Η Τζούλιαν Μουρ στην πρεμιέρα του «The Room Next Door» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Hamptons στις 12 Οκτωβρίου | Sonia Moskowitz/Getty Images/Ideal Image
Θέματα

Η Τζούλιαν Μουρ μας μιλάει από «Το Διπλανό Δωμάτιο»

Η συναρπαστική πρωταγωνίστρια την τελευταίας ταινίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ, ενόψει της αναμενόμενης προβολής της, μιλάει στον Guardian για την αγάπη και τον θάνατο, την πολυπλοκότητα και τον πλούτο των συνηθισμένων ανθρώπων
Protagon Team

Στη 40χρονη καριέρα της, η Τζούλιαν Μουρ με τα υπέροχα κόκκινα μαλλιά, χάρη στα οποία είναι απόλυτα αναγνωρίσιμη, έχει υποδυθεί χαρακτήρες που είναι προκλητικοί και αγωνιούν, μερικές φορές παρεκκλίνοντες, παγιδευμένοι συχνά σε μια φυλακή οικιακού τρόμου. Και έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινίες που εκτείνονται από καλλιτεχνικές δημιουργίες, όπως το εξαίσιο «Safe» (1995) του Τοντ Χέινς, μέχρι υπερπαραγωγές όπως η δυστοπική ταινία επιστημονικής φαντασίας «The Hunger Games: Επανάσταση – Μέρος 2» (2015).

Εχει παίξει σε βραβευμένα δράματα όπως το «Still Alice: Κάθε στιγμή μετράει» (2014 ), με το οποίο, μετά από πολλές υποψηφιότητες, κέρδισε το Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, Χρυσή Σφαίρα, BAFTA και το Screen Actors Guild Award, αλλά και σε πρόσφατες τηλεοπτικές δουλειές, όπως η τολμηρή μίνι σειρά «Mary & George».

Ως παιδί η Τζούλιαν μετακόμισε 20 φορές, πρώτα από τη μια Πολιτεία των ΗΠΑ στην άλλη και στη συνέχεια στη Γερμανία, μαζί με τον αδελφό και τη μητέρα της, ψυχιατρική κοινωνική λειτουργό, ακολουθώντας την πορεία της στρατιωτικής καριέρας του πατέρα της. Κάθε φορά που πήγαινε σε ένα νέο σχολείο παρακολουθούσε ήσυχα πώς χόρευαν οι μαθητές, πώς μιλούσαν, μαθαίνοντας γρήγορα πώς να ταιριάζει μαζί τους, μια δεξιότητα την οποία μετέφερε στην υποκριτική, πρώτα σε μια σαπουνόπερα το 1984 και μετά στο σινεμά.

Στους κινηματογραφικούς ρόλους της την ενδιαφέρουν «η πραγματικότητα και η πολυπλοκότητα» παρά η φαντασία. «Δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν προσωπικά που να έχει πάει στο φεγγάρι. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ βασίλισσα» εξηγεί στον Guardian και στην Ιβα Γουάιζμαν με αφορμή την αναμενόμενη προβολή στους κινηματογράφους της τελευταίας ταινίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ «Το Διπλανό Δωμάτιο», όπου η ίδια πρωταγωνιστεί πλάι στην Τίλντα Σουίντον και τον Τζον Τορτούρο. (Η ταινία, που θριάμβευσε φέτος στο Φεστιβάλ Βενετίας, προβλήθηκε επίσης στην Αθήνα στην τελετή λήξης του 30ού διεθνούς φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, στις 14 Οκτωβρίου, στο θέατρο Παλλάς).

«Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ταινίες για βασίλισσες. Παρόλο που είχα απίστευτα προνόμια και γνώρισα ανθρώπους που έκαναν καταπληκτικά πράγματα, η πλειοψηφία της εμπειρίας και των σχέσεών μου είναι με ανθρώπους που ζουν κανονικά. Κανείς δεν είναι μάγος, κανείς δεν είναι από το Διάστημα. Οι ζωές των πραγματικών ανθρώπων είναι πλούσιες, εξαιρετικές και υπέροχες και μου αρέσει να τους βλέπω να εξετάζονται, μου αρέσει να τους εξετάζω επίσης», λέει.

Μια τέτοια πλούσια και υπέροχη εξερεύνηση της θνητότητας είναι και η νέα της ταινία και, επειδή είναι του Αλμοδόβαρ (το πρώτο του αγγλόφωνο έργο), περιλαμβάνει την καλλιτεχνική επιμέλεια του θανάτου ενός χαρακτήρα, μέχρι και στο χρώμα του τελευταίου κραγιόν. «Υπάρχει αυτή η αυξημένη οπτική αίσθηση», λέει η Μουρ για τις ταινίες του κορυφαίου ισπανού σκηνοθέτη, «Οι γυναίκες φαίνονται όμορφες, ο κόσμος φαίνεται όμορφος». Ακόμα και ο θάνατος φαίνεται όμορφος. «Υπάρχουν κινηματογραφιστές που λένε: αυτός ο κόσμος είναι σκληρός, οπότε η ταινία θα είναι τραχιά. Κανείς δεν πρόκειται να ενθουσιαστεί. Θα φαίνεται αληθινό», συνεχίζει, «Και εγώ λέω, έτσι μοιάζει η ζωή; Η ζωή φαίνεται σκληρή; Αυτή είναι η πραγματικότητα; Ο Πέδρο βλέπει ομορφιά: σε μεγάλους σωρούς φρούτων, σε υπέροχα βιβλία, στα μπουφάν που φοράνε οι άνθρωποι και στο κραγιόν τους. Και είναι, ξέρετε, σαν γιορτή. Μια γιορτή της ζωής, νομίζω».

Στο «Διπλανό Δωμάτιο» η Μουρ υποδύεται την Ινγκριντ, μια επιτυχημένη συγγραφέα, η οποία μετά από χρόνια ξανασμίγει με μια παλιά φίλη, τη Μάρθα (Τίλντα Σουίντον), πολεμική ανταποκρίτρια και αποξενωμένη μητέρα μιας ενήλικης κόρης. Συνατιούνται σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, με θέα σε ένα αστικό τοπίο του Μανχάταν, στο οποίο πέφτει ροζ χιόνι. Η Μάρθα πάσχει από καρκίνο σε τελικό στάδιο. Αδύναμη από τις χημειοθεραπείες και απογοητευμένη από την αποτυχία μιας πειραματικής θεραπείας, αποφασίζει να νοικιάσει ένα σπίτι σε ένα όμορφο μέρος στην εξοχή της Νέας Υόρκης, για να πάρει ένα χάπι ευθανασίας το οποίο έχει προμηθευτεί στη μαύρη αγορά.

Και ζητά από την θερμή και διακριτική φίλη της να είναι εκεί, στο διπλανό δωμάτιο. Πρόκειται για μια τρυφερή, περίεργη ταινία, ένα ντουέτο για τη φιλία, τον χρόνο και το τέλος. Η ομορφιά της διαβάζεται σαν πρόκληση. Απαντώντας σε έναν παλιό εραστή, έναν λέκτορα για την κλιματική κρίση, η Ινγκριντ λέει: «Δεν μπορείς να κυκλοφορείς λέγοντας στους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ζεις μέσα σε μια τραγωδία».

«Οταν ξεκινούν οι ταινίες του Πέδρο, ο καμβάς του φαίνεται τεράστιος και προσωπικός», λέει η Μουρ, ωστόσο «Οταν τελειώνει, όμως, η ταινία, σου φαίνεται πολύ μικρή και προσωπική». Στην πρεμιέρα της Βενετίας, το πλήθος χειροκρότησε για 17 λεπτά, σχεδόν το ένα έκτο του χρόνου προβολής. Και το χειροκρότημα έγινε είδηση. «Αυτό το αίσθημα αμοιβαιότητας ήταν υπέροχο», λέει ο Αλμοδόβαρ στον Guardian μιλώντας επίσης στην Ιβα Γουάιζμαν, «Ενιωσα ότι το κοινό είχε καταλάβει τι θέλαμε να τους πούμε». Αλλά «το χειροκρότημα ήταν τόσο μεγάλο που, αφού ανταλλάξαμε αγκαλιές και φιλιά με τη Τζούλιαν, την Τίλντα και τον αδερφό μου, δεν ξέραμε τι άλλο να κάνουμε, παρά μόνο να χαμογελάσουμε και να βάλουμε τα χέρια μας στην καρδιά μας».

Η Πέδρο Αλμοδόβαρ ήθελε την Τζούλιαν Μουρ για τον ρόλο της Ινγκριντ γιατί ήξερε ότι μπορούσε να είναι «τρομοκρατημένη, φιλική, συμπονετική, θυμωμένη, κατανοητή, πέτρινη, ελαφρώς εκκεντρική, τρυφερή, συμπονετική αλλά χωρίς να το παρακάνει, φοβισμένη και τολμηρή ταυτόχρονα», λέει. Αφού έστειλε στη Σουίντον το σενάριο, ο ισπανός δημιουργός τη ρώτησε ποια νόμιζε ότι έπρεπε να παίξει την Ινγκριντ. Θυμάται ότι του απάντησε με email: «Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά μήπως μου έλεγε άλλο όνομα. Αλλά τα email μας διασταυρώθηκαν: και οι δύο είπαμε Τζούλιαν. Αλληλούια!»

Το να συνεργαστούν, δε, με τη Σουίντον «ήταν ιδιαίτερη ευλογία», λέει ακόμη η Μουρ, «Μας δόθηκε η ευκαιρία να μάθουμε η μία για τη ζωή της άλλης, μιλώντας από το πρωί μέχρι το βράδυ, και ανάμεσα στις σκηνές. Ο Πέδρο πάντα το θαύμαζε: “Εσείς οι δύο μιλάτε, μιλάτε συνεχώς!” Τι ευλογία να έχουμε έναν τέτοιο τρόπο για να γίνουμε φίλες», προσθέτει, «που είμαστε πλέον σίγουρα».

Μετά την πρεμιέρα, ο κόσμος πλησίαζε την Μουρ για να συζητήσουν πρώτα για την ταινία και μετά για τον εαυτό τους. Το έργο του Αλμοδόβαρ, λέει αναστενάζοντας, «κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να αποκαλυφθούν επειδή αισθάνονται ότι η εμπειρία τους κάνει ορατούς. Αυτό που έκανε με αυτήν την ταινία είναι ότι πραγματικά συμπυκνώνει τι σημαίνει να γίνεσαι μάρτυρας κάποιου», λέει η Μουρ, «να τον συνοδεύεις στο πέρασμα στον θάνατο. Για μένα και την Τίλντα, φυσικά, όλα αυτά έρχονται με ανακούφιση. Σε επαναφέρει στο πώς μπορείς να βιώσεις τη ζωή σου, νομίζω, με έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο, με έναν πιο παρόντα τρόπο».

Μερικές φορές η διαδικασία ήταν επώδυνη, παραδέχεται. Εκαναν γυρίσματα στη Μαδρίτη, μακριά από τον σύζυγό της (τον σκηνοθέτη Μπαρτ Φρόιντλιχ, τον οποίο γνώρισε στα γυρίσματα της ταινίας του «The Myth of Fingerprints» το 1996) -στην οποία πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Ρόι Σάιντερ- και τα δύο ενήλικα παιδιά τους, και το θέμα ήταν, παραδέχεται, «βαρύ». Αλλά την ίδια στιγμή, «υπέροχο, γιατί λες, “πρέπει να είμαι σε εγρήγορση. Πρέπει να ζω την ιδέα της θνητότητας όλη την ώρα”».

«Οι ταινίες του είναι σαν όνειρο», λέει η Μουρ χαμογελώντας, «Δεν είναι ακριβώς αληθινές, αλλά τα θέματά τους είναι πολύ αληθινά, είναι προσωπικά, είναι πολιτικά. Είναι όλα τα πράγματα της ζωής». Οσον αφορά την πολιτική, πώς αντιμετωπίζει η ίδια θέματα, όπως ο θάνατος και η κλιματική κρίση, που διερευνά ο ισπανός δημιουργός; «Μερικές φορές αισθάνομαι πρόκληση, γιατί είμαι απλώς ένας άνθρωπος που καλείται να κάνει μεγάλες διακηρύξεις για το τέλος του κόσμου!», λέει.

«Προσπαθείς να είσαι καλός άνθρωπος. Ξέρεις, προσπαθείς να είσαι ζωντανός. Προσπαθείς να κάνεις ό,τι μπορείς στη δική σου σφαίρα και να φτάσεις όσο πιο μακριά μπορείς», λέει η Μουρ μιλώντας στον Guardian. Λατρεύει το βιβλίο του Νικ Χόρνμπι, «How To Be Good», γιατί, «στο τέλος, το μόνο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι δεν μπορείς. Αντίθετα, βρίσκεις παρηγοριά στην τέχνη, στον χρόνο και στις σχέσεις. Οι άνθρωποι αγαπούν την αφήγηση, όλοι αγαπάμε μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Αλλά δεν το έχουμε αυτό στη ζωή μέχρι να πεθάνουμε. Και δεν ξέρουμε καν ποια είναι η ιστορία, γιατί δεν είμαστε εκεί για να δούμε το τέλος. Ετσι, στην πραγματικότητα, έχουμε αυτή την προσδοκία ότι η ζωή θα είναι έτσι…», όπου το α) οδηγεί στο β), οδηγεί στο γ), κ.λπ., «Συνεχίζουμε να λέμε αυτές τις ιστορίες για να έχουμε αυτό το είδος παρηγοριάς. Αλλά νιώθω ότι η ζωή είναι περισσότερο έτσι…», λέει μιμούμενη μια μακριά, ταλαντευόμενη γραμμή. «Απλώνεται οριζόντια και δεν ξέρουμε πού πηγαίνει. Και έτσι είναι… πρόκληση!»

Πολλοί σκηνοθέτες, με τους οποίους συνεργάστηκε η Μουρ, έχουν αναφερθεί στον μαγικό της τρόπο με τη σιωπή, και στα πράγματα που λέει όταν δεν λέει τίποτα. «Ενα από τα καλύτερα πράγματα της Τζούλιαν εκτός από το εξαιρετικό ταλέντο τόσο στην κωμωδία όσο και στο δράμα, είναι η σωματική της διάπλαση που της επιτρέπει να παίζει οποιοδήποτε είδος χαρακτήρα με την ίδια ένταση», λέει στον Guardian ο Αλμοδόβαρ. «Και ξέρει να ακούει. Εχει επίσης μια φανταστική βαθιά φωνή», προσθέτει σκεφτικός, «Θα έπρεπε να τραγουδήσει». Η Μουρ εξηγεί, σχετικά: «Πάντα ψάχνεις αυτό που νιώθεις ότι είναι ανθρώπινο. Ενα από τα πράγματα σχετικά με την υποκριτική, που είναι πάντα πρόκληση, είναι ότι πρέπει να κάνεις όλη αυτή την προετοιμασία και στη συνέχεια να είσαι έτοιμος να αφεθείς ώστε να συμβεί πραγματικά. Οπότε νομίζω ότι μέρος του να είσαι σιωπηλός είναι να αφήνεις κάτι να σου συμβεί ενώ είσαι μπροστά στην κάμερα».

Είναι χρήσιμα αυτού του είδους τα μαθήματα υποκριτικής και για την πραγματική ζωή; «Πραγματικά είναι, γιατί πολύ συχνά στη ζωή έχουμε μια προσδοκία για το πώς θα συμβεί κάτι. Τότε, ακριβώς όταν σκέφτομαι ότι είμαι ανοιχτή σε κάθε πιθανότητα, κάτι έρχεται και με εκπλήσσει. Στην υποκριτική, θέλεις να προσπαθήσεις να είσαι χωρίς δέρμα. Γιατί θέλεις να σου συμβούν αυτά. Πρόκειται για την κατάργηση αυτών των φραγμών. Στη ζωή, είναι πολύ δύσκολο να είσαι έτσι, γιατί θέλεις να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Αλλά νομίζω ότι, τελικά, είσαι περισσότερο σε επαφή με το ποιος είσαι πραγματικά και τι θέλεις και πώς επικοινωνείς αν μπορείς να είσαι έτσι», απαντάει. Ακατέργαστη και χωρίς δέρμα. «Απλά είναι δύσκολο!», τονίζει.

Στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, «υπάρχει αυτή η τεράστια ελευθερία. Δεν ξέρω γιατί σε κάποιους από εμάς αρέσει να το κάνουμε αυτό. Αλλοι άνθρωποι βρίσκουν την ελευθερία τους σε άλλα μέρη. Αλλά μπορώ να μεταβολίσω πολλά συναισθήματα και ιδέες ενώ παίζω». Πού αλλού βρίσκει την ελευθερία; «Στις σχέσεις. Στη φιλία. Βρίσκω πολλή ελευθερία  απλά και όταν περπατάω. Μου αρέσει να διαβάζω, μου αρέσει το design, μου αρέσει η κεραμική», απαντάει.

Οταν τα παιδιά της ήταν μικρά, πριν από 20 χρόνια, την επισκέπτονταν στο πλατό για μεσημεριανό γεύμα. «Οντας γονιός, υπάρχει ένας τεράστιος όγκος κατακερματισμού. Αλλά μου άρεσε το γεγονός ότι είχα άλλες ευθύνες, άλλα πράγματα στα οποία έπρεπε να στραφώ». Ο γιος της ήταν τριών ετών όταν γύριζε τις «Ωρες» με τη Νικόλ Κίντμαν και τη Μέριλ Στριπ, «και ήταν μαζί μου όλη την ώρα. Μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες μου ήταν να γυρίσω σπίτι, γιατί δεν πήγαινε να κοιμηθεί αν δεν ήμουν στο κρεβάτι μαζί του. Ο χαρακτήρας μου ήταν πολύ καταθλιπτικός, και όλα ήταν πολύ περίπλοκα. Δεν του άρεσε το γεγονός ότι ο χαρακτήρας μου ήταν έγκυος, χτυπούσε την κοιλιά μου και προσπαθούσε να τη βγάλει».

Η Μουρ ήταν 37 ετών όταν απέκτησε το πρώτο της παιδί, αλλά «οι άνθρωποι ρωτούσαν για την ηλικία μου από τότε που ήμουν 28 ετών. Συχνά σε συνεντεύξεις και μου λένε: “Συγγνώμη που κάνω αυτήν την ερώτηση, ο αρχισυντάκτης μου είπε ότι έπρεπε…” Επειδή οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι γυναίκες θέλουν να διαβάσουν γι’ αυτό», λέει. Τι πιστεύει εκείνη; «Νομίζω ότι κανείς δεν θέλει να καθορίζεται από το πόσο χρονών είναι. Στα παιδιά δεν αρέσει να τους λένε “Λοιπόν, είσαι σε αυτήν την ηλικία, άρα Χ” και όταν είσαι 30, δεν θέλεις να σου λένε “είσαι 30, θα πρέπει να αρχίσεις να ανησυχείς” και όταν είσαι 60, δεν θέλεις να ακούς, “Δεν νομίζεις ότι πρέπει να το τελειώσουμε αυτό τώρα;” Είναι ένας πολύ περιοριστικός τρόπος να ορίσεις κάποιον όταν, στην πραγματικότητα, απλώς όλοι έχουν εμπειρίες… του πώς να είναι ζωντανοί».

Και συνεχίζει: «Ολοι έχουμε έναν κύκλο ζωής. Νιώθουμε σαν να είμαστε πάντα στη μέση και να μην ξέρουμε το τέλος. Μερικές φορές οι ηλικιακές ερωτήσεις είναι στην πραγματικότητα για τη δουλειά, ξέρετε, αλλά μετά η βαθύτερη ερώτηση», λέει, «και εδώ επιστρέφουμε στο σκοτεινό μέρος αυτής της συνέντευξης… η βαθύτερη ερώτηση είναι για τη θνητότητα». Η Μουρ θυμάται στη συνέχεια κάτι που είπε η Γκλόρα Στάινεμ: Αν δεν υπάρχει ισότητα, οι γυναίκες θα συνεχίσουν να εκτιμώνται μόνο για τη νεότητα και την ομορφιά τους. «Αλλά αν έχεις αυτονομία, αν έχεις εξουσία, τότε το πού βρίσκεσαι στη ζωή σου δεν έχει μεγάλη σημασία. Θέλεις να μπορείς να τα ζήσεις όλα αυτά και να ξέρεις ότι όλα έχουν αξία», παρατηρεί.

Οσο για το αναπόφευκτο τέλος, στις σκηνές με την Σουίντον ως Μάρθα στο νοσοκομείο, ένιωσε ότι ενώ μπορεί να μην μπορείς να σώσεις κάποιον, μπορείς να βοηθήσεις απλά όντας εκεί. Επαναλαμβάνει την ατάκα: «Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ζεις μέσα σε μια τραγωδία», είτε σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, είτε σε πόλεμο, είτε σε έναν κατεστραμμένο πλανήτη. «Η ζωή είναι σκληρή, ο θάνατος είναι σκληρός, η λύπη είναι σκληρή, η θλίψη, όλα αυτά τα πράγματα με τα οποία ζούμε. Δεν μπορείς να πεις “Ω, ξέχνα το. Αποσύρομαι”. Πρέπει να είσαι παρών σε αυτό. Ζεις με αυτό», λέει, και προσθέτει, «Αυτό είναι η ζωή. Εχουμε παιδιά και πάμε σινεμά και μιλάμε έτσι. Επιμένουμε!»