Τον Μάιο του 1940, καθώς η Βέρμαχτ προέλαυνε στην Ολλανδία, ένα απόσπασμα του πεζικού κατευθύνθηκε σε μια εξοχική κατοικία στο Ντόορν, 16 χλμ ανατολικά της Ουτρέχτης, όπου βρισκόταν εξόριστος τα τελευταία 20 χρόνια ο Κάιζερ Βίλχελμ Β’ (Γουλιέλμος Β’). Ο πρώην γερμανός αυτοκράτορας πέρναγε τον καιρό του κόβοντας δέντρα και ταΐζοντας τις πάπιες. Ταυτόχρονα συνωμοτούσε (ματαίως) σχεδιάζοντας την επιστροφή του στον θρόνο της Γερμανίας. Ξαφνικά βλέποντας μπροστά του το έμβλημα της Ναζιστικής Γερμανίας ξανάνιωσε. Με τον Σιδηρού Σταυρό κρεμασμένο στο στήθος του, ο πρώην γερμανός αυτοκράτορας άρχισε να υπογράφει αυτόγραφα, καλωσόρισε τους στρατιώτες έναν ένα με χειραψία και παράγγειλε στο προσωπικό του να φέρουν σαμπάνιες από το κελάρι. Οσο για τη σύζυγό του Ερμίνε, εκείνη κρέμασε σημαίες με τη σβάστικα παραληρώντας για την «ιδιοφυία του φύρερ» και προσμένοντας διακαώς την «τελική μάχη στην Αγγλία».
Τα τελευταία 30 χρόνια, η σύνθετη και συχνά θερμή σχέση της πρώην βασιλικής οικογένειας της Γερμανίας με τους Ναζί έχει γίνει ένα από τα πλέον αμφισβητούμενα πεδία διαμάχης της σύγχρονης ιστοριογραφίας, γράφει στην Telegraph ο Ολιβερ Μούντι, ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στο Βερολίνο. Οι απόγονοι του Κάιζερ διεκδικούν από το γερμανικό κράτος την επιστροφή της περιουσίας των Χοεντσόλερν, στην οποία περιλαμβάνονται τα παλιά ανάκτορα της οικογένειας και μια τεράστια συλλογή έργων τέχνης και άλλων θησαυρών, που υπάρχουν γύρω από το Βερολίνο, που είχαν κατασχεθεί από τα σοβιετικά στρατεύματα Κατοχής στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων βρίσκεται ο πρίγκιπας Βίλχελμ της Πρωσίας, γιος του Κάιζερ. Αν αποδειχτεί ότι «συνέβαλε σημαντικά» στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι απαιτήσεις της οικογένειας θα απορριφθούν.
Από τη Βαϊμάρη στο Τρίτο Ράιχ
Ωστόσο δεν πρόκειται απλά για μια περιουσιακή διαμάχη. Είναι ένα ευαίσθητο ερώτημα για το πώς η σύγχρονη Γερμανία αντιλαμβάνεται το παρελθόν της με την ευρύτερη έννοια: πώς το Δεύτερο Ράιχ αναμείχθηκε στο Τρίτο Ράιχ, πώς τα ιδανικά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης εκφυλίστηκαν σε δικτατορία και πώς πρόκειται να κατανεμηθεί η ηθική ευθύνη για μερικά από τα χειρότερα εγκλήματα του 20 αιώνα.
Αυτή η διαμάχη, γράφει ο Ολιβερ Μούντι από το Βερολίνο, ενισχύεται τώρα χάρη σε ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Οι Χοεντσόλερν και οι Ναζί» («Die Hohenzollern und die Nazis»). Πρόκειται για την πρώτη συστηματική μελέτη των διαπραγματεύσεων όλων των μελών της οικογένειας με το ναζιστικό καθεστώς. Και υποστηρίζει ότι κάθε ενεργό πολιτικά μέλος της δυναστείας μέχρι και τον Κάιζερ, ήταν όλοι αντίθετοι στη νεαρή Δημοκρατία. Μάλιστα πολλοί από αυτούς συνέβαλαν υπόγεια στην πτώση της.
Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο 55χρονος Στέφαν Μαλινόφσκι, ανώτερος λέκτορας στο τμήμα Ιστορίας του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, ο οποίος συγκέντρωσε στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι τρεις γενιές των Χοεντσόλερν συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ και τον στενό του κύκλο, πιστεύοντας λανθασμένα ότι θα τους επανέφερε στην εξουσία.
Ο Μαλινόφσκι καταλήγει ότι ως επί το πλείστον δεν οφειλόταν σε ιδιαίτερη αγάπη για τον Ναζισμό αλλά ήταν ένα μείγμα πολιτικής ανθρώπων ανίκανων για εξουσία, αντισημιτισμού και μίσους για το δημοκρατικό σύστημα, που είχε πάρει την δική τους θέση.
«Δεν μπορώ να το κάνω χωρίς τους Ναζί», είπε ο Βίλχελμ στον πιο στενό του συνεργάτη το 1933 μόλις έγινε καγκελάριος ο Χίτλερ, «Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το momentum των Ναζί»… Οι Χοεντσόλερν ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τον Χίτλερ, έγινε όμως το αντίθετο, κατάφερε εκείνος να τους εκμεταλλευτεί.
Εξόριστος, δολοπλόκος και φανατικός αντισημίτης…
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Κάιζερ εξορίστηκε στην Ολλανδία και αμέσως άρχισε να συνωμοτεί επιχειρώντας να ρίξει την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και να αποκαταστήσει την μοναρχία στην Γερμανία. Γιόρταζε με ζεκτ (αφρώδες γερμανικό κρασί) τον θάνατο δημοκρατικών πολιτικών, όπως ο σοσιαλδημοκράτης Φρίντριχ Εμπερτ, ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και ο Βάλτερ Ρατενάου, γερμανοεβραίος υπουργός Εξωτερικών, που δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς τρομοκράτες το 1922. Ηταν παθιασμένος με την «Παγκόσμια Ηγεμονία των Εβραίων», την άνοδο του Μουσολίνι, τον οποίο διόρισε πρωθυπουργό ο βασιλιάς Βιτόριο Εμανουέλε Γ’, προσδοκώντας ένα παρόμοιο μοντέλο και για τη Γερμανία, και τη «δημιουργία ενός μετώπου ενάντια στην εβραϊκή συνωμοσία, υπό την ηγεσία του γερμανού αυτοκράτορα».
«Ο Τύπος, οι Εβραίοι και τα κουνούπια είναι μια μάστιγα από την οποία η ανθρωπότητα πρέπει να απαλλαγεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο», έγραψε το 1927 στον αμερικανό φίλο του Πούλτνι Μπιγκελόου. Και πρόσθεσε στα αγγλικά: «Νομίζω ότι ο καλύτερος θα ήταν το αέριο»…
Αν και «υπήρχαν όρια μεταξύ του Κάιζερ του και του Ναζισμού» γράφει ο Μαλινόφσκι, οι επαφές μεταξύ του Ντόορν [κατοικία του Βίλχελμ] και της ηγεσίας των Ναζί ήταν συνεχείς. Το 1931 ο εξόριστος πρώην γερμανός αυτοκράτορας καλεί στο παλάτι του στο Ντόορν τον Γκέρινγκ και «διαπραγματεύεται μαζί του την επαναφορά του στον θρόνο».
Πρίγκιπας στην SA και στο Ράιχσταγκ
Κάποια από τα παιδιά του έχουν λιγότερους δισταγμούς. Ο τέταρτος γιος του, πρίγκιπας Αουγκούστ Βίλχελμ είχε μια πρώτη επαφή με τους Ναζί το 1926 και τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε μέλος του κόμματος και της SA (Sturmabteilung), της παραστρατιωτικής πτέρυγάς του. Και το 1933 εισήλθε στο Ράιχσταγκ ως βουλευτής του ναζιστικού κόμματος. Ο πρώτος γιος του Κάιζερ και διάδοχος του θρόνου, πρίγκιπας Βίλχελμ υποστήριξε επίσης ανοιχτά τον Χίτλερ με συνέντευξή του σε μια εφημερίδα πριν από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 1932.
Η οικογένεια Χοεντσόλερν, από την άλλη πλευρά, αμφισβητεί εδώ και χρόνια τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα, τελευταία μάλιστα έχει πάρει μια πιο ανοικτή και κριτική θέση στην ιστορία της. Ο 45χρονος Γκέοργκ Φρίντριχ, πρίγκιπας της Πρωσίας και σημερινός επικεφαλής του οίκου των Χοεντσόλερν, δήλωσε στους βρετανικούς The Times σχετικά με το βιβλίο του Μαλινόφσκι: «Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που οι γνώσεις μας [για τα γεγονότα] προχωρούν και ελπίζουμε ότι θα οδηγήσουν σε μια αρκετά ισορροπημένη και περιεκτική άποψη για τη σχέση της δυναστείας μου με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και την εποχή του Ναζισμού».
Πριν από δύο μήνες εξάλλου, γράφει ο Ολιβερ Μούντι στην Telegraph, ο 72χρονος Λόθαρ Μάχταν, διακεκριμένος καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Βρέμης έλαβε από τους Χοεντσόλερν χορηγία ύψους 10.000 ευρώ για τη δημοσίευση ενός βιβλίου με θέμα τις διασυνδέσεις του διαδόχου του θρόνου με τους Ναζί στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο Μάχταν, ο οποίος είχε πρόσβαση στα αρχεία με την ιδιωτική αλληλογραφία της οικογένειας στο κάστρο τους στο Χέχινγκεν στη νοτιοδυτική Γερμανία, συμπεραίνει ότι ο πρίγκιπας είχε ορίσει τον εαυτό του «βασιλικό αρχηγό του Τρίτου Ράιχ» παρά τους αρχικούς δισταγμούς του.
Σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Die Welt ο Γκέοργκ Φρίντριχ δήλωσε ότι ο προπάππος του δέχτηκε αφόρητες πιέσεις για να υποκύψει στον Χίτλερ: «Βεβαίως θα ευχόταν κανείς να είχε πάρει μια ξεκάθαρη θέση ενάντια στον Ναζισμό. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι δεν γνωρίζω κατά πόσο θα βρισκόμουν σήμερα εδώ αν το είχε κάνει διότι … το 1934 υπήρχαν ξεκάθαρα σημάδια ότι ο διάδοχος και η οικογένειά του θα είχαν πρόβλημα αν δεν έδειχνε υπακοή».
Την έκταση της υπακοής του αποκαλύπτει ο Μαλινόφσκι στο βιβλίο του. Ο βρετανός ιστορικός γράφει ότι ο Βίλχελμ φρόντιζε να φοράει τη σβάστικα στο μανίκι της στολής του, ενώ σε ένα άρθρο του πριν από τις εκλογές του 1933 έγραψε ότι η πίστη στον δικτάτορα ήταν «καθήκον τιμής και χρέος ευγνωμοσύνης για όλους όσους έχουν μια γερμανική καρδιά να χτυπάει στο στήθος τους»… Ταυτόχρονα τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας αλληλογραφούσαν με βρετανούς και αμερικανούς φίλους τους υποστηρίζοντας τον Χίτλερ.
Τον Μάιο του 1940, ο Βίλχελμ Φρίντριχ, ένας από τους γιούς του διαδόχου πέθανε μετά από τον θανάσιμο τραυματισμό του στην μάχη της Βαλανσιέν κοντά στα γαλλοβελγικά σύνορα. Τέσσερις εβδομάδες αργότερα ο πατέρας του έστειλε ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ για την «ιδιοφυή ηγεσία» του αναμένοντας την «τελική αναμέτρηση με την αναξιόπιστη Αλβιόνα». Και υπέγραφε με τον ναζιστικό χαιρετισμό «Sieg Heil» («Ζήτω η Νίκη»).
Γαλαζοαίματοι στην Αντίσταση και στο Νταχάου!
Ωστόσο οι νεότεροι Χοεντσόλερν δεν ήταν όλοι τόσο υπάκουοι. Το 1938, ο γιος του διαδόχου Λούις Φέρντιναντ, ένας από τους πιο δυνατούς συνδέσμους της οικογένειας με την κυβέρνηση και τη βιομηχανία των ΗΠΑ, άρχισε να καλλιεργεί διακριτικά τις σχέσεις του με την Αντίσταση. Ακόμη, στις αρχές του 1944 ο εξάδελφός του πρίγκιπας Φρίντριχ Λέοπολντ συνελήφθη διότι άκουγε ξένους ραδιοσταθμούς και οδηγήθηκε στο Νταχάου.
Μετά το τέλος του πολέμου, η αυτοκρατορική οικογένεια ήταν πλέον η σκιά του εαυτού της. Η κατοικία του Κάιζερ στο Ντόορν απαλλοτριώθηκε από την ολλανδική κυβέρνηση ενώ τα σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν τον πύργο Σεσίλιενχοφ, κατοικία του διαδόχου στο Πότσνταμ, και προσπάθησαν να διαρρήξουν την πόρτα του θησαυροφυλακίου του.
Ωστόσο με τον θάνατό του το 1941, ο Κάιζερ γλύτωσε τον τελικό εξευτελισμό. Οσο για τον διάδοχο του θρόνου (που έφτασε να ζητιανεύει από την αμερικανίδα σταρ της όπερας, Τζεραλντίν Φαράρ, σαπούνι, τσιγάρα, οδοντόπαστα και κάλτσες για την κατά πολύ νεότερη ερωμένη του) άρχισε αμέσως μετά μια εκστρατεία για να καθαρίσει το όνομά του. Κατά την προετοιμασία της Δίκης της Νυρεμβέργης δήλωσε αντιστασιακός, ενώ είπε ακόμη σε γάλλους δημοσιογράφους ότι μαχόταν πάντοτε κατά του αντισημιτισμού.
Σήμερα, γράφει στην Telegraph ο Ολιβερ Μούντι, οι Χοεντσόλερν βλέπουν διαφορετικά την ιστορία τους: «Εχουμε ένα πολύ μεγάλο φάσμα χαρακτηριστικών στην οικογένειά μας, όπως άλλωστε τόσες άλλες γερμανικές οικογένειες», δήλωσε τον περασμένο Αύγουστο ο Γκέοργκ Φρίντριχ. «Δεν είναι κατηγορηματικά άσπρο μαύρο. Νομίζω ότι πάνω από όλα το πιο σημαντικό είναι να κρίνεται κάθε άτομο στο πλαίσιο της εποχής του».