Για ένα «κοινό νήμα» που συνδέει τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύρραξη και την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ κάνει λόγο σε ανάλυσή του ο Κλαούντιο Τίτο της La Repubblica. Για έναν «ελάχιστο κοινό παρονομαστή», τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει μια απόπειρα αποδυνάμωσης της Δύσης, των ιδανικών της, των αξιών της αλλά και των οικονομιών της.
Κατ’ αρχάς σημειώνει ότι πρόκειται για μια συνέπεια που, παρότι κρίνεται ως παράπλευρη, είναι εξαιρετικά κρίσιμη όσον αφορά τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη πώς η Κίνα, ο πραγματικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ και της Δύσης στον 21ο αιώνα, εκμεταλλεύεται τις διάφορες πολεμικές κρίσεις προς όφελός της.
Σχετικά με το Ισραήλ, ο ιταλός αρθρογράφος θυμίζει ότι είναι «το προπύργιο της Δύσης στη Μέση Ανατολή». Τουλάχιστον έτσι το βλέπουν όλα τα κράτη της περιοχής, ειδικά οι εχθροί του. «Από αυτήν την άποψη προκύπτουν ευθύνες, πολλές ευθύνες, για τους συμμάχους του Ισραήλ αλλά και για την εκάστοτε κυβέρνησή του, ευθύνες οι οποίες δεν γίνεται να μη λαμβάνονται υπόψη. Ενας περιφερειακός ή ακόμη ευρύτερος πόλεμος θα είχε αναπόφευκτα συνέπειες μεγάλης κλίμακας.
»Η έναρξη μιας ανεξέλεγκτης σύγκρουσης με την Τεχεράνη στην πραγματικότητα συνεπάγεται μια τεράστια δέσμευση όχι μόνο για τους Ισραηλινούς και για την κυβέρνηση Νετανιάχου, αλλά για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, ακόμη και με υπαρξιακούς όρους», υποστηρίζει ο Κλαούντιο Τίτο.
«Η πίεση που ασκούν η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες αποσκοπεί ακριβώς σε αυτό: καθιστά σαφές ότι σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο, κάθε πόλεμος καθίσταται παγκόσμιος, ότι η Δύση μπορεί να αποδυναμωθεί από αυτήν τη σύγκρουση, ότι τα μη δημοκρατικά συστήματα μπορεί να ενισχυθούν περαιτέρω», προσθέτει.
Η κρίση ή μάλλον οι κρίσεις στη Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, στερούν από την Ουκρανία την προσοχή και τους πόρους της Δύσης, γεγονός που αναμφίβολα ευνοεί τον Πούτιν και την προσπάθειά του να ανακτήσει η Μόσχα τον ηγετικό ρόλο της στη διεθνή σκηνή που σταδιακά απώλεσε κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας.
Το καθεστώς των αγιατολάδων έχει επιλέξει εδώ και καιρό στρατόπεδο, τάσσεται ξεκάθαρα με τη Ρωσία και την Κίνα, και το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί. Για αυτό ΗΠΑ, ΕΕ και G7 ζητούν από το Ισραήλ να μετριάσει την αντίδρασή του κατά της Τεχεράνης για την πυραυλική επίθεση του περασμένου Σαββάτου.
Οσον αφορά την Κίνα, σύμφωνα με τον Κλαούντιο Τίτο, είναι αυτή που επωφελείται περισσότερο από αυτήν την κατάσταση. Οι ένοπλες δυνάμεις του Πεκίνου δεν εμπλέκονται σε καμία από τις τρέχουσες συρράξεις. «Είναι ενδιαφερόμενοι και προνομιούχοι παρατηρητές», όπως τους χαρακτηρίζει ο δημοσιογράφος της La Repubblica, καθώς δεν σπαταλούν δυνάμεις, δεν ξοδεύουν χρήματα, δεν αμαυρώνουν την εικόνα τους στα μάτια των εμπόλεμων χωρών, παίρνοντας το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς, και εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των άλλων.
«Σφηνώνονται στις πιο κρίσιμες ρωγμές για να τις διευρύνουν και να εισέλθουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με τη Δύση χωρίς κανενός είδους βάρη. Εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία από το εξωτερικό. Και το κάνουν σε μια εποχή ιδιαίτερης “δημοκρατικής” ευθραυστότητας του δυτικού συστήματος. Οι δημοκρατίες μας, από τη σκοπιά των αυταρχικών καθεστώτων, στην πραγματικότητα έχουν ένα ενοχλητικό χαρακτηριστικό: τις εκλογές», γράφει ο Κλαούντιο Τίτο.
Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα ψηφίσουν τον Ιούνιο ενώ οι Αμερικανοί τον Νοέμβριο. Εως τότε ο κύριος κίνδυνος είναι η παράλυση, η αδυναμία λήψης αποφάσεων. Στην Αμερική ειδικά, η προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας περαιτέρω παράγοντας αποσταθεροποίησης, με τον Κλαούντιο Τίτο να αναφέρει ενδεικτικά ότι ο τέως και, πιθανώς, μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ, αναφερθείς στην επίθεση που εξαπέλυσε η Τεχεράνη κατά του Ισραήλ, είπε πως «αποδείξαμε πως είμαστε αδύναμοι». Ωστόσο, έως τώρα οι ενέργειες της κυβέρνησης Μπάιντεν κρίνονται αποδοτικές, γεγονός που οφείλεται και σε ένα στοιχείο που δεν ήταν καθόλου προφανές: την υποστήριξη του σουνιτικού κόσμου.
Ως εκ τούτου, ο Λευκός Οίκος υπενθυμίζει στην ισραηλινή κυβέρνηση ότι χωρίς τη βοήθειά των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας, καθώς επίσης και της Ιορδανίας, η αντιπυραυλική ασπίδα του μάλλον δεν θα ήταν τόσο αποτελεσματική όσο πριν από τρεις ημέρες. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ΗΠΑ ζητούν από το Ισραήλ να μην ξεπεράσει συγκεκριμένα όρια, καθότι αντιλαμβάνονται και κατανοούν τους κινδύνους μιας γενικευμένης σύρραξης, «στο πλαίσιο της οποίας αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η στρατιωτική νίκη ή ήττα, αλλά η διατήρηση αυτού του συστήματος αξιών και ιδανικών που ονομάζουμε Δύση εδώ και εκατό χρόνια», όπως συνοψίζει ο ιταλός αρθρογράφος.
Η Ευρώπη καλείται επίσης να διαχειριστεί τη συνέχιση της σύγκρουσης Ιράν – Ισραήλ. Τις επόμενες ημέρες θα επιδιώξει να επιβάλει νέες κυρώσεις στην Τεχεράνη, αλλά μόνο κατά προσώπων, αποφεύγοντας, έτσι, να θέσει σε κίνδυνο τον διάλογο, και γνωρίζοντας ότι η διαμεσολαβητική της ικανότητα είναι περιορισμένη.
Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια θα είναι εξαιρετικά κρίσιμα για το μέλλον της ΕΕ. Και η θεσμική δομή της, σε αυτό το πολύ δραματικό πλαίσιο, δεν μπορεί να είναι τυπική. «Οι επιλογές του παρόντος θα είναι καθοριστικές για προοπτικές της Ενωσης όσο ποτέ άλλοτε. Από την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη ηγεσιών ικανών να αντιμετωπίζουν αυτού του είδους κρίσεις θα καθοριστεί εάν θα υπάρξει πρόοδος ή οπισθοδρόμηση», σημειώνει ο Κλαούντιο Τίτο.