Μερικά χιλιόμετρα πάνω από τη Μάρπησσα, στα νοτιοανατολικά της Πάρου, προς τη μονή του Αγίου Γεωργίου Λαγγάδας, συναντά κανείς αρκετά ενοικιαζόμενα, ακόμη περισσότερα νεόκτιστα σπίτια και το «Πάρειον» τυροκομείο. Η Κατερίνα Μόσχου, με τον σύζυγό της και το 16 μηνών παιδί τους, ζουν εδώ και κάνουν αυτό ακριβώς που λέει η ονομασία της επιχείρησής τους: παράγουν τυρί.
Πριν από κάμποσα χρόνια αυτό δεν θα αποτελούσε είδηση. Ακόμη και πριν από λίγα χρόνια, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, το παρόν κείμενο θα εμφανιζόταν με άλλη μορφή, πιθανώς, σε κάποιο ΜΜΕ: «Η γεωπόνος που άφησε την πρωτεύουσα και αναζητά καλύτερο μέλλον στην επαρχία, επιστροφή στη φύση και στην πρωτογενή παραγωγή, μπλα μπλα».
Η αλήθεια είναι ότι η Κατερίνα έκανε πράγματι ακριβώς αυτό. Μετά από μερικά χρόνια στην Κύπρο, όπου εργαζόταν σε μεγάλη εταιρεία τροφίμων, επέστρεψε το 2013 στην Αθήνα, συγκέντρωσε χρήματα και έγγραφα και πήγε το 2017 στο νησί της μητέρας της, την Πάρο, για να φτιάξει στην οικογενειακή γη, όχι άλλο ένα ρουμάδικο ή πολυτελές ξενοδοχείο, αλλά ένα παραδοσιακό τυροκομείο.
Το 2017 ήταν ακόμη trendy η «επιστροφή στη γη», δεν είχαμε μπει στον ιλιγγιώδη στροβιλισμό του τουρισμού, και μας προέτρεπαν να φυτέψουμε λαχανόκηπους ακόμη και στο μπαλκόνι του σπιτιού μας. Ηταν η περίοδος που οι «μικρές οικογενειακές» επιχειρήσεις νέων ανθρώπων που επέστρεφαν στους τόπους καταγωγής τους για να ασχοληθούν με την πρωτογενή παραγωγή ανθούσαν και πολυδιαφημίζονταν ως παραδείγματα.
Η Κατερίνα ξεκίνησε με 50 κατσικάκια και σταδιακά έφτασε τα 300 αιγοπρόβατα. Ανάλογη πορεία είχε και ο εξοπλισμός της. Αρχισε να παράγει τυρί από αιγοπρόβειο γάλα, κατά την παράδοση του τόπου, και να το πουλάει σε τοπικά καταστήματα. «Είναι πολύ σκληρή δουλειά», λέει, «διότι για να επιβιώσει η επιχείρηση πρέπει να κάνεις πολλή προσωπική εργασία». Κάτι που οι περισσότεροι δεν θέλουν να κάνουν «και είναι κατανοητό, άλλες δουλειές είναι πολύ πιο εύκολες». Τέλος πάντων, με πολλή προσωπική εργασία, όλα έδειχναν καλά.
Και μετά, το μοντέλο ανάπτυξης του τόπου (της χώρας εν συνόλω, για την ακρίβεια), άλλαξε. Ο τουρισμός ήταν πάντα στο κάδρο, αλλά πλέον εκτόπισε όλα τα άλλα. Ο γείτονάς της, ο οποίος έχτιζε βιλίτσα στο από κάτω οικόπεδο, άρχισε να φωνάζει ότι του «ρίχνει την αξία της γης του», επειδή τα κατσικάκια μυρίζουν και βελάζουν, την καλούσε να του δείξει τα έγγραφα της επιχείρησής της αναζητώντας κάποια παρανομία και στο τέλος τής έστειλε εξώδικο για τις «ενοχλήσεις» αυτές. Οταν πούλησε το οικόπεδο και τη βιλίτσα σε κάποιους ξένους η κατάσταση ηρέμησε, έως ότου αυτοί με τη σειρά τους το πουλήσουν σε κάποιον που θα ενοχλείται ξανά.
«Γύρισα στο νησί επειδή ονειρευόμουν όσα είχα ζήσει στα παιδικά μου χρόνια» λέει η ίδια. «Τη γιαγιά μου που τυροκομούσε και όργωνε με τα μουλάρια». Δεν ήθελε να αναπαράξει αυτό ακριβώς, αλλά να το συνεχίσει. «Εγώ μας λέω ρομαντικούς· τρελούς ρομαντικούς εμάς που το κάνουμε αυτό» λέει γελώντας.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία αποτελούν, σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου το 3,6%-4% του ΑΕΠ της χώρας. Η ελληνική κτηνοτροφία «πεθαίνει», καθώς οι υψηλές τιμές των ζωοτροφών και του ενεργειακού κόστους, καθώς και η μείωση του παραγόμενου αιγοπρόβειου και αγελαδινού γάλακτος συνθλίβουν το εισόδημα των κτηνοτρόφων, βάζοντας ταφόπλακα σε έναν παραγωγικό κλάδο που στηρίζει την ύπαιθρο, τις τοπικές οικονομίες, αλλά και την εθνική οικονομία.
Αυτή η κατάσταση οδηγεί μαθηματικά στην αύξηση των εισαγωγών σε γαλακτοκομικά προϊόντα, στην απώλεια θέσεων εργασίας (και από τη μεταποίηση), ενώ ο τελικός αποδέκτης, ο καταναλωτής, δεν θα έχει πρόσβαση σε φθηνά ελληνικά ποιοτικά προϊόντα. Γι’ αυτό έχει φτάσει να πληρώνει το γάλα σαν να είναι υγρό χρυσάφι. «Τα χρόνια που είμαι εδώ έχει χαθεί μεγάλο μέρος των ζώων, οι κτηνοτρόφοι και όσοι ξέρουν λένε έως και το 50%» λέει η Κατερίνα για την Πάρο, ένα νησί που «χορεύει» πλέον σχεδόν αποκλειστικά στον ρυθμό του τουρισμού και του οικοδομικού οργασμού.
Μπορεί ο τουρισμός να συνυπάρξει με την πρωτογενή παραγωγή;
Αυτά τα δύο –τουρισμός και πρωτογενής παραγωγή– συγκρούονται όλο και περισσότερο. «Οταν γίνεται όργωμα, κάποιοι παραπονούνται ότι σηκώνεται σκόνη, άλλους τους ενοχλούν οι καλαμιώνες επειδή τους “κόβουν τη θέα”, ένας ξενοδόχος είπε ότι κάποιοι πελάτες παραπονέθηκαν για τα γαϊδουράκια στο πλαϊνό κτήμα που γκάριζαν, οι μέλισσες ενός μελισσοκόμου “θυμώνουν” κάποιους» λέει η Κατερίνα, περιγράφοντας τον ακήρυχτο αυτόν πόλεμο, τον οποίο, φυσικά, κερδίζει η τουριστική ανάπτυξη.
Είναι, όμως, πράγματι αναπόφευκτος ο πόλεμος; Πριν από λίγες ημέρες έγραφα για τις προσδοκίες των επισκεπτών της χώρας, που διαψεύδονται συχνά από αυτό που βρίσκουν εδώ. «Οι Κυκλάδες αγαπήθηκαν σε όλον τον πλανήτη ακριβώς για όλα αυτά τα πράγματα που τώρα “ενοχλούν”» συνοψίζει τις σκέψεις μου η Κατερίνα. Οι τουρίστες θέλουν τα τοπικά προϊόντα, τα οποία εξαφανίζονται, θέλουν την παραδοσιακή παραγωγή που αργοπεθαίνει, θέλουν εν τέλει μια κυριολεκτική γεύση Ελλάδας. Γάλα μαζικής παραγωγής έχουν και στις χώρες τους. Και, κατά κανόνα, φθηνότερο.
Την ώρα που μιλούσα με την Κατερίνα, αναρωτήθηκα «γιατί δεν κάνουμε αγροτουρισμό;». Τη ρώτησα λοιπόν αν θα μπορούσε να «παντρευτεί» η πρωτογενής παραγωγή με τον τουρισμό και ανοίξαμε ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο.
Δεν είναι αιθεροβάμων, δεν ζει σε παράλληλο σύμπαν, «έγιναν πολλές κακοδιαχειρίσεις και παρατυπίες με τις αγροτικές επιδοτήσεις», μου λέει, «γι’ αυτό ο κόσμος είναι δύσπιστος με τους αγρότες. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, όμως, τελικά είναι αυτοί που κρατάνε τη γη στα δικά μας χέρια και τους ανθρώπους στην επαρχία. Αλλιώς η γη θα ερημώσει και θα πουληθεί σε ξένους. Ο αγροτουρισμός θα μπορούσε να λειτουργήσει αν γίνει σωστά». Τι σημαίνει σωστά; Οχι «για τα μάτια του κόσμου και τις επιδοτήσεις. Στους ξένους αρέσει και μπορεί να οδηγήσει σε ένα βιώσιμο αποτέλεσμα, αλλά πρέπει να γίνει σωστά και με σύστημα, όχι επιφανειακά και τσαπατσούλικα».
Η Κατερίνα Μόσχου, όπως και όλοι μας νομίζω, δεν είναι εναντίον του τουρισμού. Ακριβώς το αντίθετο. Αλλά, όπως και όλοι μας νομίζω, είναι κυρίως υπέρ του τόπου. Περνάμε πολλή ώρα μιλώντας για την Πάρο όπως τη ζει εκείνη τον χειμώνα –«είναι ένα τόπος με ζωή, με κοινότητες και δράσεις, δεν πεθαίνουμε όταν φεύγουν οι τουρίστες»–, για την παράδοση, για την κυκλαδίτικη τυροκομία που έχει μπει στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά. «Τα παραδοσιακά προϊόντα μας συνδέουν το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον», λέει η Κατερίνα, «είναι φάρος η παράδοση, είναι μνήμη για μας και για τους επισκέπτες μας εξίσου».
Η Πάρος είναι ένα από τα νησιά που έχουν δει τεράστια και εν πολλοίς ανοριακή τουριστική «ανάπτυξη» τα τελευταία χρόνια. Η τιμές της γης –που χτίζεται αλόγιστα– έχουν γίνει απαγορευτικές και η έλλειψη των ζωτικών πόρων είναι η βασική αγωνία όλων. Οι κάτοικοι και όσοι ασχολούνται με τη γη και τα ζώα φοβούνται ότι τον Σεπτέμβριο δεν θα έχουν νερό, το οποίο ήδη δεν επαρκεί αλλά υπερκαταναλώνεται. Οι υπηρεσίες του νησιού και οι υποδομές επίσης δεν επαρκούν. Τους μήνες της τουριστικής σεζόν οι δρόμοι πήζουν, τα σκουπίδια συσσωρεύονται, οι τιμές ανεβαίνουν κατακόρυφα, «ο κόσμος δεν μπορεί να μείνει ευχαριστημένος, όσο κι αν προσπαθήσουμε».
Κάπου στο βάθος, πίσω από τις κόρνες των αυτοκινήτων και τις μουσικές από τα μπαρ, τα γαϊδουράκια γκαρίζουν και τα κατσικάκια βελάζουν. Σε ένα βουκολικό μελόδραμα θα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως εδώ δεν γράφεται βουκολικό μελόδραμα, αλλά κάποιου άλλου είδους έργο, που όλοι ελπίζουμε να μην εξελιχθεί στη μελλοντική μας τραγωδία. Και δεν γράφεται μόνο στην Πάρο, αλλά απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα.