Οπως έγραψε πριν από 120 χρόνια σχεδόν ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ στο πρωτότυπο κατασκοπευτικό μυθιστόρημά του «Κιμ», η κατασκοπεία έγκειται στο να ζει κανείς με πολλές διαφορετικές ταυτότητες. Σύμφωνα με τη νέα σειρά του Netflix «The Spy» (διαθέσιμη ήδη και στην Ελλάδα) ο ισραηλινός κατάσκοπος Ελι Κοέν (τον υποδύεται ο Σάσα Μπάρον Κοέν) κατείχε την εν λόγω τέχνη όσο κανένας άλλος.
Ο εβραϊκής καταγωγής Ελι Κοέν γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1924 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, φοίτησε σε γαλλικό σχολείο και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καΐρου, καταλήγοντας να μιλά άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και αραβικά. Το 1949 η οικογένειά του εγκατέλειψε τη χώρα με προορισμό το Ισραήλ. Εκείνος παρέμεινε στην Αίγυπτο αλλά μετακινήθηκε τελικά κάποια στιγμή στη νέα πατρίδα του, μόνο και μόνο για να υιοθετήσει μια νέα ταυτότητα και να περάσει στη συνέχεια στη Συρία.
Η ιστορία της ζωής του είναι πραγματικά εντυπωσιακή, τόσο ώστε να πειστεί ο ισραηλινός Γκίντεον Ραφ (δημιουργός του «Prisoners of War» πάνω στο οποίο βασίστηκε το «Homeland») να ασχοληθεί μαζί της και ο Σάσα Μπάρον Κοέν να υποδυθεί τον ισραηλινό κατάσκοπο. Μάλιστα ο πατέρας του δημοφιλούς ηθοποιού, αναφέρει η Telegraph σε εκτενές κείμενό της, ένας ορθόδοξος εβραίος λογιστής, τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση, και στον Κοέν προτάθηκε να παίξει τον ρόλο του λίγο μετά τον θάνατο του. «Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να το κάνω», αποκάλυψε ο ίδιος.
Εβραίος σιωνιστής ή άραβας εθνικιστής;
Και εάν η μετάλλαξη του κωμικού ηθοποιού σε έναν αδίστακτο κατάσκοπο ενδεχομένως να φαίνεται σε κάποιους απίθανη, δεν συγκρίνεται στο ελάχιστο με τη μετάλλαξη του Ελι Κοέν, ενός σιωνιστή εβραίου, σε άραβα εθνικιστή και επιφανές μέλος της κοινωνίας της Συρίας με άκρως αντισημιτικά αισθήματα.
Σήμερα ο Ελι Κοέν στο Ισραήλ θεωρείται εθνικός ήρωας. Η αρχή της κατασκοπευτικής του καριέρας, ωστόσο, σημαδεύτηκε από την εμπλοκή του σε μια από τις μεγαλύτερες κατασκοπευτικές αποτυχίες της πατρίδας του που έμεινε στην ιστορία ως «Υπόθεση Λαβόν» από το επίθετο του τότε υπουργού Αμυνας του Ισραήλ Πινχάς Λάβον.
Το 1954 οι Βρετανοί εξέταζαν σοβαρά το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν οριστικά την Αίγυπτο, προοπτική τρομακτική για τους Ισραηλινούς οι οποίοι φοβόντουσαν την ανάπτυξη και την ενίσχυση μιας πολυπληθούς αραβικής χώρας στα νότια σύνορά τους, την οποία έως τότε χαλιναγωγούσε το Λονδίνο.
Αποφάσισαν έτσι να καταστρώσουν και να εξαπολύσουν μια σειρά από βομβιστικές επιθέσεις κατά βρετανικών και αμερικανικών στόχων (κινηματογράφων, βιβλιοθηκών και εκπαιδευτικών κέντρων) εντός της Αιγύπτου με τέτοιον τρόπο ώστε να φανεί ότι υπεύθυνοι ήταν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, οι αιγύπτιοι κομμουνιστές, ταραχοποιά στοιχεία και τοπικοί εθνικιστές. Στόχος των Ισραηλινών ήταν να πειστούν οι βρετανοί κατακτητές για την ανάγκη παραμονής των στρατευμάτων τους στην περιοχή του Σουέζ. Τις βόμβες ανέλαβαν να τοποθετήσουν μια ομάδα εβραίων αιγύπτιων πολιτών που στρατολόγησαν οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ.
Ο 30άχρονος Ελι Κοέν παρείχε τη στήριξή του στον εν λόγω πυρήνα, με αποτέλεσμα μετά την αποκάλυψή του να συλληφθεί και αυτός. Δεν καταδικάστηκε λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχειών. Δύο, ωστόσο, μέλη της ομάδας αυτοκτόνησαν λίγο μετά τη σύλληψή τους και άλλα δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Αλλά ο Κοέν επέλεξε να παραμείνει στην Αίγυπτο έως το 1956 και μόνον μετά την κρατικοποίηση του Σουέζ από τον Νάσερ αποφάσισε να περάσει στο Ισραήλ, έχοντας ήδη μάθει να μιλάει και εβραϊκά.
Σύντομα μετά την άφιξή του γνώρισε μέσω του αδελφού του μια νοσοκόμα ιρακινής καταγωγής την οποία παντρεύτηκε τελικά. Εκείνη την περίοδο τα επιτελικά στελέχη της αποκαλούμενης Unit 131, της ομάδας ειδικών αποστολών των μυστικών υπηρεσιών των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, αναζητούσαν το κατάλληλο άτομο για να μεταβεί και να εγκατασταθεί στη Δαμασκό, στην καρδιά του πιο επικίνδυνου και απρόβλεπτου από τους εχθρούς του Ισραήλ. Οι Σύροι έβαλαν ήδη κατά ισραηλινών στόχων στα υψίπεδα του Γκολάν. Περισσότερο, όμως, οι Ισραηλινοί ανησυχούσαν για την πρόθεση των Σύρων να εκτρέψουν την ροή του Ιορδάνη ποταμού από τον οποίο εξαρτιόνταν.
Αρχικά οι ισραηλινοί αρχιπράκτορες πλησίασαν τον κουνιάδο του Κοέν, ο οποίος, ωστόσο, αρνήθηκε την πρότασή τους. Αναγκάστηκαν, οπότε, να στρατολογήσουν τον Κοέν, παρά τους ενδοιασμούς που είχαν λόγω της υπερβολικής αυτοπεποίθησής του. Μετά τη βασική εκπαίδευσή του, κατά την οποία έμαθε να απομνημονεύει στιγμιαία πληροφορίες, να αναγνωρίζει τύπους αρμάτων μάχης και πυροβόλων, να εξαφανίζει τα ίχνη του, να χρησιμοποιεί τον ασύρματο και, το κυριότερο,να ζει ωσάν να είναι κάποιος άλλος, ήρθε σε επαφή με έναν ιμάμη που τον μύησε στο κοράνι και του έμαθε τις μουσουλμανικές προσευχές.
Και έτσι ο Ελι Κοέν έγινε ο Καμάλ Αμίν Ταμπέτ από τη Συρία, γιος του εμπόρου υφασμάτων Αμίν Ταμπέτ και της Σάιντα Ιμπραήμ. Ο Καμάλ γεννήθηκε στη Βηρυτό αλλά μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια όπου μετακόμισαν οι γονείς του όταν εκείνος ήταν τριών ετών. Αρκετά χρόνια μετά, το 1946,ο Καμάλ μετέβη τελικά μαζί με την οικογένειά του στην Αργεντινή, ακολουθώντας ένας συγγενή τους που είχε μεταναστεύσει εκεί, με τον Καμάλ να εξελίσσεται με τα χρόνια σε επιτυχημένο και πλούσιο επιχειρηματία.
Τον Φεβρουάριο του 1961 ο Ελι Κοέν μετέβη στη Ζυρίχη και από εκεί στο Μπουένος Αιρες όπου έμαθε ισπανικά και εξοικειώθηκε με το περιβάλλον όπου υποτίθεται πως μεγάλωσε ως Καμάλ Ταμπέτ. Και βελτίωσε ακόμη περισσότερο τα αραβικά του έως τη στιγμή που έλαβε το νέο διαβατήριό του και συγχρόνως την εντολή να εισέλθει στην μεγάλη συριακή κοινότητα του Μπουένος Αιρες.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Καμάλ Ταμπέτ ήρθε σε επαφή ακόμα και με αξιωματούχους της συριακής πρεσβείας στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν και ο στρατιωτικός ακόλουθος Αμίν αλ Χαφίζ, στον οποίο ο Ταμπέτ επαναλάμβανε διαρκώς πως λαχταρούσε να επιστρέψει στη Συρία.
Κατακτώντας την πολιτική και στρατιωτική ελίτ της Συρίας
Τελικά ο Κοέν μετέβη στο Μόναχο και από εκεί στη Γένοβα. Στο ιταλικό λιμάνι επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό τον Λίβανο από όπου πέρασε στη συνέχεια οδικώς στην επικράτεια της Συρίας. Αλλά σε αντίθεση με τους περισσότερους πράκτορες οι οποίοι συνήθως επιδιώκουν να χαθούν μέσα στο πλήθος, ο Κοέν έπρεπε να παρουσιαστεί αμέσως στις στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ της Συρίας. Φρόντισε, οπότε, να νοικιάσει μια πολυτελή βίλα κοντά στο αρχηγείο των συριακών ενόπλων δυνάμεων και στις κατοικίες των ξένων διπλωματών.
Και κατάφερε να κερδίσει εύκολα την εύνοια σημαντικών πολιτικών και υψηλόβαθμων στρατιωτικών κυρίως λόγω των πάρτι που διοργάνωνε στο σπίτι του με άφθονο αλκοόλ και γυναίκες ελευθερίων ηθών. Στις αναφορές του περιέγραψε, μεταξύ άλλων και την άνοδο του κόμματος Μπάαθ, το οποίο εδραιώθηκε ταχύτατα στην πολιτική εξουσία της Συρίας και το 1958 οδήγησε τη χώρα στην Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία με την Αίγυπτο. Η συνύπαρξη, ωστόσο, με την Αίγυπτο απέτυχε. Τον Δεκέμβριο του 1959 τα μέλη του Μπάαθ αποσύρθηκαν από την κυβέρνηση και το 1961 η Συρία αποσύρθηκε από την Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία.
Επειτα από δύο χρόνια, ωστόσο, τον Μάρτιο 1963 το Μπάαθ ανακατέλαβε την εξουσία στη Συρία με στρατιωτικό πραξικόπημα. Και εντελώς συμπτωματικά ο στρατιωτικός ακόλουθος και φίλος του Κοέν από το Μπουένος Αιρες Αμίν αλ Χαφίζ, ανέλαβε χρέη υπουργού Αμυνας της Συρίας ενώ στη συνέχεια, μετά από ένα άλλο πραξικόπημα που σημειώθηκε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ξαφνικά ο Κοέν είχε πρόσβαση στην κορυφή της εξουσίας. Επιδείκνυε τα πλούτη του, δώριζε ακριβά αυτοκίνητα και κοσμήματα σε ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους και συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και συζητήσεις στις οποίες επιχειρηματολογούσε υπέρ των μπααθιστών με αποτέλεσμα να προταθεί ακόμα και για την ανάληψη κάποιου υπουργείου.
Κατά την παραμονή του στη Συρία συγκέντρωσε πλήθος πολύτιμων πληροφοριών. Φέρεται επίσης να έμαθε για τα σχέδια των Σύρων να εκτρέψουν την πορεία του Ιορδάνη Ποταμού από τον σαουδάραβα μηχανικό που είχε κερδίσει τον σχετικό διαγωνισμό, τον Μοχάμεντ μπιν Λάντεν, πατέρα του Οσάμα μπιν Λάντεν.
Το πιο ισχυρό όπλο που κατείχε ο Κοέν ήταν ο φαινομενικός αλλά άκρατος αντισημιτισμός που εξέφραζε διαρκώς, ζητώντας από τους καινούργιους φίλους του να καταστρέψουν το Ισραήλ ολοσχερώς. Οταν εκείνος υποστήριξε πως δεν έχουν το θάρρος και τα μέσα για να το κάνουν, εκείνοι επέλεξαν να κάνουν μαζί του μια περιοδεία στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Συρίας.
Τον Νοέμβριο του 1964 ο Κοέν επέστρεψε στο σπίτι του για σύντομο χρονικό διάστημα και υποσχέθηκε στη γυναίκα του πως την επόμενη χρονιά επρόκειτο να επιστρέψει οριστικά στο Ισραήλ. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, οι Ισραηλινοί απάντησαν με καταστροφική ακρίβεια σε ένα θερμό επεισόδιο που σημειώθηκε στα σύνορα με τη Συρία, γεγονός που έπεισε τους Σύρους ότι υπήρχε ένας μυστικός πράκτορας στις τάξεις τους.
Αρχικά δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Αλλά τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιά μπόρεσαν να απομονώσουν τα σήματα εκπομπής του ασυρμάτου του Κοέν. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Σύρων τα σήματα προέρχονταν από την πολυτελή κατοικία του. Αλλά εκεί διέμενε ο Καμάλ Ταμπέτ ο οποίος επρόκειτο να γίνει υπουργός και επιθυμούσε την καταστροφή του Ισραήλ. Οπότε περίμεναν έως ότου ήταν αδιαμφισβήτητο πως τα σήματα προέρχονταν από εκεί. Αποφάσισαν τελικά να εισβάλουν στο σπίτι του, συλλαμβάνοντας τον επ’ αυτοφόρω να χρησιμοποιεί τον ασύρματό του.
Αφότου αποκαλύφτηκε η πραγματική του ταυτότητα άρχισε ένα κυνήγι μαγισσών με εκατοντάδες άτομα να ανακρίνονται και δεκάδες να συλλαμβάνονται, συμπεριλαμβανομένων και πολλών νεαρών γυναικών. Την 31η Μαρτίου του 1965 ο Ελι Κοέν καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Εκτελέστηκε την 18η Μαΐου στην ιστορική Πλατεία των Μαρτύρων (Al Marjeh) στο κέντρο της Δαμασκού. Τρία χρόνια μετά κυκλοφόρησε οπτικό υλικό της εκτέλεσής του.
Σήμερα στο Ισραήλ όλοι αναγνωρίζουν, πέρα από το αδιαμφισβήτητο θάρρος του, και την τεράστια συμβολή του στην εδραίωση του σύγχρονου ισραηλινού κράτους. Κατά τους μήνες που ακολούθησαν ένας σύρος αξιωματούχος παραδέχτηκε οργισμένος ότι είχε πρόσβαση στα πάντα. Τόσο σημαντικές ήταν οι πληροφορίες που κατάφερε να συγκεντρώσει που αρκετοί του χρεώνουν τις επιτυχίες που σημείωσε το Ισραήλ, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, κατά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών, το 1967.
Η Συρία εξακολουθεί να αρνείται να παραδώσει στο Ισραήλ τα λείψανά του. Λέγεται μάλιστα πως οι Σύροι προέβησαν στην ανακομιδή τους και στην εκ νέου ταφή τους τουλάχιστον τρεις φορές ώστε να μην μπορέσουν να τα ανακτήσουν οι ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ. Πέρυσι, ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας ειδικής αποστολής της Μοσάντ κατάφεραν να πάρουν πίσω το ρολόι του το οποίο κατέληξε τελικά στη χήρα του που είναι ακόμη στη ζωή. «Ξεράθηκε το στόμα μου και με έπιασε ρίγος. Αισθάνθηκα πως μπορούσα να νιώσω το χέρι του», είχε δηλώσει τότε η Νάντια Κοέν η οποία έμαθε πως ο άνδρας της ήταν μυστικός πράκτορας μόνον μετά την εκτέλεσή του.