Στην τηλεοπτική σειρά – ντοκιμαντέρ του 2022, «Μια απλή ερώτηση», η οποία μεταδόθηκε (και) από το Netflix, ο Αλεσάντρο Κατελάν, πασίγνωστος παρουσιαστής του Sky Italia και της RAI, αναζητά την ευτυχία μέσα από τα λόγια και τις προσωπικές εμπειρίες διασημοτήτων. Στο τρίτο επεισόδιο, με καλεσμένο τον Τζιανλούκα Βιάλι, η απλή ερώτηση ήταν: «Ο πόνος κρύβει ευτυχία;». Καθόλου απλή, αν απευθύνεται σε έναν άνθρωπο που παλεύει με τον καρκίνο.
Η απάντηση του Ιταλού θρύλου του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου ήταν γροθιά στο στομάχι. «Ε, φοβάμαι τον θάνατο. Δεν ξέρω πότε θα σβήσει το φως, και τι θα υπάρχει στην άλλη πλευρά. Αλλά έχω συνειδητοποιήσει ότι η ιδέα του θανάτου, μας βοηθά να εκτιμήσουμε τη ζωή. Είναι προνόμιο να γνωρίζεις την ημερομηνία λήξης σου. Προσπαθώ να μη χάνω ευκαιρία, να λέω στους δικούς μου ότι τους αγαπώ. Κατάλαβα πως δεν αξίζει να χάνω χρόνο, να κάνω βλακείες. Κάνε αυτά που σου αρέσουν και σε παθιάζουν, για τα υπόλοιπα δεν υπάρχει χρόνος… Η αρρώστια δεν είναι μόνο ταλαιπωρία. Υπάρχουν και όμορφες στιγμές. Η ζωή είναι κατά 20% αυτό που σου συμβαίνει, και κατά 80% ο τρόπος με τον οποίο αντιδράς σε αυτό που σου συμβαίνει. Δεν λέω ότι είμαι ευγνώμων για τον καρκίνο μου, όμως η ασθένεια μπορεί να μας διδάξει πολλά για το πώς είμαστε φτιαγμένοι. Μπορεί, επίσης, να είναι μια ευκαιρία…».
Η διάγνωση -καρκίνος στο πάγκρεας- έγινε τον Νοέμβριο του 2017. Ο Βιάλι βρήκε το κουράγιο να ανακοινώσει τα σοκαριστικά νέα στη σύζυγό του, Κάθριν, και στις δύο έφηβες κόρες του, Ολίβια και Σοφία, την επόμενη, κιόλας, μέρα, όπως είχε αποκαλύψει λίγα χρόνια αργότερα στην Daily Mail. Προσπάθησε να τις πείσει ότι ακόμη κι εκείνη τη στιγμή ένιωθε τυχερός. Ως ένα βαθμό, το πίστευε και ο ίδιος: «Δεν σκέφτηκα, ούτε στιγμή, “γιατί σε μένα;”. Οπως δεν το είπα όταν ήμουν ένας στους χίλιους που τα κατάφερε ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Εχω την οικογένειά μου, την αγάπη της γυναίκας μου, τις κόρες μου, τους φίλους μου, ανθρώπους που με συμπαθούν, με σκέφτονται και μου στέλνουν θετική ενέργεια. Ισως, ήταν κάτι που έπρεπε να περάσω για να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Αν ήμουν γενναίος; Δεν ξέρω αν αυτή είναι η σωστή λέξη. Πιστεύω ότι αυτό που με χαρακτηρίζει, είναι η επιμονή για να τα καταφέρω. Δεν ξέρω τι σημαίνει γενναιότητα. Μόνον όταν φοβάσαι, μπορείς να γίνεις θαρραλέος. Εάν δεν ξεπεράσεις τον φόβο, πώς θα ξέρεις ποιος είσαι πραγματικά;».
Από όλον τον υπόλοιπο κόσμο το κρατούσε κρυφό. Για να μη φαίνεται ότι είχε χάσει βάρος, φορούσε πουλόβερ κάτω από τα ρούχα του. Δεν ήθελε να τον αντιμετωπίζουν με οίκτο. Μοιράστηκε το μυστικό του όταν κέρδισε την πρώτη μάχη, έπειτα από πολλούς μήνες χημειοθεραπείας και ακτινοβολίας. Για να δώσει κουράγιο σε άλλους καρκινοπαθείς, να παλέψουν όπως έκανε εκείνος. «Ελπίζω, η ιστορία μου να εμπνεύσει ανθρώπους που βρίσκονται σε αυτό το καθοριστικό σταυροδρόμι της ζωής. Εύχομαι να με κοιτάξει κάποιος στα μάτια και να μου πει: «Δεν τα παράτησα, χάρη σε σένα».
Ολον αυτόν τον καιρό προσπαθούσε να βλέπει τα πράγματα με αισιοδοξία. Να επικεντρώνεται σε ό,τι τον ευχαριστούσε, να κάνει όνειρα για το μέλλον, να κρατάει τον εαυτό του απασχολημένο. Ξυπνούσε νωρίς, διάβαζε, έγραφε τουλάχιστον μια φράση την ημέρα, διαλογιζόταν, μάθαινε κάτι καινούργιο. «Ενιωθα ότι ταξίδευα με έναν ανεπιθύμητο σύντροφο». Το πιο ισχυρό αντικαταθλιπτικό, του το πρόσφερε τον Οκτώβριο του 2019 ο αδελφικός του φίλος, Ρομπέρτο Μαντσίνι, προπονητής της «Σκουάντρα Ατζούρα». Του πρότεινε να γίνει συνεργάτης του στο πρότζεκτ για τη δημιουργία της «νέας εθνικής Ιταλίας». Δέχτηκε, και δεν το μετάνιωσε. Το καλοκαίρι του 2021 η Ιταλία κατέκτησε το Euro στο «Γουέμπλεϊ», εκεί που 19 χρόνια πριν η Σαμπντόρια του Βιάλι και του Μαντσίνι είχε χάσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών από την Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ. Ηταν η τελευταία ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του.
Την Ανοιξη του 2020 οι γιατροί του είχαν πει πως είναι, πια, «καθαρός». Ο διακεκριμένος ογκολόγος, καθηγητής Ντέιβιντ Κάνινγκχαμ, ο οποίος τον παρακολουθούσε -φανατικός οπαδός της Τσέλσι και θαυμαστής του από τότε που ο Βιάλι αγωνιζόταν στην ομάδα του Λονδίνου-, του έδωσε ελπίδες. «Νίκησα, αλλά ακόμη φοβάμαι να το φωνάξω. Θέλω αυτή η διάσημη φράση -“το μόνο που μετράει, είναι η υγεία”- να γίνει το κέντρο της ζωή μας», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του. Δυστυχώς, όμως, ο όγκος επέστρεψε. Το ανακοίνωσε ο ίδιος τον Δεκέμβριο του 2021 κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Gianluca gonfia la rete» (Ο Τζιανλούκα γεμίζει το δίχτυ). «Ο φιλοξενούμενος, όπως τον αποκαλώ, είναι πάντα εδώ, μαζί μου…».
Τον περασμένο Ιούλιο, απαντώντας στις ευχές των φίλων του με αφορμή τα 58α γενέθλιά του, είχε γράψει στα social media: «Θεωρώ την αρρώστια μια φάση της ζωής μου. Τη βλέπω σαν συνοδοιπόρο που ελπίζω, αργά ή γρήγορα, να κουραστεί και να μου πει: Οκ, σε άλλαξα. Σου έδειξα το μονοπάτι που πρέπει να περπατήσεις. Τώρα είσαι έτοιμος». Στην πραγματικότητα, όμως, είχε αρχίσει να χάνει τις ελπίδες του. Διαισθανόταν ότι ήταν τα τελευταία του. «Ελπίζω να ζήσω όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά νιώθω πολύ πιο εύθραυστος από πριν και αναρωτιέμαι αν αυτό που δείχνω στις κόρες μου, είναι το σωστό. Προσπαθώ να είμαι ένα θετικό παράδειγμα, να τους διδάξω ότι η ευτυχία εξαρτάται από την οπτική γωνία μέσα από την οποία βλέπεις τη ζωή. Να τους εξηγήσω ότι δεν χρειάζεται να το παίζεις κάποιος, ότι πρέπει να ακούς περισσότερο και να μιλάς λιγότερο, να βελτιώνεσαι κάθε μέρα, να γελάς συχνά, να βοηθάς τους άλλους».
Ο Βιάλι ήταν αισθηματίας και αλτρουϊστής, πολύ πριν του χτυπήσει την πόρτα ο καρκίνος. Οταν ο συμπαίκτης και φίλος του, Αντρέα Φορτουνάτο, είχε διαγνωσθεί με μια σπάνια μορφή λευχαιμίας και πάλευε να κρατηθεί στη ζωή με χημειοθεραπείες, εκείνος είχε ξυρίσει τα μαλλιά του. Για να του δείξει ότι σε αυτόν τον αγώνα του δεν είναι μόνος.
Το 2006, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του «The Italian Job: A Journey to the Heart of Two Great Footballing Cultures», είχε ανακοινώσει ότι όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις θα διατεθούν στην έρευνα κατά του καρκίνου. Ενδιαφερόταν για τους γύρω του. Οταν κάποιος συμπαίκτης του στη Γιουβέντους είχε πρόβλημα, δεν δίσταζε να τηλεφωνήσει στον Ανιέλι και να του ζητήσει να τον βοηθήσει.
Ηταν χαμογελαστός, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές του. Με χιούμορ και ακομπλεξάριστος: «Ναι, ο Ρομπέρτο (Μαντσίνι) ήταν ο όμορφος, αλλά ο γλυκός τύπος που θα έσπαγε τον πάγο με τις κυρίες, ήμουν εγώ». Οταν η Τσέλσι, στην οποία χάρισε τις πρώτες μεγάλες της επιτυχίες, εξαγοράστηκε από τον Αμπράμοβιτς, είχε πει: «Είναι σαν μια όμορφη γυναίκα που παντρεύτηκε έναν πλουσιότερο άνδρα, αφού με παράτησε». Πολεμιστής και ηγέτης μέσα στο γήπεδο, αλλά χωρίς να προκαλεί: «Μην πιστεύετε όποιους λένε ότι το ποδόσφαιρο είναι πόλεμος. Είναι ένα άθλημα, ένα παιχνίδι. Και τα παιχνίδια, τα παίζεις με τους φίλους σου».
Τον αγάπησαν, όπου κι αν πήγε. Στη Γένοβα, στο Τορίνο, στο Λονδίνο. Μαζί με τον Μαντσίνι οδήγησε τη μικρή Σαμπντόρια στο πρώτο (και τελευταίο της, μέχρι σήμερα) «Σκουντέτο». Η Σαμπντόρια και η Βερόνα ήταν οι μόνες ομάδες από την περιφέρεια που κατέκτησαν το ιταλικό πρωτάθλημα, πριν από τη Νάπολι του Μαραντόνα. Την έφτασε και τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1992. Παραμένει ο τελευταίος αρχηγός της Γιουβέντους που σήκωσε την «Κούπα με τα μεγάλα αυτιά». Με τις επιτυχίες του στην Τσέλσι, ως παίκτης – προπονητής, άνοιξε την πόρτα της Πρέμιερ Λιγκ στους ιταλούς συναδέλφους του. Τον αγάπησαν και τα media. Μιλούσε με ευγένεια και σεβασμό, τολμούσε να πει ουσιαστικά πράγματα, αυτοσαρκαζόταν.
«Υποσχέθηκα στον πατέρα μου ότι δεν θα πεθάνω πριν από αυτόν (είναι 90 ετών) και τη μητέρα μου. Τώρα που είμαι γονέας, ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο οδυνηρό, από το να χάσεις ένα παιδί». Αυτή την υπόσχεση, δεν την κράτησε. «Εφυγε» την Παρασκευή, σε ηλικία 58 ετών, αφήνοντας πίσω του υπέροχες ποδοσφαιρικές αναμνήσεις, αλλά και μαθήματα ζωής.