Η πρόσφατη ανακοίνωση του Εμανουέλ Μακρόν ότι θέλει να αυξήσει το όριο συνταξιοδότησης στη Γαλλία στα 64 από τα 62 έτη, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στη χώρα και πιθανολογείται ότι ο γάλλος πρόεδρος θα αναγκαστεί να βάλει ξανά το σχέδιο στο συρτάρι από το οποίο το έβγαλε αρχικά.
Οι Γάλλοι έχουν βγει στους δρόμους και είναι αποφασισμένοι, όπως λένε τα πανό τους, «να μην δώσουν τις ζωές τους στα αφεντικά».
Ο Σάιμον Κούπερ, βρετανο-νοτιοαφρικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος που ζει τα τελευταία χρόνια στο Παρίσι παρατηρεί τις αντιδράσεις και γράφει για τους Financial Times, κάτι που ίσως δεν ακούγεται και πολύ καπιταλιστικό, είναι όμως πολύ πραγματιστικό.
Οι σημερινοί Γάλλοι έχουν προσδοκιμο ζωής τα 85 χρόνια. Τι είναι άλλα δύο χρόνια δουλειάς στα 62 σου, θα αναρωτιόταν εύλογα κανείς, όταν έχεις ακόμη μια 20ετία να ευχαριστηθείς τη ζωή του μετά τη σύνταξη; Αυτή η 20ετία εξάλλου είναι ένα από τα μεγαλύτερα διαστήματα συνταξιοδότησης στον πλανήτη, να σκεφτεί κανείς ότι, όπως και στην Ελλάδα, στις περισσότερες χώρες δύσκολα παίρνεις σύνταξη πριν τα 65 ή και τα 67.
Στη δεκαετία του ’70, η Σιμόν ντε Μποβουάρ έγραφε ότι «η κοινωνία μεταχειρίζεται τους ηλικιωμένους σαν σκουπίδια, παρέχοντάς τους μίζερες συνθήκες ζωής». Από τότε άλλαξαν πολλά. Κυρίως άλλαξε ότι το 1981, στο απόγειο της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, ο Φρανσουά Μιτεράν έγινε πρόεδρος της χώρας και εισήγαγε έναν εντελώς νέο τρόπο όχι μόνο να συνταξιοδοτείσαι, αλλά και να ζεις: «Επιτέλους ζήσε!», ήταν το σύνθημα κάτω από το οποίο μείωσε το όριο συνταξιοδότησης από τα 65 στα 60 και δημιούργησε τον γαλλικό συνταξιοδοτικό παράδεισο, ο οποίος σήμερα είναι οριακά μεν, βιώσιμος δε.
Σήμερα, πολλοί εργαζόμενοι παραιτούνται και πριν τα 60, ενώ μεγάλες εταιρείες δίνουν κίνητρα στους μεγαλύτερους εργαζόμενους για να φύγουν. Η Γαλλία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανενεργού πληθυσμού άνω των 55 ετών, επισημαίνει η οικονομολογος Κλόντια Σένικ.
Η περίοδος της συνταξιοδότησης, σημειώνει ο Κούπερ, χωρίζεται σε δύο φάσεις. Η δεύτερη φάση είναι σκληρή: Κατάπτωση, οίκοι ευγηρίας, χηρεία και μετά το τέλος. Ομως οι Γάλλοι επικεντρώνονται στη «χρυσή» δεκαετία που προηγείται.
Στα 60 σου τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, οι γονείς σου συνήθως έχουν πεθάνει, δεν έχεις να πας στη δουλειά και επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή σου είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις.
Η Σένικ επισημαίνει ότι μόλις οι Γάλλοι βγουν στη σύνταξη, η υγεία τους αρχικά βελτιώνεται και μάλιστα θεαματικά. Πολύ λίγοι πέφτουν στο κενό: το 2003, μόλις το 9% περιέγραψε το πέρασμα στη σύνταξη σαν μια άσχημη περίοδο, σύμφωνα με εθνική έρευνα.
Οι γάλλοι συνταξιούχοι απολαμβάνουν υψηλοτερο επίπεδο ζωής από τους εργαζόμενους, με δεδομένο επίσης ότι δεν έχουν να συντηρήσουν στεγαστικά δάνεια και παιδιά.
Μακρινά ταξίδια, πάρτι σαν έφηβοι, ατελείωτα πρωινά στη βεράντα, επισκέψεις στα μουσεία, ή ακόμη και έρωτες -νέοι ή παλιότεροι- είναι κάποια από τα πράγματα που απολαμβάνουν απενοχοποιημένα και άνετα.
Οι άντρες συχνά επανεφευρίσκουν τους εαυτούς τους ως εθελοντές και οι γυναίκες ως γιαγιάδες.
Συνεπεία όλων αυτών, μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής των Γάλλων περιστρέφεται γύρω από το σχεδιασμό αυτής της «χρυσής» δεκαετίας. Κάποιοι αρχίζουν να ονειρεύονται τη συνταξιοδότησή τους από τα 20 τους χρόνια.
Μόλις το 21% των Γάλλων λένε ότι η δουλειά είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους, ποσοστό που τη δεκαετία του ’90 ήταν στο 60%.
Η εργασιακή ζωή προσμετράται τώρα σε 172 τρίμηνα (για όσους γεννήθηκαν μετά το 1973) προκειμένου να πάρει κάποιος πλήρη σύνταξη. Σήμερα, οι εισφορές που καταβάλλουν οι Γάλλοι στη διάρκεια της εργασιακής τους ζωής συνδέονται χαλαρά με το ποσό που θα πάρουν όταν συνταξιοδοτηθούν και ο Μακρόν υποσχέθηκε ότι στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που θέλει να περάσει, θα εξισορροπήσει τις ανισορροπίες.
Τα επιχειρήματά του είναι κατανοητά, καταλήγει ο Κούπερ, όμως η Γαλλία δεν χρειάζεται τη μεταρρύθμισή του και υπάρχει λόγος γι αυτό.
Τι κάνει τη χώρα να διαφέρει από τις άλλες; Διάφορα, όπως το γεγονός ότι «γερνάει» για παράδειγμα, με πολύ πιο αργούς ρυθμούς απ’ ό,τι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συνεπώς το σημερινό «γενναιόδωρο« σύστημά της παραμένει βιώσιμο.
Επίσης η αναλογία χρέους προς το ΑΕΠ της είναι μόλις 112,5%, χαμηλότερη από εκείνη των ΗΠΑ και η πληρωμή των συντάξεων προβλέπεται να παραμείνει σταθερή ως ποσοστό του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, όσο οι συντάξεις δεν συμβαδίζουν με τους μισθούς. Ακούγεται παράδοξο, όμως είναι πολύ αληθινό.
Κάποιες από τις ρυθμίσεις που προωθεί ο Μακρόν είναι λογικές, όπως για παράδειγμα η ενθάρρυνση των ανθρώπων να συνεχίσουν να εργάζονται έστω και με μερική απασχόληση, όπως ήδη κάνουν σήμερα περίπου 400.000 άνθρωποι για τους δικους τους λόγους.
Ο Κούπερ καταλήγει ότι δεν είναι πολύ ωραίο -και κυρίως πολύ πειστικό- να βλέπεις υπουργούς, οικονομολόγους και CEOs επιχειρήσεων να παροτρύνουν τον απλό κόσμο να εργαστεί περισσότερο. Στο κάτω κάτω της γραφής, λέει, αυτοί είναι υψηλά αμειβόμενοι άνθρωποι που, πέραν του χρήματος, αντλούν ισχύ και ευχαρίστηση από την εργασία τους, σε αντίθεση με τους περισσότερους εργαζόμενους.
Ο ίδιος προτείνει κάτι μάλλον ρηξικέλευθο: Ας βάλουν το 10% των υψηλότερα αμειβόμενων να εργάζονται ως τα 67. Αφού πληρώνουν και τους υψηλοτερους φόρους, αυτό θα αναζωογονήσει οικονομικά το σύστημα.
Κι ας αφήσουν τους απλούς ανθρώπους να ευχαριστηθούν τη ζωή τους όσο μπορούν.