Πριν από περισσότερα από τριάντα χρόνια, την 8η Δεκεμβρίου του 1991, στις εννέα το βράδυ ακριβώς, ώρα Μόσχας, η κρατική τηλεόραση ανακοινώνει στους τότε 294 εκατομμύρια πολίτες των 15 σοβιετικών σοσιαλιστικών Δημοκρατιών πως η ΕΣΣΔ έχει πάψει να υφίσταται νομικά. Επειτα από περίπου δύο εβδομάδες, την 25η Δεκεμβρίου του 1991, η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο υποστέλλεται από το Κρεμλίνο ενώ ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο άνθρωπος που αποπειράθηκε να αποτρέψει την κατάρρευση του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κράτους στον κόσμο, μιας πολυεθνικής αυτοκρατορία συνολικής έκτασης 22,4 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, παραιτείται από την προεδρία της ΕΣΣΔ.
Το απόγευμα της 30ης Αυγούστου του 2022, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 91 ετών σε νοσοκομείο της Μόσχας. Οσον αφορά το αποτύπωμά του στην Ιστορία, παρότι διήρκεσε μόλις έξι χρόνια το πέρασμά του από την εξουσία (1985-1991), είναι αδιαμφισβήτητο πως άλλαξε τον ρου του 20ου αιώνα, συμβάλλοντας με τις πολιτικές του στην ολοκλήρωση ενός κεφαλαίου που άρχισε με την Οκτωβριανή Επανάσταση και ολοκληρώθηκε με την αναίμακτη λήξη του Ψυχρού Πολέμου αλλά και την κατάρρευση της ήδη παρηκμασμένης σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Πριν από σχεδόν εννέα μήνες, τον Δεκέμβριο του 2021, με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, δημοσιογράφοι της ιταλικής La Repubblica επέστρεψαν στο παρελθόν, στις εβδομάδες και τις ημέρες πριν από την παραίτηση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η οποία αποτέλεσε τον επίλογο της «απόπειρας να παγιδευτεί το παρελθόν και το μέλλον στην αιωνιότητα της Επανάστασης», γράφουν οι Ενρίκο Φραντσεσκίνι, Ετσιο Μάουρο και Φιαμέτα Κουκούρνια στην εκτενή αφήγησή τους.
Κάποτε στο Κρεμλίνο
«Vsjò normalno», «όλα φυσιολογικά», με την έννοια του «όλα καλά», «όλα εντάξει». Με αυτήν την καθησυχαστική φράση αποχαιρέτησε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τον Ενρίκο Φραντσεσκίνι, επικεφαλής ανταποκριτή της ιταλικής La Repubblica στη Μόσχα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, την 26η Δεκεμβρίου του 1991, την επομένη της παραίτησής του από την προεδρία της ΕΣΣΔ η οποία δεν υπήρχε πια. Η συνάντησή τους έλαβε χώρα στο Κρεμλίνο, στο γραφείο που κατείχε επί μία εξαετία ο Γκορμπατσόφ ως γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ και, στη συνέχεια, ως πρόεδρος της Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
«Μετά από δύο ώρες έντονης συζήτησης, ακολούθησε μια ιστορία, κατά τη στιγμή των χαιρετισμών, για διακοπές στη Σικελία με τη σύζυγό του Ραΐσα, πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν μόνο ο άσημος περιφερειακός γραμματέας του παραρτήματος του ΚΚΣΕ στη Σταυρούπολη, την περιοχή της νότιας Ρωσίας από όπου καταγόταν. Ο Γκορμπατσόφ πρέπει να διάβασε στα μάτια μου και στα μάτια της συναδέλφου μου, ανησυχία, αν όχι συμπόνια, για τη μοίρα του», αναφέρει ο Φραντσεσκίνι στο κείμενό του.
«“Vsjò normalno”, “όλα εντάξει”, μας είπε στην πόρτα του γραφείου. Ωστόσο, παρά μια μάχη μέχρις εσχάτων που συνεχιζόταν επί χρόνια και οι συνέπειες τις οποίες είχαν πολλαπλασιαστεί από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και από το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 1991, του οποίου θεωρήθηκε περισσότερο συνένοχος, ενδεχομένως ακούσιος, παρά θύμα, δεν υπήρχε τίποτα το φυσιολογικό στην υπόθεση», επισημαίνει περισσότερο από τριάντα χρόνια μετά.
Η κατάρρευση ενός γίγαντα
Δεν υπήρχε τίποτα το φυσιολογικό και τίποτα δεν ήταν εντάξει γιατί το μεγαλύτερο κράτος στον κόσμο, μια πολυεθνική αυτοκρατορία που εκτεινόταν σε έντεκα γεωγραφικές ζώνες και από τα σύνορα με την Πολωνία έως τα σύνορα με την Κίνα και, στον Βερίγγειο Πορθμό, με την Αμερική, δεν υπήρχε πια και οι δεκαπέντε σοβιετικές σοσιαλιστικές Δημοκρατίες – «τρεις σλαβικές, τρεις βαλτικές, τρεις καυκάσιες, μία ρουμανικής εθνότητας, πέντε ασιατικές» – είχαν καταστεί ντε φάκτο ανεξάρτητα κράτη.
Τα πυρηνικά όπλα της Μόσχας που κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν στραμμένα προς τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη παρέμεναν διάσπαρτα στη Ρωσία και στην Ουκρανία με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ασφάλεια στην επικράτεια της πρώην ΕΣΣΔ αλλά και στη διεθνή σκηνή.
Και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο ηγέτης που «είχε συμβάλει στην απελευθέρωση της Ανατολικής Ευρώπης», επιλέγοντας να μην καταφύγει στη βία, ούτως ώστε να την καταστείλει, όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοί του, ο πολιτικός που είχε προσφέρει στους Ρώσους «την ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης» με την «γκλάσνοστ» (διαφάνεια) και «ένα σχέδιο δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων» με την «περεστρόικα» (ανασυγκρότηση), επρόκειτο να αντικατασταθεί, με συνοπτικές διαδικασίες και όχι πολλές τιμές, «από τον αντίπαλο και διάδοχό του, τον Μπόρις Γιέλτσιν, ο οποίος ως πρόεδρος της Ρωσίας, της μεγαλύτερης και της πιο ισχυρής από τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες, την επόμενη ημέρα θα καταλάμβανε το γραφείο όπου είχε λάβει χώρα η συνέντευξή μας», γράφει ο Ενρίκο Φραντσεσκίνι.
Τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό ούτε για τους 25 εκατομμύρια πρώην σοβιετικούς πολίτες ρωσικής καταγωγής οι οποίοι μέσα σε μια νύχτα μετατράπηκαν σε ξένους, πρώην αποικιοκράτες που «μετά βίας ήταν πλέον ανεκτοί στην Εσθονία ή το Καζακστάν, στην Ουκρανία ή το Αζερμπαϊτζάν». Ούτε, φυσικά, για τους εκατομμύρια ανά τον κόσμο οπαδούς του κομμουνισμού, μίας από τις κυρίαρχες ιδεολογίες του 20ου αιώνα, υπήρχε κάτι το φυσιολογικό στην κατάρρευση της κοιτίδας του.
Εξεγέρσεις και καταστολή
Ο Φραντσεσκίνι δεν παραλείπει να αναφέρει πως σημειώθηκαν δεκάδες θάνατοι, στον Καύκασο και στην Βαλτική, κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του 1990-91 που κατεστάλησαν με την επέμβαση του Κόκκινου Στρατού, όταν ο Γκορμπατσόφ «αμφιταλαντευόταν εν μέσω των πιέσεων των ριζοσπαστών που ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος του κομμουνισμού και των συντηρητικών που ήθελαν να τον προστατέψουν από οποιαδήποτε αλλαγή. Τρεις διαδηλωτές έχασαν επίσης τη ζωή τους στους δρόμους της Μόσχας, κάτω από τις ερπύστριες των τανκς, στο τριήμερο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Αυγούστου κατά του Γκορμπατσόφ. Αλλά το τέλος ήταν αναίμακτο», καταλήγει ο Φραντσεσκίνι, αναδεικνύοντας έναν από τους κύριους λόγους για τους οποίους ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του 20ου αιώνα.
Περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, την «μεγαλύτερη γεωπολιτική τραγωδία του 20ου αιώνα» σύμφωνα με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, που άλλαξε άρδην την Ευρώπη, οι ιστορικοί και οι λοιποί ειδικοί εξακολουθούν να διερωτώνται εάν ήταν το αποτέλεσμα μιας «αναπόφευκτης ιστορικής διαδικασίας» ή ένα μοιραίο μεν τυχαίο δε γεγονός; Επί του ζητήματος, αντί για τις επικρατέστερες απόψεις, ο ιταλός δημοσιογράφος παραθέτει όλα όσα του αποκάλυψε ο Ανατόλι Ανταμίσιν, πρέσβης της ΕΣΣΔ στη Ρώμη, και της Ρωσίας στη συνέχεια, από τον Απρίλιο του 1990 έως τον Δεκέμβριο του 1992.
Ο σερβιτόρος που άλλαξε την Ιστορία
«Τον Αύγουστο του 1991 είναι έτοιμη η “νέα συνθήκη” για τη νέα “Ενωση Κυρίαρχων Κρατών” με στόχο την ανανέωση και τη διάσωση τουλάχιστον μέρους της ΕΣΣΔ. Η ημέρα της υπογραφής πλησιάζει και έτσι ο Γκορμπατσόφ, ο ρώσος πρόεδρος Γιέλτσιν και ο ηγέτης του Καζακστάν Ναζαρμπάγεφ συναντιούνται για να συζητήσουν πώς θα συσταθεί η άρχουσα τάξη της νέας ένωσης. Συμφωνούν ότι ο Βλαντίμιρ Κριούτσκοφ, ο τότε επικεφαλής της KGB, πρέπει να παραιτηθεί. Αλλά δεν γνωρίζουν πως ένας σερβιτόρος που τους σερβίρει έχει ένα μικρόφωνο στην τσέπη του, με αποτέλεσμα έπειτα από λίγο ο Κριούτσκοφ να πληροφορείται τις προθέσεις τους. Από εδώ προκύπτει το πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή του Γκορμπατσόφ το οποίο εμπόδισε την υπογραφή της συνθήκης για την Ενωση και έθεσε σε κίνηση τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης: από την προσπάθεια του Κριούτσκοφ να σώσει τη θέση του», εξήγησε ο ρώσος διπλωμάτης. Οπότε την Ιστορία την καθόρισε ένας σερβιτόρος-πράκτορας της KGB ή η «υπερβολική επιείκεια» του Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ; – διερωτάται ο Φραντσεσκίνι.
«Εάν, όταν αποβλήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή το 1987, είχα στείλει τον Γιέλτσιν να γίνει πρέσβης στον Καναδά ή σε κάποια άλλη απομακρυσμένη διπλωματική θέση, όπως συνέβαινε τότε με τα στελέχη που αποπέμπονταν, μάλλον δεν θα είχα ξανακούσει τίποτα για αυτόν και θα μπορούσα παραμείνω στην κορυφή της ΕΣΣΔ για μια ζωή. Αντιθέτως του επέτρεψα να παραμείνει στη Ρωσία και να συνεχίσει να ασχολείται με την πολιτική, και γνωρίζουμε ποια ήταν η κατάληξη», ανέφερε σχετικά ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στον ιταλό δημοσιογράφο σε μετέπειτα συναντήσεις τους, χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη συνέντευξη στο Κρεμλίνο, την 26η Δεκεμβρίου του 1991, την επομένη της παραίτησής του και της διάλυσης της ΕΣΣΔ.