Τα Χριστούγεννα συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και πολλοί ήταν εκείνοι που εστίασαν την προσοχή τους στη σύγχρονη Ρωσία διερωτώμενοι εάν η χώρα του Πούτιν θα έχει, αργά ή γρήγορα, την ίδια κατάληξη με την ΕΣΣΔ.
Σε ανάλυσή τους στο (αμερικανικό) Foreign Affairs ο Ρίτσαρντ Κόνoλι και ο Μάικλ Kόφμαν, διεθνολόγοι με ειδίκευση στη Ρωσία, αναφέρουν καταρχάς πως φαινομενικά η ρωσική οικονομία σήμερα δεν είναι πολύ διαφορετική από την οικονομία της ΕΣΣΔ κατά την «epoha zastoya», την περίοδο της μεγάλης στασιμότητας των δεκαετιών του 1970 και του 1980, την οποία κατήγγειλε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, καταδεικνύοντας την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα δεν έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία, το μερίδιο της χώρας στο παγκόσμιο ΑΕΠ έχει μειωθεί και πολλοί τομείς της οικονομίας πλήττονται από την έλλειψη επενδύσεων ενώ υστερούν και τεχνολογικά. Ωστόσο πίσω από τη φαινομενική ομοιότητα κρύβονται σημαντικές διαφορές, υποστηρίζουν οι Κόνολι και Κόφμαν, τόσο βαθιές που θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η ρωσική οικονομία ποτέ ξανά δεν ήταν τόσο ανθεκτική ενώπιον της πιθανότητας οικονομικών κραδασμών ή κυρώσεων.
Ο Πούτιν και τα λάθη της ΕΣΣΔ
Η Ρωσία κατέστη ανθεκτική χάρη στα λάθη της Σοβιετικής Ενωσης, τα οποία ο Βλαντίμιρ Πούτιν φαίνεται πως μελέτησε πολύ καλά. «Σίγουρα η Ρωσία εξακολουθεί να αγωνίζεται να βρει ένα οικονομικό μοντέλο ικανό να επιφέρει παρατεταμένη ανάπτυξη και να περιορίσει την εξάρτηση από την εξαγωγή πόρων», αναφέρουν οι δύο ειδικοί. «Ωστόσο η Μόσχα μπόρεσε να ενδυναμωθεί για έναν διαρκή ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Περισσότερο από ουσιαστική αδυναμία, η οικονομία αντιπροσωπεύει μια διαρκή συνιστώσα της στρατηγικής του Πούτιν για να διασφαλίσει τη σταθερότητα του καθεστώτος, να διατηρήσει τη συνέχεια και να αντεπεξέλθει στις κυρώσεις που επιβάλλονται από τη Δύση».
Από την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου το 1986 και το 1997 οι Ρώσοι έμαθαν πώς να κατασκευάζουν δικλείδες ασφαλείας κατά της αστάθειας, συσσωρεύοντας αποθέματα συναλλάγματος και άλλων περιουσιακών στοιχείων κατά τις περιόδους των παχιών αγελάδων και συστήνοντας ταμεία σταθεροποίησης για χρήση σε περίπτωση πτώσης των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Συγχρόνως, ως απάντηση στις κυρώσεις, η εξάρτηση από τις εισαγωγές, κυρίως προϊόντων διατροφής, έχει επίσης μειωθεί αισθητά σε σχέση με τη σοβιετική εποχή. Επιπρόσθετα η Ρωσία μείωσε σημαντικά τις στρατιωτικές δαπάνες, καθώς σήμερα δεν ξεπερνούν το 5% επί του ΑΕΠ ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΣΣΔ κυμαινόταν από 15% έως 25 τοις εκατό, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αναλύσεις, γεγονός που οδήγησε σε μαρασμό πολλούς κλάδους της οικονομίας. Εξίσου σημαντικό για τη σύγχρονη Ρωσία είναι το ότι δεν καλείται να ηγηθεί ενός μπλοκ χωρών που αλληλοϋποστηρίζονται οικονομικά για να αναχαιτίσουν τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό.
Ασθενική ανάπτυξη και εθνική υπερηφάνεια
Ολα αυτά, φυσικά, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ρωσική οικονομία δεν αντιμετωπίζει προβλήματα. Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, υπάρχουν ακόμη πάρα πολλές προβληματικές επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κράτος ενώ ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης που βρίσκεται στο 0,8% από το 2013, είναι χαμηλότερος από τον παγκόσμιο μέσο όρο κατά περίπου τρία τοις εκατό.
Αυτό σημαίνει ότι το μερίδιο της Ρωσίας στην παγκόσμια οικονομική παραγωγή μειώνεται με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων, καθώς τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα είναι σήμερα χαμηλότερα σε σχέση με πριν από μία δεκαετία. Ελλοχεύει, οπότε, τουλάχιστον θεωρητικά η λαϊκή δυσφορία. Ωστόσο ο Πούτιν έχει αποδείξει, μέσω της προσάρτησης της Κριμαίας, για παράδειγμα, και ενδεχομένως μέσω μιας επέμβασης στην Ουκρανία στο μέλλον, ότι ξέρει πως να ελέγχει τις μάζες μέσω τακτικών ενέσεων εθνικής υπερηφάνειας.
Αλλωστε, υπενθυμίζουν οι Κόνολι και Κόφμαν στην ανάλυσή τους, «καθ’ όλη την ιστορία της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης, το κατά κεφαλήν εισόδημά της ήταν σημαντικά χαμηλότερο από εκείνα των κύριων αντιπάλων της και σπάνια διέθετε τις ευρείες τεχνολογικές δυνατότητες των ομοίων της». Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε τους ηγέτες της Ρωσίας να συγκεντρώνουν την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ, παρά την σχετικά καθυστερημένη οικονομία, για να διατηρούν τη θέση τους στη διεθνή σκηνή.
Οι δύο σοβιετολόγοι υπενθυμίζουν επίσης πως άμεση αιτία της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης δεν ήταν η οικονομική στασιμότητα, αλλά η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων που εφάρμοσε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για την αντιμετώπιση αυτής της στασιμότητας. Οσον αφορά την κατάσταση σήμερα, «παρά την αργή οικονομική ανάπτυξη, η τωρινή ηγεσία της Ρωσίας ευνοεί τη σταδιακή προσαρμογή των υπαρχουσών οικονομικών της προσεγγίσεων έναντι ριζικών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, έχει αποφύγει επιμελώς τα είδη συστημικών μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τα θεμέλια του καθεστώτος, την ικανότητά του να μεσολαβεί μεταξύ των ελίτ ή την ικανότητά του να διαχειρίζεται την αλλαγή», εξηγούν οι δύο ειδικοί.
Υπέρ της Ρωσίας λειτουργεί, φυσικά, και το ότι σήμερα κύριος αντίπαλος της Ουάσιγκτον δεν είναι η Μόσχα αλλά το Πεκίνο, γεγονός που προσφέρει στο Κρεμλίνο μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, παρά την υποτονική ανάπτυξη της οικονομίας της, και αυτό ο Βλαντίμιρ Πούτιν το έχει καταλάβει εδώ και πολύ καιρό.