Εκατοντάδες αγροτικοί γιατροί είναι ακροβολισμένοι σε κάθε γωνιά του ελλαδικού χάρτη, καθώς υποχρεούνται, βάσει νόμου, να «τριφτούν» επί 12 μήνες στην υπηρεσία υπαίθρου. Ορισμένοι μαρτυρούν πως το «βάπτισμα του πυρός» έχει υπάρξει έως και τραυματικό. Θυμούνται το καρδιοχτύπι, την αδρεναλίνη που χτύπησε κόκκινο, το βαρύ φορτίο που βάρυνε αίφνης τους ώμους τους.
Το… χουντικό αυτό μέτρο (η υπηρεσία υπαίθρου καθιερώθηκε με νομοθετικό διάταγμα του 1968, που φέρει την υπογραφή του αντιβασιλέα Γεωργίου Ζωιτάκη) σήμερα εκσυγχρονίζεται, μετά την πρόσφατη ψήφιση του σχετικού νόμου και την έκδοση της υπουργικής απόφασης. που μετατρέπει τις θέσεις υπηρεσίας υπαίθρου σε θέσεις Προσωπικού Ιατρού. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος, που αναφέρεται σε ένα ακόμη δομικό λάθος στην (κατά τα άλλα αναγκαία) διαμόρφωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ).
Κατευθείαν στα βαθιά
Νεαρή γιατρός, απόφοιτη της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, που σήμερα υπηρετεί σε Κέντρο Υγείας της Πελοποννήσου, εξιστορεί μέσα από τα δικά της πρώτα βήματα εκείνα που έμαθε αλλά και τα όσα μάταια περίμενε και εξηγεί γιατί η υπηρεσία υπαίθρου ισοδυναμεί με μια απότομη είσοδο στην ιατρική καθημερινότητα.
Εστιάζει στο πρώτο παράδοξο ενός συστήματος που δοκιμάζει τις αντοχές και τα όρια των νέων επιστημόνων κατά την υποχρεωτική θητεία υπαίθρου. Πριν τοποθετηθούν στο πόστο τους (Περιφερειακό Ιατρείο, Κέντρο Υγείας κ.ο.κ.), προηγείται ένας εισαγωγικός, εκπαιδευτικός, μήνας σε νοσοκομείο της περιοχής. Ομως, λόγω των λίγο-πολύ γνωστών ελλείψεων στα νοσηλευτικά ιδρύματα της περιφέρειας, νέοι επιστήμονες χωρίς πείρα (αρκετοί ξεκινούν «αγροτικό» αμέσως μετά την αποφοίτηση και εν αναμονή της έναρξης ειδικότητας) εντάσσονται αναγκαστικά στην πρώτη γραμμή των εφημεριών.
Για ορισμένους μάλιστα (ευτυχώς όχι στη δική της περίπτωση), η… εκπαιδευτική αυτή διαδικασία παρατείνεται αναγκαστικά εξαιτίας της έλλειψης εργατικού δυναμικού στο ΕΣΥ, με αρκετούς να προειδοποιούν πως η επόμενη γενιά ειδικευμένων γιατρών θα έχει ήδη καταρρακωθεί από το burnout.
Ισως, όπως παραδέχεται η ίδια, η πιο τρομακτική εμπειρία που έζησε τις πρώτες ημέρες που δούλευε ως γιατρός, ήταν όταν κλήθηκε να διακομίσει ασθενή σε νοσοκομείο της Αθήνας. Χωρίς σχετική εμπειρία, ούτε εκπαίδευση, ταξίδεψε και κράτησε στη ζωή ένα ιδιαίτερα δύσκολο και περίπλοκο περιστατικό.
Και παρά το διαδεδομένο μότο που θέλει «ό,τι δεν σε σκοτώνει, να σε κάνει πιο δυνατό», η πρακτική αυτή δεν θα έπρεπε να βρίσκει εφαρμογή στην εκπαίδευση των νέων γιατρών του 21ου αιώνα.
Η νεαρή γιατρός στέκεται πρώτα στα δικαιώματα του ασθενούς, όταν τονίζει πως κατ’ αρχάς ήταν άδικο για εκείνον να λαμβάνει φροντίδα από έναν ανειδίκευτο ιατρό, που τότε δεν ήξερε καλά καλά τι ήταν το ασθενοφόρο. Και έπειτα είναι και η δική της πίεση. Οπως λέει, εκείνες τις ώρες κρατούσε τη μοίρα ενός ανθρώπου στα χέρια της. Και αυτό τής ήταν δυσβάσταχτο.
Αλλά και στο Κέντρο Υγείας ή/και στο Περιφερειακό Ιατρείο, η καθημερινότητα δεν είναι πάντα «βελούδινη». Οι νέοι γιατροί τονίζουν ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν δεν απορρέουν από την απουσία γνώσεων. Οι Ιατρικές Σχολές της χώρας παράγουν επιστήμονες υψηλού επιπέδου, οι οποίοι όμως είναι «αδούλευτοι» σε ό,τι αφορά τα θέματα διαχείρισης των ασθενών και γνώσης βασικών συστημάτων (π.χ., ηλεκτρονική συνταγογράφηση). Αρα, χρειάζονται χρόνο. Σε αρκετές περιπτώσεις, όμως, ο χρόνος αυτός φαντάζει ως προνόμιο.
Οι αγροτικοί γιατροί παραδέχονται ότι όταν επισκέπτονται (συνήθως μία ή στην καλύτερη δύο φορές την εβδομάδα) τα Περιφερειακά Ιατρεία ενός χωριού, ιδίως όταν δεν είναι ιδιαίτερα απομακρυσμένο, ο ρόλος τους περιορίζεται στη συνταγογράφηση.
Τις υπόλοιπες ημέρες εργάζονται κατά κανόνα στο Κέντρο Υγείας της περιοχής, υπό την καθοδήγηση έμπειρων, ειδικευμένων γιατρών (π.χ. Παθολόγων, Γενικών Ιατρών). Δίπλα τους μαθαίνουν, εξελίσσονται… Αρκετές φορές βέβαια, κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, λόγω και πάλι των ελλείψεων σε μόνιμο προσωπικό ή εξαιτίας του φόρτου εργασίας που επωμίζονται οι υγειονομικές μονάδες δημοφιλών τουριστικών περιοχών.
Αγροτικός και προσωπικός, σε ένα
Ο νομοθέτης όμως, αίφνης, τους δίνει έναν ακόμη ρόλο: Αυτόν του Προσωπικού Ιατρού. Το σχέδιο δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη και υπό το πρίσμα αυτό, το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο.
Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη, έχει επαναλάβει πολλάκις εντός και εκτός Βουλής, πως οι νέοι γιατροί θα εκπαιδεύονται πριν από την ανάληψη των νέων καθηκόντων τους ως Προσωπικοί Ιατροί. Με τον τρόπο αυτό, επιχειρεί να παρηγορήσει την αγωνία τους, ενισχύοντας παράλληλα έναν θεσμό που δεν κατάφερε να πείσει τους ειδικευμένους (κυρίως λόγω απουσίας ικανοποιητικών οικονομικών κινήτρων), ώστε να ενταχθούν σε αυτόν.
Η ίδια, μάλιστα, πρόσφατα χαρακτήρισε αντιφατικό από τη μία να αντιμετωπίζονται οι νέοι ιατροί ως ικανοί και από την άλλη να απαξιώνονται. «Εχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος, είναι γιατροί, οι οποίοι φροντίζουν τη μάνα, τον πατέρα, τα σόγια όλων μας που ζουν στην επαρχία, και δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους κάθε μέρα, και νομίζω τους αξίζει να αναγνωρίζουμε το έργο τους».
Ενας απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής μονολογεί, όταν η κουβέντα πάει στο αγροτικό, ότι δεν είναι αυτό το όνειρό του. Δεν επιθυμεί να ακολουθήσει τη Γενική Ιατρική και συνεπώς πρόκειται για ένα πεδίο που αφενός δεν γνωρίζει και αφετέρου δεν θα επιδίωκε ποτέ να μάθει.
Να όμως, που τώρα πρέπει… Και παράλληλα πρέπει να εκπαιδευτεί ξανά, νιώθοντας πως το πτυχίο του στην πράξη δεν μετράει. «Εκπαίδευση για το αγροτικό, εκπαίδευση για τον ρόλο του Προσωπικού Ιατρού, εκπαίδευση για την ειδικότητα….», λέει, απαριθμώντας τα restart που θα αναγκαστεί να κάνει στην επαγγελματική πορεία του.
Πάντως, το δρομολογούμενο σχέδιο του υπουργείου Υγείας περιλαμβάνει την ενίσχυση των Κέντρων Υγείας με μόνιμες προσλήψεις 2.000 γιατρών (Γενικών Ιατρών, Παθολόγων, Παιδιάτρων, Νοσηλευτών κ.ο.κ), ώστε μεταξύ άλλων να υπάρχει επαρκής εποπτεία και στήριξη των νέων επιστημόνων. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται σε απομακρυσμένα μονοθέσια Περιφερειακά Ιατρεία να προκηρυχθούν επιπλέον θέσεις, ώστε σε αυτά να τοποθετούνται δύο γιατροί.
Επιπρόσθετα, θέσεις θα ανοίξουν και στα αστικά κέντρα, για παράδειγμα την Αττική και τη Θεσσαλονίκη, όπου απόφοιτοι των Σχολών θα τοποθετούνται με υποχρεωτική θητεία ως Προσωπικοί Ιατροί.
Αυτό που πλέον μένει να αποδειχθεί είναι εάν η επόμενη φουρνιά «αγροτικών» θα κληθεί να… σφίξει ακόμη περισσότερο τα δόντια της ή εάν η μετάβαση στα νέα καθήκοντα θα είναι πιο ομαλή. Εάν ισχύσει το δεύτερο, ίσως επιτευχθεί ένας ακόμη στόχος: Ορισμένοι από αυτούς πιθανώς να επιστρέψουν στις «ξεχασμένες» ειδικότητες της Γενικής Ιατρικής και της Παθολογίας, που σήμερα έχουν χάσει την αίγλη τους, αποδεχόμενοι τα πρόσφατα θεσμοθετημένα επιστημονικά (καθώς αναμένεται να υπάρχει ένα πιο σίγουρο μονοπάτι σταδιοδρομίας) και οικονομικά (40.000 ευρώ μπόνους) κίνητρα. Εάν όμως ισχύσει το πρώτο, τότε θα έχει χαθεί μία ακόμη ευκαιρία…