Ολοένα πιο σίγουρη εμφανίζεται η Δύση όσον αφορά την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο η εν λόγω αυτοπεποίθηση που παρατηρείται είναι σίγουρα δικαιολογημένη αλλά και ιδιαίτερα επικίνδυνη. Τουλάχιστον αυτό επισημαίνει σε άρθρο του ο Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times.
Δικαιολογημένη είναι γιατί η ρωσική εισβολή εξελίχθηκε πολύ χειρότερα από όσο ευελπιστούσαν οι περισσότεροι στη Δύση ενώ οι δυτικές δυνάμεις εξεπλάγησαν ακόμη και οι ίδιες «με την ισχύ, την αμεσότητα και την ενότητα της απάντησής τους» κατά της Ρωσίας. Απόδειξη της αισιόδοξης διάθεσης που επικρατεί στην Ουάσιγκτον και σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, αποτελεί σύμφωνα με τον Ράχμαν η επίμαχη δήλωση του Τζο Μπάιντεν περί του ότι ο Πούτιν «δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία».
Υποστηρίχθηκε ευρέως ότι το σχόλιο του αμερικανού προέδρου ήταν στην καλύτερη περίπτωση «διπλωματικά ατυχές». Αποκαλύπτει, ωστόσο, πως στην Ουάσιγκτον υπάρχει η αίσθηση ότι μια «αλλαγή καθεστώτος» στη Ρωσία είναι πλέον και νοητή πέρα από επιθυμητή.
Είναι αλήθεια πως εξαιτίας του πολέμου η θέση του Πούτιν είναι επισφαλής περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τόσο στο εσωτερικό της Ρωσίας όσο και στο εξωτερικό. Ομως εξίσου αλήθεια είναι (παρότι δεν συζητιέται εκτενώς στην παρούσα φάση) το γεγονός πως ο πόλεμος εγκυμονεί επίσης σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους για τις κυβερνήσεις της Δύσης.
Το χειρότερο σενάριο είναι να καταφέρει κάπως η Ρωσία να συνεχίσει να πολεμά επί μήνες στην Ουκρανία με τα θύματα να αυξάνονται και την καταστροφή να καθίσταται αναπόφευκτα ολοκληρωτική. Εάν συνεχιστεί ο πόλεμος εξίσου αναπόφευκτα θα αρχίσει να γίνεται ολοένα πιο αισθητός στην Ευρώπη ο αντίκτυπος της οικονομικής απομόνωσης της Ρωσίας, με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να καλούνται να διαχειριστούν την αύξηση των τιμών, σημαντικές δυσκολίες στην κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών, απώλεια θέσεων εργασίας αλλά και τις προσπάθειες για την απορρόφηση έως και δέκα εκατομμυρίων προσφύγων από την Ουκρανία.
«Καίνε» τα καύσιμα
Η Αμερική είναι λιγότερο ευάλωτη οικονομικά σε σχέση με την Ευρώπη αλλά ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ήταν ήδη υψηλός πριν από το ξέσπασμα του πολέμου ενώ τα ποσοστά δημοτικότητας του αμερικανού προέδρου χαμηλά. Οι τιμές των καυσίμων αυξάνονται και αυτό ανέκαθεν δυσαρεστεί ιδιαίτερα τους αμερικανούς ψηφοφόρους.
Πριν από τον πόλεμο είχε αρχίσει να αυξάνεται και το κόστος κατανάλωσης ενέργειας για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της Ευρώπης ενώ τώρα αναμένεται πως θα εκτιναχθεί. Και ο στρατηγικός στόχος της ΕΕ περί περιορισμού της εξάρτησης της από το ρωσικό φυσικό αέριο κατά δύο τρίτα έως το τέλος του έτους, επικρίνεται ήδη ως αναποτελεσματικός, καθώς η Ρωσία θα συνεχίσει να λαμβάνει δισεκατομμύρια ευρώ σε εβδομαδιαία βάση από εξαγωγές.
Ωστόσο πολλοί προειδοποιούν ήδη πως η ΕΕ θα δυσκολευτεί εξαιρετικά να επιτύχει ακόμη και αυτό τον στόχο της ενώ αρκετοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο το ενεργειακό πρόβλημα που θα προκύψει να είναι τόσο μεγάλο που οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να επιβάλουν δελτίο στα καύσιμα κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους.
Σημαντικά αναμένεται να αυξηθούν και οι τιμές των τροφίμων στα κράτη της Ευρώπης, δεδομένης της εξάρτησης των διεθνών αγορών σιτηρών και λιπασμάτων από την Ουκρανία και τη Ρωσία. Την ίδια ώρα στις χώρες της Μέσης Ανατολής, όπου οι κυβερνήσεις διαθέτουν λιγότερους πόρους για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου της αύξησης των τιμών, θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των ανθρώπων που υποσιτίζονται, ενδεχόμενο που θα μπορούσε να επιφέρει με τη σειρά του μια σημαντική αύξηση των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη.
Πολιτική κρίση
Εάν επαληθευτούν αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις η αντίδραση της κοινής γνώμης στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ «ενδέχεται να είναι οργισμένη και αντιφατική», υποστηρίζει ο Ράχμαν. Εάν συνεχιστεί ο πόλεμος επί μήνες αναπόφευκτα κάποια στιγμή, καθώς θα έχει παρέλθει το αρχικό σοκ, τα ΜΜΕ θα πάψουν να έχουν την προσοχή τους στραμμένη σχεδόν αποκλειστικά στην Ουκρανία. «Εως το φθινόπωρο, η οικονομική κρίση θα μπορούσε να κυριαρχεί στην πολιτική», προειδοποιεί ο έμπειρος σχολιαστής των Financial Times και μια τέτοια εξέλιξη θα προσέφερε «γόνιμο έδαφος» για την επιστροφή στο προσκήνιο λαϊκιστών πολιτικών, του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και του Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, πολιτικών που συγκαταλέγονταν μεταξύ των πιο επιφανών οπαδών του ρώσου προέδρου στη διεθνή σκηνή.
Φυσικά οι οικονομικές πιέσεις που ήδη ασκούνται στη Ρωσία θα καταστούν αφόρητες. Αλλά ο Πούτιν ηγείται μιας δικτατορίας στην πατρίδα του ενώ οι ηγέτες των δυτικών δημοκρατιών είναι αναγκασμένοι να ανησυχούν για τους ψηφοφόρους τους.
Οι πολιτικοί της Δύσης γνωρίζουν πως πολύ δύσκολα μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση μπορεί να αντέξει στον στασιμοπληθωρισμό και στη συνεπακόλουθη αύξηση του κόστους διαβίωσης. Υπό το βάρος ασφυκτικών οικονομικών πιέσεων κάλλιστα θα μπορούσε να διαρραγεί η ενότητα της Δύσης, με τους δυτικούς πολιτικούς να καταλήγουν να βρίσκονται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Ο Ράχμαν προβλέπει πως εάν οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίσουν να καταφεύγουν σε ολοένα πιο απάνθρωπες μεθόδους για να επιτύχουν τους όποιους στόχους τους – καταστρέφοντας ολοσχερώς, για παράδειγμα την Μαριούπολη – ολοένα περισσότεροι στη Δύση θα αρχίσουν να απαιτούν από τις κυβερνήσεις τους να απαντήσουν ακόμη πιο σκληρά στη Ρωσία, ακόμη και να εμπλακούν άμεσα στη σύρραξη.
Ταυτόχρονα, όμως, θα αρχίσουν να ακούγονται εκ νέου οι φωνές όλων όσοι δηλώνουν πως «κατανοούν» τον Πούτιν και αποτελούν μια μειοψηφία της δυτικής (κυρίως της γερμανικής, αναφέρει ο Ράχμαν) κοινής γνώμης που προς το παρόν σιωπά. Εάν ο πόλεμος στην Ουκρανία καταστεί οικονομικά δυσβάσταχτος και για τη Δύση, θα αρχίσουν να απαιτούν τον τερματισμό του, ακόμη και σε βάρος της Ουκρανίας, μέσω της αποδοχής ρωσικών αιτημάτων που σήμερα χαρακτηρίζονται απαράδεκτα.
Επιδιώκοντας να παραμείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών και να μην εξανεμιστούν πλήρως οι ελπίδες για την εξεύρεση μιας διπλωματικής λύσης, ο γάλλος πρόεδρος, «επέπληξε σιωπηρά», σύμφωνα με τον Ράχμαν, τον αμερικανό ομόλογό του μετά τη δήλωσή του περί ανάγκης αλλαγής καθεστώτος στη Μόσχα, προτρέποντας τους δυτικούς ηγέτες να αποφεύγουν την κλιμάκωση των προκλητικών δηλώσεων που καθιστούν σχεδόν αδύνατη την επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας για την Ουκρανία. Ωστόσο ενδέχεται ο Εμανουέλ Μακρόν να είναι υπερβολικά αισιόδοξος όσον αφορά το ενδεχόμενο οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών να ολοκληρωθούν επιτυχώς.
Διπλωματικές επαφές
Μετά το πέρας της συνάντησης των αντιπροσωπειών των δύο χωρών στην Κωνσταντινούπολη την Τρίτη, ανακοινώθηκε μια σχετική πρόοδος. Αλλά ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν έσπευσε να επισημάνει πως οι ΗΠΑ έχουν την προσοχή τους στραμμένη περισσότερο σε όσα κάνει παρά σε όσα λέει η Ρωσία, ζητώντας, συγχρόνως, από το Κρεμλίνο να αποσύρει άμεσα τις δυνάμεις του από την Ουκρανία. Ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ρωσικής αντιπροσωπείας επισήμανε από την πλευρά του πως η δέσμευση της Ρωσίας για «δραστικό περιορισμό» των στρατιωτικών επιχειρήσεων γύρω από το Κίεβο και στη Βόρεια Ουκρανία δεν αποτελεί, τουλάχιστον προς το παρόν, εκεχειρία.
Πάντως σχολιάζοντας την αποχώρηση μέρους των ρωσικών δυνάμεων από την περιφέρεια του Κιέβου το απόγευμα της Τρίτης της Τρίτης, αμερικανοί αξιωματούχοι έκαναν λόγο για «σημαντική» αλλαγή στρατηγικής του Κρεμλίνου στην Ουκρανία.
Μακάρι να ευοδωθούν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, καταρχάς και κυρίως για να τερματιστεί το δράμα του ουκρανικού λαού αλλά και γιατί η συνέχιση του πολέμου αυξάνει ανησυχητικά τις οικονομικές και πολιτικές πιέσεις που ήδη ασκούνται στις δυτικές κυβερνήσεις. Από αυτή τη σκοπιά η δήλωση Μπάιντεν περί της ανάγκης αλλαγής καθεστώτος στη Ρωσία ήταν αναμφίβολα «αντιδιπλωματική» αλλά σίγουρα δεν υπέπεσε σε σφάλμα ο αμερικανός πρόεδρος, υπαινισσόμενος πως η πλήρης αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης με την Πούτιν στην εξουσία είναι αδιανόητη, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, καταλήγει ο Γκίντεον Ράχμαν.