| ΥΠΕΘΑ/ΔΝΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ/CreativeProtagon
Θέματα

Ελληνοτουρκικά: Η ωρολογιακή βόμβα του διαλόγου

Ημερομηνία-κλειδί θεωρείται η 12η Σεπτεμβρίου οπότε εκπνέει η παρούσα NAVTEX. Τότε θα κριθούν πολλά, ενώ η Μέρκελ επιλέγει να κρατά ανοιχτή τη γραμμή με την Αγκυρα και ο Μακρόν να διασφαλίζει με στρατιωτικά μέσα ότι η κατάσταση δεν θα εκτραχυνθεί πέραν του σημείου χωρίς επιστροφή
Νίκος Μαρτίνος

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών συντείνουν στην διαπίστωση που έχουν εξαρχής κάνει όλοι όσοι παρακολουθούν τα Ελληνοτουρκικά με ψυχρό μάτι και όχι παρασυρμένοι από τον καταιγισμό πληροφοριών που προέρχονται από Aγκυρα, Αθήνα, Βρυξέλλες, Βερολίνο και -λιγότερο- την Ουάσιγκτον: η όποια διαπραγμάτευση για έναρξη διαλόγου θα δρομολογηθεί την στιγμή που θα κορυφώνεται η αγωνία για την κατακόρυφη αύξηση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο με την Τουρκία να σφίγγει τον κλοιό της στρατιωτικοποίησης της κρίσης και την Ελλάδα να επιταχύνει τον διπλωματικό μαραθώνιο ανάδειξης της τουρκικής επιθετικότητας.

Οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, η —εκ των πραγμάτων περιορισμένων δυνατοτήτων— πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ και οι παράλληλοι διάλογοι της Ανγκελα Μέρκελ, πότε με τον Ταγίπ Ερντογάν, πότε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα φανεί αν οδηγήσουν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα μετά τις 12 Σεπτεμβρίου, όταν εκπνέει η NAVTEX με την οποία το «Oruc Reis» πλέει περίπου 35-40 ναυτικά μίλια νότια από το Καστελόριζο. Πιθανή μετακίνηση του ερευνητικού πλοίου βορειότερα ή, ακόμα χειρότερα, έκδοση νέας NAVTEX για έρευνες στην περιοχή του τουρκολιβυκού μνημονίου σε απόσταση αναπνοής από Κρήτη, Ρόδο, Κάσο και Κάρπαθο, θα σημάνουν ότι ο Ερντογάν έχει λάβει τις αποφάσεις του και επιθυμεί στρατιωτική σύγκρουση, η οποία θα λειτουργήσει εκ των υστέρων σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον.

Από την Ευρώπη προκύπτει ένα σενάριο συντονισμένης στάσης όπου η Γερμανία διαδραματίζει τον ρόλο του διαύλου και η Γαλλία προβάλλει ισχύ. Η αποστροφή του Σαρλ Μισέλ περί τακτικής «καρότου και μαστιγίου» έναντι της Τουρκίας, αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την συμφωνημένη ανάμεσα σε Παρίσι και Βερολίνο στρατηγική. Την Κυριακή (6 Σεπτεμβρίου) ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ζαν-Yβ Λε Ντριάν, σε συνέντευξή του, ήταν ξεκάθαρος όταν είπε πως «αυτό που θέλουμε με τους Τούρκους είναι να έχουμε μια αναλογία δυνάμεων επαρκή ώστε να μπορούμε να περάσουμε σε μια φάση διαπραγματεύσεων που θα αρχίσουν στην Ανατολική Μεσόγειο».

Στην ερώτηση «τι ακριβώς θα κάνετε», ο Λε Ντριάν ήταν ιδιαίτερα λακωνικός απαντώντας «θα δείτε». Εν ολίγοις, η Μέρκελ κρατάει ανοιχτή τη γραμμή με την Άγκυρα, ενώ ο Μακρόν, είτε με την αποστολή του αεροπλανοφόρου «Σαρλ ντε Γκωλ», είτε με άλλα μέσα, επιθυμεί να διασφαλίσει ότι η κατάσταση δεν θα εκτραχυνθεί προτού δημιουργηθούν οι συνθήκες για διάλογο. Οι Ευρωπαίοι, βεβαίως, και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, συνομιλούν με τους Τούρκους έχοντας κατά νου και κάτι ακόμα: την πιθανότητα αναβίωσης του Προσφυγικού που προς το παρόν παραμένει λιγότερο απειλητικό, λόγω της απροθυμίας μεταναστών και προσφύγων να μετακινηθούν από την Τουρκία λόγω κορονοϊού.

Την ίδια στιγμή οι συμφωνίες μεταξύ Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και Ισραήλ για ομαλοποίηση των σχέσεων, η ολοένα και στενότερη σχέση της χώρας του Κόλπου με την Ελλάδα και, η εκ των πραγμάτων οικονομική και στρατιωτική συμμαχία ανάμεσα σε Aμπου Ντάμπι και Κάιρο, δημιουργούν για πρώτη φορά στην ιστορία της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου ένα σχήμα συνεργασίας ανάμεσα σε Ελληνισμό, Εβραϊσμό και τον αραβικό κόσμο. Ο τουρκικός επεκτατισμός στην Ανατολική Μεσόγειο (τουρκολιβυκό μνημόνιο και Λιβύη), τη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Συρία και Παλαιστίνη) και τον Περσικό Κόλπο (Κατάρ), αποτέλεσε έναν επιταχυντή στην δημιουργία ενός τέτοιου σχήματος, το οποίο μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν θα μπορούσε καν να συλληφθεί ως ιδέα. Η αμερικανική ενθάρρυνση ανάπτυξης αυτών των σχημάτων προδίδει την βούληση της Ουάσιγκτον να αφήσει περισσότερους του ενός παίκτες στην θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ αυτή αποχωρεί σταδιακά από την περιοχή.

τελευταία επωδός της περιόδου αφορά τα Εξοπλιστικά και την προσπάθεια της κυβέρνησης να ενισχύσει το γερασμένο οπλοστάσιο των Ενόπλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα τον Στόλο, μεγάλο τμήμα του οποίου μετράει πάνω από 40 χρόνια ζωής. Ο ετήσιος προϋπολογισμός των Ενόπλων Δυνάμεων είναι αυτή τη στιγμή περί τα 530 εκατομμύρια ευρώ και το οικονομικό επιτελείο επιχειρεί να τον αυξήσει κατά 50%, να τον οδηγήσει, δηλαδή, σε επίπεδα εγγύτερα προς τα 800 εκατ. ευρώ, δίνοντας την δυνατότητα σε βάθος χρόνου να γίνουν εξοπλιστικά προγράμματα μεταξύ 7 και 10 δισ. ευρώ. Πέρα από τα μαχητικά Rafale γαλλικής κατασκευής που φαίνεται ότι έχουν κλείσει, αλλά θα συζητηθούν και στη συνάντηση Μητσοτάκη-Μακρόν στο Παρίσι (πριν τη MED-7 στην Κορσική), βασικός στόχος είναι η απόκτηση κυρίων μονάδων επιφανείας, δηλαδή φρεγατών. Το Πολεμικό Ναυτικό ζητεί τέσσερις και την αναβάθμιση των ισάριθμων τύπου ΜΕΚΟ που έχει στο οπλοστάσιό του, ωστόσο ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς…