Το λευκό πανό στέκει απειλητικό μπροστά από το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), επί της Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου: «Κάτω τα χέρια από τη βιβλιοθήκη του ΕΙΕ». Οι βιβλιοθήκες είναι ιερό πράγμα, ο Χόρχε Λουί Μπόρχες έλεγε ότι φανταζόταν τον Παράδεισο ως ένα είδος βιβλιοθήκης. Ποιος κακός δαίμονας μπορεί να απειλεί έναν Παράδεισο στο κέντρο της Αθήνας;
Η Βιβλιοθήκη του EIE ιδρύθηκε το 1960 – από το 1993 ονομάζεται μάλιστα «K.Θ. Δημαρά» στη μνήμη του εμπνευστή της, ενός εκ των ιδρυτών του ΕΙΕ. Εχει αποτελέσει σε βάθος χρόνου σημαντική βιβλιοθήκη επιστημονικών περιοδικών στη χώρα, εξυπηρετώντας ερευνητές, γιατρούς, πανεπιστημιακούς, επιστήμονες από βιομηχανίες, υποψήφιους διδάκτορες και φοιτητές. Παρέχοντας πρόσβαση σε ξένες Tράπεζες Πληροφοριών της Eυρώπης και Aμερικής.
Το θέμα περιπλέκεται, διότι τη Βιβλιοθήκη όλα αυτά τα χρόνια, καίτοι ανήκε στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, τη διαχειριζόταν το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης – το οποίο ΕΚΤ ήταν επιστημονική εγκατάσταση εθνικής χρήσης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Συνυπάρχουν από το 1989.
Πλην όμως, με νόμο που ψηφίστηκε το 2019, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (National Documentation Center) επανασυστήνεται, παίρνοντας πια αυτοτελή μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Ο βασικός λόγος είναι η πρόθεση της κυβέρνησης να το μετεξελίξει σε εθνικό οργανισμό, ο οποίος και θα έχει την ευθύνη άσκησης της εθνικής πολιτικής για τα ανοικτά δεδομένα, τα περίφημα open data. Το ΕΚΤ χρίζεται, με άλλα λόγια, εκτελεστικός βραχίονας σε ένα σημαντικό έργο του μέλλοντος, σχετικό με την οικονομία των δεδομένων (data economy), στενά αλληλένδετο με την Τεχνητή Νοημοσύνη. Το ΕΚΤ καθίσταται κομβικό για τον περιβόητο ψηφιακό μετασχηματισμό, που έχει «πιστωθεί» ο αρμόδιος υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης, δαμάζοντας ένα τεράστιο εύρος δεδομένων, αλλά και θέτοντας στον κόσμο τους νέο πλαίσιο, (μεταξύ άλλων) αυτό που ορίζει ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός περί ανταλλαγής δεδομένων ανάμεσα σε επιχειρήσεις.
Ο πόλεμος με τους συνδικαλιστές
Κάπου εδώ, γεννάται το πρόβλημα. Σε «ποιον» ανήκει η Βιβλιοθήκη; Οι συνδικαλιστές είχαν πάρει το όπλο τους, ακόμη και πριν από την ψήφιση του νόμου, όταν τότε η διεύθυνση του ΕΚΤ επιχειρούσε εργασίες στη διαμόρφωση του χώρου – αλλαγές στη Βιβλιοθήκη. Συνέλαβαν το «πού πάει το πράγμα», διείδαν «αλλοτρίωση του χώρου της». Η μάχη κράτησε τρεις-τέσσερις μήνες. Οι αλλαγές κόπηκαν μαχαίρι.
Οταν πια πέρασε ο νόμος, αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές, τον Αύγουστο του 2019, ξεκίνησε εμφανές μπρα ντε φερ ανάμεσα στο υπουργείο και τους εκπροσώπους των εργαζομένων στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών. Ο πόλεμος αφορούσε τον φυσικό χώρο της Βιβλιοθήκης, τους πόρους και τους εργαζομένους της. Πουθενά δεν υπάρχει ερευνητικό κέντρο δίχως Βιβλιοθήκη, έλεγαν τότε.
Σε αυτή την ιδιότυπη διελκυστίνδα, το υπουργείο του κ. Πιερρακάκη επέδειξε ευελιξία. Υπήρξε μια πρώτη συμφωνία στις διά ζώσης επαφές. Και το πανό διαμαρτυρίας κατέβηκε. Το καλοκαίρι του 2020 πέρασε τροπολογία, και μάλιστα με τις θετικές ψήφους ευρύτερου κοινοβουλευτικού φάσματος (ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ), βάσει της οποίας «η Βιβλιοθήκη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, η οποία αποτέλεσε Τμήμα της υπηρεσίας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, ανήκει στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών».
Αλλά και: «Το προσωπικό με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου που υπηρετεί στις δράσεις της Βιβλιοθήκης, που περιγράφονται στο άρθρο 18 και έχει μεταφερθεί στο ΕΚΤ, μπορεί να μεταφέρεται εκ νέου στο ΕΙΕ, με την ίδια νομική σχέση απασχόλησης και διατηρεί όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ενεργές κατά τη δημοσίευση του παρόντος συμβάσεις εργασίας (…)».
Το προσωπικό που θα επέστρεφε στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών; Τέσσερις εργαζόμενοι. Σύμφωνα με πληροφορίες του Protagon, είχε καταστεί σαφές στις διαπραγματεύσεις μεταξύ υπουργείου και συλλόγου εργαζομένων, ότι η επιστροφή και των 17 υπαλλήλων του ΕΙΕ ήταν αδύνατη: το ψηφιακό κομμάτι του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης θα έμενε πλήρως απογυμνωμένο.
Θα υπέθετε κανείς ότι το παιχνίδι ισχύος, που προφανώς έχει πολιτικό παρασκήνιο, θα έπαιρνε ένα τέλος.
Ομως, όχι: υπήρξε υπαναχώρηση και το πανό ανέβηκε ξανά… Ή, ακριβέστερα, τα πανό. Στα πλαϊνά του κτιρίου, έστεκε ακόμη ένα: «κ. Μητσοτάκη, ο Πιερρακάκης διαλύει την Βιβλιοθήκη του ΕΙΕ». Ακόμη και σήμερα, η ρήξη για τον αριθμό των προσώπων που θα επιστρέψουν στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών κρατάει το θέμα άλυτο, με αποτέλεσμα να παραμένει σε εκκρεμότητα και η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση.
Το debate του παραλόγου
Το πιο εξοργιστικό στην υπόθεση αυτή δεν είναι αυτό καθαυτό το μήλον της Εριδος, η Βιβλιοθήκη δηλαδή. Λογικό είναι να υπάρχουν συζητήσεις, διαφωνίες, αντιρρήσεις για το πώς θα γίνει η όποια μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς. Το πιο εξοργιστικό είναι το πώς ερίζει πάνω από αυτήν ο συνδικαλισμός παλαιάς κοπής.
«Με βάση ποια θεωρία διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού ευελπιστείτε ότι το προσωπικό που θα κρατήσετε παρά τη θέλησή του και παρά τους επίμονους αγώνες του, θα υπηρετήσει και θα στηρίξει το ΕΚΤ στο μέλλον;», είναι ένα από τα ερωτήματα που διατυπώνουν σε ανακοίνωσή τους εκπρόσωποι των εργαζομένων για το θέμα. Και συμπληρώνουν: «Εμείς πιστεύουμε ότι δεν δίνεται η προσήκουσα σημασία στον ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα, αν και πιο βαρυσήμαντου από τους άλλους πόρους, υλικούς και οικονομικούς. Οπως γνωρίζετε, κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι δύσκολο να αναπτυχθεί το κλίμα αφοσίωσης και εμπιστοσύνης που θα υποστηρίξει τις δράσεις του ΕΚΤ».
Μιλάμε για μια επιστημονική υποδομή εθνικής χρήσης – τέτοια είναι το ΕΚΤ. Για ένα Κέντρο που ανήκει στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα και άρα λειτουργεί προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Που έχει ως θεσμικό ρόλο την ψηφιακή διατήρηση της επιστημονικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής πληροφορίας, περιεχομένου και δεδομένων που παράγονται στην Ελλάδα. Και κάποιοι εργαζόμενοι θέτουν ζήτημα στήριξής του στο μέλλον! Θέτουν όρους για το αν και κατά πόσο θα είναι αφοσιωμένοι στους σκοπούς του, σαν να επρόκειτο για αμφιλεγόμενο, τριτοκλασάτο, περιθωριακό οργανισμό…
Θα εικάζει ο ανυποψίαστος αναγνώστης ότι η Βιβλιοθήκη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών είναι αφανής πόλος έλξης, διαμαντάκι κρυμμένο στο παλαιό κτίριο της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Σας διαβεβαιώ ότι η έριδα εκτυλίσσεται πάνω από μια Βιβλιοθήκη με ένδοξο παρελθόν, αλλά σε εμφανή παρακμή. Θα συμφωνήσουν και οι πιο συχνοί επισκέπτες της. Αδειανή από κόσμο, με ράφια έρημα, απαρχαιωμένο σκηνικό, χωρίς καμία ζωντάνια και δημιουργική ώσμωση στην ατμόσφαιρά της. Περισσότερο με κουφάρι μοιάζει, παρά με θησαυρό της γνώσης. Από τα ελάχιστα πια πλεονεκτήματά της είναι η θέση της σε στρατηγικό σημείο της πρωτεύουσας – απομένει να δούμε πού θα στεγαστεί το νέο Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, για να προβούμε στις ανάλογες συγκρίσεις.
Η σύγκρουση για τη Βιβλιοθήκη του ΕΙΕ είναι, στ’ αλήθεια, σύγκρουση ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Την εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, κατά την οποία η χώρα οφείλει να φύγει μπροστά, στηρίζοντας μια υποδομή όπως το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, που μετράει και αποτυπώνει το ελληνικό οικοσύστημα Ερευνας, Τεχνολογίας, Ανάπτυξης, Καινοτομίας, αντί να δίνεται ώθηση με συνέργειες και ευρύτερες συναινέσεις, αντί να αναζητείται ένα σύγχρονο modus vivendi, κυριαρχεί η εμμονή στο μικροκομματικό, το συντεχνιακό, το ήσσον. Μάλλον, είναι αναπόφευκτο η χώρα να προχωρήσει με σκελετούς στην ντουλάπα.