Καθώς ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την προσφυγή στις κάλπες μετά από μια τετραετία όπου η οικονομία όχι μόνο άντεξε τα διαδοχικά σόκ της πανδημίας, του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης, αλλά επίσης αυξήθηκε κατά 10% (από το 2019) το εθνικό εισόδημα και διατίθενται 70 δισ. ευρώ για επενδύσεις που μπορούν να αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο, το ερώτημα που τίθεται είναι: «Ποιος θα κάνει τις μεταρρυθμίσεις»;
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η οικονομία παρουσιάζει σημάδια σταθερότητας, η δημοσιονομική διαχείριση έχει επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα, οι πόροι για τις επενδύσεις υπάρχουν από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ και οι τράπεζες πατάνε σε γερά θεμέλια.
Ολα αυτά αποτελούν την «προίκα» της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές και τη βάση της χάραξης της οικονομικής πολιτικής. Ομως, προκειμένου να συνεχιστεί η αναπτυξιακή πορεία, απαιτείται να προχωρήσει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα σε ένα περιβάλλον σταθερότητας και συνεννόησης, και μάλιστα να ληφθούν αποφάσεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που παρουσίασε η υποδιοικήτρια Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι μειώθηκε το 2022 σε επίπεδα καλύτερα των αρχικών εκτιμήσεων, ενώ για το 2023 προβλέπεται επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 0,7% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσει την ταχεία αποκλιμάκωσή του το 2023, λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Ωστόσο, όπως τόνισε η κυρία Παπακωνσταντίνου, «οι κίνδυνοι παραμένουν, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν τελείωσε και ο πληθωρισμός επιμένει».
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα και τους πόρους να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια, καθώς:
- Θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισ. ευρώ από τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ μέχρι το 2027
- Εως το 2026μ θα εισρεύσουν 30 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
Με αυτά, λοιπόν, τα «όπλα», αλλά και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα μετά από τις εκλογές, ολοκληρώνεται η επιστροφή της Ελλάδας στην ομαλότητα και στις αγορές, αφήνοντας οριστικά πίσω τα πέτρινα χρόνια των μνημονίων.
Η έκθεση, όμως, της οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό (όπως δείχνει και το διευρυνόμενο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο) απαιτεί υπερπροσπάθεια προκειμένου η χώρα μας να αυξήσει το μερίδιό της στις αγορές των εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Αλλά και για να αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα που επικρατεί στις αγορές κεφαλαίων, κάτι που οδηγεί στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού κρατών και επιχειρήσεων.
Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θυμίζει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να «κολυμπήσει» μόνη και να επιτύχει ευνοϊκούς όρους δανεισμού, ώστε να μην αυξηθούν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους. Παράλληλα με αυτή την προσπάθεια, η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού που, σε συνδυασμό με τη χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας, περιορίζει τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης.
Οι έξι προτεραιότητες
Σε αυτόν τον καμβά που συνθέτει την εικόνα της οικονομίας, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταλήξει στα σημεία-κλειδιά που πρέπει να διέπουν την οικονομική πολιτική της επόμενης τετραετίας:
1. Η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας.
Ο κανόνας αυτός αποκλείει την καταβολή οριζόντιων επιδομάτων, όπως π.χ. έγινε με τους λογαριασμούς ενέργειας. Αντιθέτως, είναι αναγκαίο να δοθούν κίνητρα για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και πράσινης μετάβασης.
Από το 2024 και έπειτα η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώκει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, προκειμένου να καλύπτονται οι δαπάνες τόκων. Η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μια μακρά περίοδο προϋποθέτει σημαντική αναμόρφωση των δαπανών και των εσόδων του προϋπολογισμού.
Ειδικότερα, απαιτείται αύξηση δαπανών για δημόσιες επενδύσεις, εκπαίδευση, υγεία και κοινωνική προστασία, καθώς και βελτίωση της διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος και ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης, με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής σε φόρους εισοδήματος και ΦΠΑ.
2. Η υλοποίηση δράσεων για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
Είναι αναγκαία η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, με έμφαση στην αναβάθμιση των υποδομών, στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, και πρωτοβουλίες που οδηγούν σε βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και των θεσμών διακυβέρνησης.
3. Η αντιμετώπιση της διπλής κρίσης, ενεργειακής και κλιματικής, απαιτεί επίσης τη βελτίωση των δικτύων και την επέκταση των υποδομών σε ηλεκτρικές διασυνδέσεις, αλλά και την ανάπτυξη συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ενέργειας.
4. Η ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, που διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και ενισχύουν την επιχειρηματικότητα.
«Να μη χαθούν όσα έγιναν»
5. Κρίσιμη παράμετρος είναι η διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και η διασφάλιση ότι θα διατηρηθούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας που επιτεύχθηκαν την τελευταία δεκαετία. Η αντιμετώπιση των στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας, όπως το υψηλό ποσοστό ανεργίας και η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Αυτό προϋποθέτει αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων και άμεση στήριξη στους ανέργους και σε όσους έχουν οριακή σύνδεση με την αγορά εργασίας.
6. Κατά την ΤτΕ, για την ανάπτυξη της οικονομίας, πέραν ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος, απαιτείται η στήριξη της κεφαλαιαγοράς και η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων με πιο τολμηρά βήματα. Είναι ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης των επενδύσεων πέραν των τραπεζικών πιστώσεων και των ευρωπαϊκών πόρων, μέσω των κεφαλαιαγορών και της εναλλακτικής χρηματοδότησης.
Ιδιωτικοποιήσεις και ξένες επενδύσεις
Σημαντικός παράγοντας για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών είναι οι ξένες άμεσες επενδύσεις, οι οποίες επίσης προάγουν στενότερους εμπορικούς δεσμούς με χώρες και επιχειρήσεις με τεχνολογίες αιχμής, και διευκολύνουν τη συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Για να προσελκύσει η χώρα άμεσες ξένες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να δοθεί έμφαση στην άρση αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα και οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση διαφορών.