κατέχουν τεράστια δύναμη. Καταγράφοντας την ιστορία των influencers, που κάποτε αποκαλούνταν «e-celebs», από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, η Λόρεντζ υποστηρίζει ότι πέτυχαν γιατί έκαναν τη φήμη και την πολυτέλεια να μοιάζουν λιγότερο απρόσιτες.
Η ίδια προσθέτει ότι, παρά την κακή του φήμη, «το influencing έδωσε σε περισσότερους ανθρώπους την ευκαιρία να επωφεληθούν άμεσα από την εργασία τους, από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην Ιστορία». Ακόμη και έφηβοι, σημειώνει η Λόρεντζ, γίνονται σήμερα πολυεκατομμυριούχοι χάρη σε μικρά κωμικά σκετς στο TikTok. Παράλληλα, ορισμένοι πολιτικοί φλερτάρουν με δημοφιλείς influencers προσπαθώντας να προσεγγίσουν τους νεότερους ψηφοφόρους.
Μια θετική ματιά στο φαινόμενο αποτελεί και το βιβλίο «Bad Influence» (Κακή Επιρροή) της Ονόνι Φόρμπατ, που σύμφωνα με τον Economist «ζωγραφίζει μια μελιστάλαχτη εικόνα» για τoν ρόλο των influencers στη σύγχρονη κουλτούρα.
«Είμαστε φωτογράφοι, βιντεογράφοι, κειμενογράφοι, σκηνοθέτες, συντάκτες, μοντέλα και ομάδα μάρκετινγκ, όλοι μαζί σε ένα» γράφει η Φόρμπατ, influencer και η ίδια, στα απομνημονεύματά της. Το βιβλίο περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις «πάνω στη βαθιά ριζωμένη παράνοια που συνεπάγεται η συνεχής έκθεση σε τόσους πολλούς ανθρώπους», σχολιάζει το βρετανικό περιοδικό.
Η οφθαλμαπάτη της «καλής ζωής»
Δεν έχουν όμως όλοι θετική γνώμη για το φαινόμενο. Κριτική στάση τηρεί ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Συμεών Μπράουν στο βιβλίο του με τον διασκεδαστικό τίτλο «Get Rich or Lie Trying» –θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «Πλούτισε ή παρίστανε τον πλούσιο μέχρι τελικής πτώσεως». Ο Μπράουν εστιάζει στην απατηλή λάμψη του influencing και της ματαιοδοξίας. Και φυσικά, στην εμμονή με την επίδειξη του πλούτου και της «καλής ζωής» με κάθε τίμημα.
Οπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «πάνω από το ένα πέμπτο των παιδιών θέλουν να γίνουν influencers και είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Τι θα γινόταν αν μπορούσατε να ξεφύγετε από την οικονομική αβεβαιότητα κερδίζοντας την προσοχή του διαδικτύου; Τι θα γινόταν αν μπορούσατε να μετατρέψετε τη λατρεία των οπαδών σας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε προσοδοφόρο βιοπορισμό;»
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο εύκολα, σύμφωνα με τον Μπράουν. «Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκοτεινή» σημειώνει και εστιάζει στην άλλη πλευρά του φαινομένου, σε ιστορίες που κρύβονται πίσω από τις φιλτραρισμένες selfies και τα αστραφτερά χαμόγελα. «Αφηγείται αιματηρές ιστορίες από influencers που συμμετείχαν σε απάτες. Μερικές φορές, οι άνθρωποι που εξαπατώνται καταλήγουν να γίνονται οι ίδιοι “απατεώνες influencers”» γράφει ο Economist.
Aπό τους ανθρώπους που μοιράζονται εμπειρίες της ζωής τους με το κοινό σε πραγματικό χρόνο (IRL Streamers) στο Λος Αντζελες, μέχρι τη βιομηχανία ανόρθωσης γλουτών στη Βραζιλία και από τη σεξεργασία στο OnlyFans μέχρι τις απάτες των κρυπτονομισμάτων, τα παραδείγματα του βιβλίου θαμπώνουν τη λαμπερή εικόνα.
«Σε έναν κόσμο όπου μας ενθαρρύνουν να προσποιούμαστε, το πρώτο άτομο που πρέπει να πείσετε είναι ο εαυτός σας. Μετά από αυτό, όλοι οι άλλοι είναι πιο εύκολο να ξεγελαστούν» γράφει ο Μπράουν στο βιβλίο.
O Εconomist σημειώνει ότι το κοινό επιχείρημα που διατρέχει τα τρία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία είναι ότι οι influencers έχουν αλλάξει τη σύγχρονη κουλτούρα. Αυτό που δεν απαντάται, ωστόσο, είναι το πόσο θα διαρκέσει αυτό το φαινόμενο.
«Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι μέχρι το 2026 το 90% του διαδικτυακού περιεχομένου θα μπορούσε να παράγεται μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης. Καθώς ο αριθμός των πιστευτών αναρτήσεων και φωτογραφιών που παράγονται από την TN εκτοξεύεται, οι influencers θα αντιμετωπίσουν σημαντικά μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν την προσοχή των χρηστών του διαδικτύου» σχολιάζει το βρετανικό περιοδικό.
«Κανένας influencer, ανεξάρτητα από το πόσο επιδέξιος έχει αποδειχθεί στο παρελθόν στο να αξιοποιεί το διαδίκτυο για να αυξάνει τη δημοτικότητα και τα κέρδη του, δεν είναι εγγυημένο ότι θα διατηρήσει οποιαδήποτε επιρροή στον επόμενο τεχνολογικό μετασχηματισμό» προσθέτει κλείνοντας ο Economist.