Ο εφοδιασμός του Κιέβου με πιο ισχυρά οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ και τις χώρες του ΝΑΤΟ θα θεωρηθεί άμεση εμπλοκή της Δύσης στον πόλεμο και η Ρωσία θα πρέπει να αντιδράσει. Η προειδοποίηση που εξέδωσε η Μόσχα την επομένη των τρομοκρατικών πυραυλικών επιθέσεων που διέταξε ο Βλαντίμιρ Πούτιν ως αντίποινα για την επίθεση στη γέφυρα της Κριμαίας, φαίνεται να αντιπροσωπεύει στην παρούσα φάση τη λεγόμενη «κόκκινη γραμμή» της σύρραξης που μαίνεται.
Η παραβίασή της συνεπάγεται άκρως αρνητικές συνέπειες, υπογραμμίζει το Κρεμλίνο, αν και δεν προσδιορίζει ποιες. Η Μόσχα θα μπορούσε να καταφύγει στη χρήση ενός τακτικού πυρηνικού όπλου ή να βάλει κατά σκαφών του ΝΑΤΟ που μεταφέρουν όπλα, ακόμα και να επιτεθεί κατά χώρας-μέλους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
«Αλλά η Ιστορία είναι γεμάτη από “κόκκινες γραμμές” και η παραβίαση τους δεν είχε πάντα τα αναμενόμενα αποτελέσματα: αρκετές φορές, όσοι χάραξαν μια “κόκκινη γραμμή” που δεν έπρεπε να παραβιαστεί, χρειάστηκε να πάρουν πίσω την απειλή», υπενθυμίζει σε ανάλυσή του ο Ενρίκο Φραντσεσκίνι της La Repubblica, παραθέτοντας μια σειρά από τέτοιες περιπτώσεις.
Μια γραμμή στην έρημο
Ο όρος ανάγεται στη δεκαετία του 1920, στα χρόνια μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μας πληροφορεί ο ιταλός δημοσιογράφος, όταν οι μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας συζητούσαν με τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους πώς να μοιράσουν τη Μέση Ανατολή. Για να λύσει το πρόβλημα των ασαφών συνόρων μεταξύ των νέων κρατών που δημιουργήθηκαν στην περιοχή από τις αποικιακές δυνάμεις, ένας αρμένιος επιχειρηματίας, ο θρυλικός κατόπιν Καλούστ Γκιουλμπενκιάν έβγαλε μια μέρα ένα κόκκινο στυλό από την τσέπη του και σχεδίασε αυθαίρετα μια σειρά από σύνορα στην έρημο της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο όρος «κόκκινη γραμμή» άρχισε να καθίσταται ολοένα πιο σημαντικός στη διπλωματία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Τσεχοσλοβακία και Πολωνία
Το 1939 οι κυβερνήσεις του Λονδίνου και του Παρισιού υπέγραψαν ένα σύμφωνο ασφαλείας για την υπεράσπιση της Πολωνίας, η ανεξαρτησία της οποίας απειλούνταν από τη Γερμανία του Χίτλερ. Στα χαρτιά, η Βρετανία και η Γαλλία προειδοποιούσαν το Βερολίνο ότι ήταν έτοιμες να επέμβουν στρατιωτικά για να προστατεύσουν τη Βαρσοβία. Ομως η προηγούμενη στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας στο πλαίσιο της κρίσης στην Τσεχοσλοβακία το 1938 (κατάληξη της οποίας ήταν η Διάσκεψη του Μονάχου και η παράδοση, ουσιαστικά, της χώρας στη Γερμανία) έκανε τον Χίτλερ να πιστεύει ότι τίποτα δεν θα συνέβαινε εάν εισέβαλλε και στην Πολωνία, όπως και έπραξε τελικά. Η «κόκκινη γραμμή» σε αυτή την περίπτωση, σίγουρα δεν είχε το αναμενόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
Πεκίνο και Κορέα
Το 1950 η Κίνα προσπάθησε να εμποδίσει τις ΗΠΑ να περάσουν τον 38ο παράλληλο, δηλαδή να επιτεθούν στη Βόρεια Κορέα, λέγοντας ότι θα εξέταζε μια τέτοια απόφαση με «απόλυτη βαρύτητα». Αλλά η απειλή ήταν ασαφής και το νεοσύστατο κινεζικό καθεστώς φαινόταν αδύναμο και εξαρτημένο από τη Μόσχα, οπότε η Ουάσιγκτον σχεδόν αδιαφόρησε πλήρως για αυτή την «κόκκινη γραμμή»: ο 38ος παράλληλος ξεπεράστηκε και οι δύο Κορέες (και οι σύμμαχοί τους) πολεμούσαν μεταξύ τους επί μία τριετία.
Ο Κένεντι και η κρίση της Κούβας
Περισσότερο από μία δεκαετία μετά, το 1962, ο αμερικανός πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι προειδοποίησε αυστηρά ότι στην περίπτωση που η ΕΣΣΔ εγκαθιστούσε στρατηγικά όπλα στην Κούβα θα προέκυπταν τα «πλέον σοβαρά προβλήματα». Ομως και σε αυτή την περίπτωση η προειδοποίηση/απειλή είχε εκφραστεί δίχως να έχουν καθοριστεί και επισημανθεί οι συνέπειες. Οντως, ο σοβιετικός ηγέτης δεν την έλαβε σοβαρά υπόψη και εγκατέστησε, τελικά, σοβιετικούς πυραύλους στην Κούβα, με αποτέλεσμα να φθάσει η ανθρωπότητα στα πρόθυρα της πυρηνικής καταστροφής.
Ισραήλ και αραβικές χώρες
Ενα από τα κράτη που έχουν καταφύγει περισσότερο στον όρο «κόκκινη γραμμή» είναι το Ισραήλ. Το 1975 ο ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Γιγκάλ Αλόν δήλωσε ότι οι ΗΠΑ «έχουν χαράξει μια κόκκινη γραμμή που όλες οι αραβικές χώρες γνωρίζουν ότι δεν πρέπει να περάσουν: τη συνειδητοποίηση ότι η Αμερική δεν θα θυσιάσει το Ισραήλ για την υποστήριξη του Αραβικού Κόσμου». Αυτό που εννοούσε ο ισραηλινός υπουργός ήταν ότι, εάν οι Αραβες επιτίθεντο στο Ισραήλ, η Ουάσινγκτον θα υπερασπιζόταν το εβραϊκό κράτος με όλες τις δυνάμεις της. Οι αναμνήσεις από τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβριος του 1973) ήταν ακόμη νωπές. Εκείνη την εποχή, ωστόσο, το Ισραήλ ήταν ήδη σε θέση να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε θανάσιμη απειλή, έχοντας καταφέρει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Αμερική και Βοσνία
Στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου στη Βοσνία (1992-1995), ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Γουόρεν Κρίστοφερ χρησιμοποίησε ανοιχτά τη φράση «κόκκινη γραμμή», αναφερόμενος στον έλεγχο της Βοσνίας από τα ειρηνευτικά στρατεύματα του ΝΑΤΟ, με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία να βομβαρδίζει, τελικά, τους Σερβοβόσνιους, αλλά μόνο μετά από επανειλημμένες σφαγές και παραβιάσεις των δυτικών προειδοποιήσεων.
Ο Ομπάμα και η Συρία
Η πιο γνωστή περίπτωση απαραβίαστης «κόκκινης γραμμής», η οποία όμως παραβιάστηκε χωρίς άμεσες συνέπειες, είναι εκείνη που είχε χαράξει ο Μπαράκ Ομπάμα, αναφορικά με τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς Ασαντ, στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, τον Αύγουστο του 2012, ο αμερικανός πρόεδρος είχε πει, μεταξύ άλλων, πως «επικοινωνήσαμε ξεκάθαρα σε κάθε παίκτη στην περιοχή ότι αυτή είναι μια “κόκκινη γραμμή” για εμάς και ότι θα υπάρξουν τεράστιες συνέπειες εάν αρχίσουμε να βλέπουμε κίνηση στο μέτωπο των χημικών όπλων ή χρήση χημικών όπλων. Αυτό θα άλλαζε σημαντικά τους υπολογισμούς μου».
Μάλιστα, στη συνέχεια, ο Μπαράκ Ομπάμα κατέστη ακόμη πιο ξεκάθαρος, επισημαίνοντας πως «η χρήση χημικών όπλων θα ήταν και είναι εντελώς απαράδεκτη. Εάν κάνετε το τραγικό λάθος να τα χρησιμοποιήσετε, θα υπάρξουν συνέπειες και θα θεωρηθείτε υπεύθυνοι». Ο Ασαντ, όμως, δεν πτοήθηκε και εξαπέλυσε, τελικά, δεκάδες επιθέσεις με χημικά όπλα. Τον Ιούνιο του 2013, όταν δεν υπήρχε πλέον καμια αμφιβολία ότι το συριακό καθεστώς χρησιμοποιούσε χημικά όπλα, η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να αρχίσει να προμηθεύει με όπλα τους αντάρτες, χωρίς να αποκλείσει την πιθανότητα περαιτέρω στρατιωτικής δράσης. Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Τζον Μακέιν επιτέθηκε στον Ομπάμα, δηλώνοντας ότι η «κόκκινη γραμμή» του είχε χαραχθεί «με μελάνι το οποίο στη συνέχεια εξαφανίζεται».
Ο Ομπάμα αποπειράθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του υποστηρίζοντας πως «δεν χάραξα εγώ την “κόκκινη γραμμή”. Ηταν ο κόσμος που χάραξε μια “κόκκινη γραμμή”, όταν οι κυβερνήσεις που αντιπροσώπευαν το 98% του πληθυσμού της Γης αναγνώρισαν τη χρήση χημικών όπλων ως αποτρόπαια και ενέκριναν μια συνθήκη που απαγόρευε τη χρήση τους ακόμη και σε πόλεμο». Πάντως, το επεισόδιο έμεινε στην ιστορία ως το πιο σοβαρό λάθος του Ομπάμα κατά την οκταετή παραμονή του στον Λευκό Οίκο.
Ισραήλ και Ιράν
Τον Σεπτέμβριο του 2012, μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου τράβηξε ο ίδιος μια κόκκινη γραμμή πάνω στο σχέδιο μιας βόμβας που είχε φέρει μαζί του. Η γραμμή του Νετανιάχου υποδείκνυε το ανώτατο όριο ανάπτυξης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, το οποίο, εάν παραβιαζόταν, το Ισραήλ θα επενέβαινε στρατιωτικά κατά της Τεχεράνης για να αποτρέψει τη συνέχιση της διαδικασίας εμπλουτισμού ουρανίου. Οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ, Γαλλίας, Βρετανίας, Κίνας, Ρωσίας και Γερμανίας με το ιρανικό καθεστώς οδήγησαν στη σύναψη μιας συμφωνίας, το 2015. Ωστόσο, το 2018 ο Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία, ενώ το 2019 την παραβίασε το Ιράν.
Το πρόβλημα με τις «κόκκινες γραμμές»
Ολοκληρώνοντας το άρθρο του, ο Ενρίκο Φραντσεσκίνι επικαλείται τον γάλλο πολιτικό επιστήμονα Μπρούνο Τερτρέ. Ο τελευταίος, σε δοκίμιό του με τίτλο «Η Διπλωματία των Κόκκινων Γραμμών», που εκδόθηκε από την Fondation pour la Recherche Stratégique, παρουσιάζει τα εγγενή προβλήματα της εν λόγω τακτικής. Καταρχάς, ενδέχεται ο αποδέκτης της απειλής να μην πειστεί ότι όντως θα υποστεί τις συνέπειες εάν παραβιάσει την όποια κόκκινη γραμμή. Ζήτημα αποτελεί και η αοριστολογία όσον αφορά αυτές τις συνέπειες, καθώς και η διαρκής επαναχάραξη της γραμμής. Τέλος, όποιος καταφεύγει στη διπλωματία των «κόκκινων γραμμών» πρέπει να είναι προετοιμασμένος για το ενδεχόμενο, αυτός που απειλεί πως θα περάσει την όποια «κόκκινη γραμμή» να είναι έτοιμος να υποστεί την πιο σκληρή τιμωρία.
Ο Φραντσεσκίνι αναφέρεται ενδεικτικά στον αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ. Το 1973 γνώριζε πως μια επίθεση στο Ισραήλ ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνη, αλλά ήξερε επίσης ότι έτσι θα αποκαθίστατο η υπερηφάνεια και η τιμή της πατρίδας του, οπότε έκρινε πως άξιζε η όποια θυσία. Οπως επισημαίνει ο γάλλος ειδικός, στις «κόκκινες γραμμές» και στην αποτρεπτική ισχύ γενικότερα, «το να έχεις τη δυνατότητα να προκαλέσεις ζημιά στον αντίπαλο και να τη γνωστοποιείς ρητά δεν αρκεί πάντα για να αποτρέψεις μια ενέργεια».