Οταν ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ μεγάλωνε στη Σατορού, μία απρόσωπη πόλη στην κεντρική Γαλλία, έβγαζε λεφτά πουλώντας τσιγάρα και ουίσκι στους στρατιώτες μιας τοπικής βάσης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. «Ηταν ένας εγκληματίας, αλλά ήταν κι έξυπνος. Ηξερε πότε να σταματάει», ανέφερε πρόσφατα σε τηλεοπτική συνέντευξή του ο Αλέν Ντεπαρντιέ, ο μεγαλύτερος αδελφός του. Πλέον, όμως, αρκετοί, τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό, διερωτώνται κατά πόσο ισχύει αυτό: το ότι η πιο σημαντική και η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του σύγχρονου γαλλικού κινηματογράφου ξέρει όντως πότε να σταματάει.
Γιατί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αποκαλύφθηκε ότι οι γαλλικές αρχές άσκησαν ποινική δίωξη εναντίον του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ο οποίος κατηγορείται ότι τον Αύγουστο του 2018 επιτέθηκε σεξουαλικά και βίασε, τελικά, δύο φορές μάλιστα, μία 22χρονη, εκείνη την περίοδο, ηθοποιό και κόρη οικογενειακών φίλων του.
Η νεαρή γυναίκα υπέβαλε σχεδόν αμέσως μετά μήνυση, αλλά τον Ιούνιο του 2019 η εισαγγελία έθεσε στο αρχείο την προκαταρκτική έρευνα λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων. Τον περασμένο Αύγουστο, ωστόσο, η ενάγουσα κατάφερε την επανέναρξη των ερευνών, καταθέτοντας νέα μήνυση, ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του Ντεπαρντιέ.
«Για μένα οι έρευνες είχαν ολοκληρωθεί, είμαι αθώος και δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Για αυτό ήμουν πάντα τόσο ήρεμος, χάρη στην επίγνωση της παντελούς αβασιμότητας των κατηγοριών. Ωστόσο, το γνώριζα και ήμουν προετοιμασμένος για αυτό το ενδεχόμενο, που θα αντιμετωπίσω τώρα χωρίς φόβο και έχοντας εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, δεν υπάρχει τίποτα εναντίον μου και είμαι, οπότε, πραγματικά ήρεμος. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, πέρα από το να αρνηθώ με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, όπως έχω ήδη κάνει ενώπιον των ανακριτών, όλες τις κατηγορίες. Την 10η Μαρτίου θα παραστώ στο δικαστήριο και θα έχω τη δυνατότητα να επαναλάβω ό,τι έχω ήδη δηλώσει για να αποδείξω την αθωότητά μου», υπογράμμισε ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, μιλώντας τηλεφωνικώς με τον Γκουίντο Αντρουέτο της ιταλικής La Repubblica.
Μάλιστα ο 72χρονος ηθοποιός είναι τόσο ήρεμος, που συνεχίζει να συμμετέχει κανονικά στα γυρίσματα της νέας ταινίας του Πατρίς Λεκόντ, «Ο Μαιγκρέ και το νεκρό κορίτσι», που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Ζορζ Σιμενόν. Ο Ντεπαρντιέ, ο οποίος υποδύεται, φυσικά, τον περίφημο επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ, ανέφερε στον ιταλό δημοσιογράφο «ότι είμαι κάποιος που έχει εμπιστοσύνη στη ζωή, στους άλλους, δεν είμαι καχύποπτος, αλλά συνήθως κάπως έτσι δέχεται κανείς χτυπήματα στα δόντια. Δεν μπορώ να κάνω κάτι, είμαι πραγματικά ήρεμος».
Δεδομένου, ωστόσο, ότι το κλίμα στη Γαλλία είναι ιδιαίτερα τεταμένο, εξαιτίας μιας σειράς σεξουαλικών σκανδάλων που αποκαλύφτηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να πληγεί περαιτέρω η ήδη αμαυρωμένη φήμη του ταλαντούχου, ομολογουμένως, ηθοποιού.
Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει σε κείμενό του ο Ανταμ Σέιτζ, o ανταποκριτής των λονδρέζικων Times στο Παρίσι, αναφέροντας ότι «υπήρξε κάποια περίοδος, πριν από μία δεκαετία περίπου, κατά την οποία οι Γάλλοι μπορούσαν να συγχωρήσουν τα πάντα στον Ντεπαρντιέ» – από το να εμφανίζεται σε κατάσταση απόλυτης μέθης στην τηλεόραση και να εκστομίζει βρισιές, έως το να ουρεί μέσα σε ένα άδειο μπουκάλι κατά τη διάρκεια μιας πτήσης.
Οταν ο σκηνοθέτης Ζαν-Πολ Ραπενό τού επισήμανε ότι η περιφέρειά του ήταν ιδιαίτερα μεγάλη για να είναι πιστευτός στον ρόλο του Σιρανό ντε Μπερζεράκ, ενός συγγραφέα που δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα, ο Ντεπαρντιέ αντέδρασε οργισμένα. Αρχισε να ουρλιάζει ότι δεν θέλει να ακούσει ποτέ ξανά την λέξη «παχύς» και μετά μέθυσε τόσο πολύ, που κατέληξε να σπάσει έναν καθρέφτη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο οποίο είχε καταλύσει. Στη συνέχεια, ωστόσο, κατάφερε με την ερμηνεία του στην ταινία να κερδίσει το 1990 το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών.
Οι εκατομμύρια θαυμαστές του Ντεπαρντιέ στη Γαλλία δεν είχαν κανένα πρόβλημα με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του ούτε με τα όποια συχνά ατοπήματά του, καθώς οι ερμηνείες του ηθοποιού σε έργα όπως η «Πράσινη κάρτα» και το «Ζαν ντε Φλορέτ» και πολλά άλλα, τόνωναν την εθνική υπερηφάνειά τους.
Οι όποιες υπερβολές του –όπως «το ότι κατέβαζε μπουκάλια ουίσκι ή καταβρόχθιζε ολόκληρα κοτόπουλα ή οδηγούσε το μηχανάκι του μεθυσμένος στο Παρίσι για να πάει να αγοράσει κουσκούς» αναφέρει ο βρετανός δημοσιογράφος– ερμηνεύονταν θετικά, «ως αποδεικτικά στοιχεία του τεράστιου χαρακτήρα του, της ακόρεστης όρεξης του, της άρνησής του να περιορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις».
Ο Γάλλοι δεν θύμωσαν μαζί του ούτε όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, το 2012, και να εγκατασταθεί στην πόλη Νεσίν του Βελγίου, ούτως ώστε να αποφύγει την υψηλή φορολογία (75%) που είχε επιβάλει τότε η κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ στα εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ.
Ομως η επιείκεια των Γάλλων άρχισε σταδιακά να εξαντλείται από το 2013 και μετά, χρονιά κατά την οποία στη ζωή του πιο διάσημου ηθοποιού της Γαλλίας εισήλθε ο πρόεδρος της Ρωσίας. Ο Βλαντίμιρ Πόυτιν προσέφερε στον Ντεπαρντιέ ένα ρωσικό διαβατήριο κι εκείνος τον ευχαρίστησε, δηλώνοντας ότι αισθανόταν σαν το σπίτι του περισσότερο στη Ρωσία παρά στη Γαλλία.
Στη συνέχεια, φίλος του Ντεπαρντιέ έγινε ξαφνικά και ο Ραμζάν Καντίροφ, ο αυταρχικός και στυγνός ηγέτης της Τσετσενίας, ο οποίος παρέθεσε γκαλά την ίδια χρονιά προς τιμήν του, με τον ηθοποιό να φωτογραφίζεται αγκαλιά μαζί του. Επειτα από μία διετία, την εύνοια του «Οβελίξ» του γαλλικού κινηματογράφου κέρδισε και ένας άλλος αυταρχικός ηγέτης, ο Αλεξάντερ Λουκασένκο της Λευκορωσίας. Αφότου απαθανατίστηκαν μαζί να θερίζουν ένα χωράφι, ο Ντεπαρντιέ δήλωσε ότι η πρώην σοβιετική δημοκρατία είναι «σαν την Ελβετία».
Συνέχισε, ωστόσο, να γυρίζει ταινίες στη Γαλλία, ενώ φέτος αναμένεται να προβληθούν τέσσερα έργα στα οποία συμμετείχε. Αποτελεί, όμως, γεγονός ότι ο πολυβραβευμένος και ταλαντούχος ηθοποιός δεν συγκινεί τα πλήθη όπως κατά το παρελθόν. Φέρεται να μην μπορεί πλέον, ή να μην θέλει, να αποστηθίζει τους ρόλους του και να χρειάζεται απαραιτήτως υποβολέα, ενώ σκηνοθέτες που κάποτε ανέχονταν τις όποιες ιδιοτροπίες του βρίσκονται πλέον σε απόγνωση, λόγω της συμπεριφοράς του, κυρίως εξαιτίας της άρνησής του όχι μόνον να απενεργοποιεί το τηλέφωνό του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αλλά και να απαντάει κιόλας. «Δεν μπορώ να τον καταλάβω πλέον. Εχει καταστεί ιδιαίτερα απρόβλεπτος και μπορεί να γίνει ιδιαίτερα προκλητικός», παραδέχεται ακόμα και ο αδελφός του.
Ο δημοσιογράφος των Times μάς πληροφορεί ότι ο πατέρας του Ζεράρ Ντεπαρντιέ ήταν ένας «αγράμματος και μέθυσος» σιδηρουργός, ενώ η μητέρα του νοικοκυρά. Ο μετέπειτα εθνικός ηθοποιός της Γαλλίας ήταν ένα από τα πέντε παιδιά τους, τα οποία μεγάλωσαν φτωχικά και δίχως τους γονείς τους να τα νουθετούν και να τα ελέγχουν.
«Είναι το παιδί γονιών που δεν του απαγόρευσαν τίποτα, οπότε κατέληξε να έχει μία σχέση με την ελευθερία η οποία ήταν σχεδόν άγνωστη μεταξύ των μελών της γενιάς του», εξήγησε ο Ζεράρ Μιλέρ, ένας διακεκριμένος γάλλος ψυχαναλυτής, ο οποίος το 2015 συμμετείχε στην παραγωγή ενός ντοκιμαντέρ για τον Ντεπαρντιέ.
Γεννημένος την 27η Δεκεμβρίου του 1948, ο Ντεπαρντιέ εγκατέλειψε το σχολείο στην ηλικία των 13 ετών, κερδίζοντας στη συνέχεια αρκετά χρήματα χάρη στο λαθρεμπόριο τσιγάρων και ποτών. Στον ελεύθερο χρόνο του συνήθιζε να πηγαίνει στο σταθμό της γενέτειράς του και να χαζεύει τα τρένα που έφευγαν με προορισμό το Παρίσι. Εως την ημέρα που επιβιβάστηκε σε ένα από αυτά, σε ηλικία 16 ετών, ακολουθώντας έναν φίλο του που ήθελε να γίνει ηθοποιός.
Φτάνοντας στην Πόλη του Φωτός, ο Ντεπαρντιέ αποφάσισε κι εκείνος να δοκιμάσει την τύχη του στην ηθοποιία και παρότι ήταν τελείως ακατάρτιστος και κάθε άλλο παρά εξοικειωμένος με τα υψηλά καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά ιδανικά του Παρισιού της δεκαετίας του 1960, κατάφερε χάρη στο ταλέντο του να διακριθεί, αρχικά στο θέατρο και στη συνέχεια και στον κινηματογράφο. Εως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας είχε καταστεί πασίγνωστος στη Γαλλία, ενώ είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη πότη και σαγηνευτή.
Το 1970 παντρεύτηκε με τη γαλλίδα ηθοποιό Ελιζαμπέτ Γκινιό, με την οποία απέκτησαν έναν γιο και μία κόρη, ενώ σύναψε σχέσεις και με άλλες σταρ του σινεμά, όπως η Καρίν Σιλά (με την οποία απέκτησαν μία κόρη) και η Καρόλ Μπουκέ, γνωστή εκτός της Γαλλίας για τον ρόλο της στην ταινία «For Your Eyes Only» με τον Ρότζερ Μουρ ως Τζέιμς Μποντ.
Εως και πριν από μία δεκαετία ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ καυχιόταν για τις κατακτήσεις του μεταξύ του γυναικείου πληθυσμού, δηλώνοντας χαρακτηριστικά «ότι δεν τρέχω πλέον πίσω από όμορφα μικρά πραγματάκια, τρέχουν αυτά πίσω μου». Εκείνη την περίοδο, παρόμοιες δηλώσεις κάθε άλλο παρά σκανδάλιζαν τη γαλλική κοινωνία, η οποία θεωρούσε ότι ήταν «απρόσβλητη από τον αγγλοσαξονικό πουριτανισμό». Τώρα, όμως, που «σχεδόν κάθε εβδομάδα» κατηγορίες για σεξουαλικές επιθέσεις και βιασμούς κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, η Γαλλία «δεν φαίνεται πλέον τόσο σίγουρη για τα σεξουαλικά ήθη της, ενώ η χονδροειδής συμπεριφορά του Ντεπαρντιέ φαίνεται ξεπερασμένη», υποστηρίζει σχεδόν χαιρέκακα ο βρετανός δημοσιογράφος.
Ωστόσο στην ανταπόκρισή του από το Παρίσι δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι πολλοί στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένων και φίλων του Ντεπαρντιέ, λένε πως άρχισε να επιδεικνύει έντονα αυτοκαταστροφικές τάσεις μετά τον θάνατο του γιου του. Ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ πέθανε από πνευμονία το 2008, έπειτα από μόλις 37 χρόνια ζωής, η οποία σημαδεύτηκε από τα ναρκωτικά, τα μπλεξίματα του με την αστυνομία, έναν ακρωτηριασμό, αλλά και την τεταμένη σχέση του με τον πατέρα του. Σύμφωνα με τον κριτικό κινηματογράφου Μπρουνό Κρας, από τότε ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ άρχισε να αγνοεί ολοένα περισσότερο τα συναισθήματα των ανθρώπων γύρω του. «Πιστεύω πως τον καταδιώκουν οι δαίμονες της παιδικής του ηλικίας», σημείωσε.