Ήταν ισχυρή η αστυνομική δύναμη (και εντατικοί οι έλεγχοι στις τσάντες των εισερχομένων) που είχε κατακλύσει την είσοδο του ΕΒΕΑ, επί της Ακαδημίας, το βράδυ της Τρίτης 17 Δεκεμβρίου. Όχι τυχαία. Στον 6ο όροφο του κτιρίου, παρουσιαζόταν έρευνα – που συνδιοργάνωσαν το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics (LSE), το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του Παντείου Πανεπιστημίου και το Πανεπιστήμιο του Exeter – για την «Πολιτική Βία στην Ελλάδα της Κρίσης», με προσκεκλημένο τον υπουργό των ημερών: τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, στον θώκο της Προστασίας του Πολίτη.
Η έρευνα απεδείχθη άκρως ενδιαφέρουσα, της έστρωσε ομολογουμένως πολύτιμο (και πάντως εξίσου ενδιαφέρον) χαλί ο υπουργός, που πήρε πρώτος τον λόγο. Μέσες – άκρες, ο κ. Χρυσοχοΐδης (κάτω) υπήρξε οδοστρωστήρας. Δεν του χρειάστηκαν παρά ελάχιστα λεπτά για να αποδομήσει θεωρίες περί κινημάτων, να σβήσει το μελάνι που έχει ντύσει ιδεολογικά τις εξάρσεις βίας των τελευταίων ετών, να απομυθοποιήσει το υπόβαθρο τους. Στηρίχθηκε σε αυτά που ξέρει: στο ζήτημα της τρομοκρατίας.
Σημειώνοντας ότι στο πολυσυζητημένο θέμα της πολιτικής βίας έχουν διατυπωθεί εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, υποστηρικτικές και καταδικαστικές, ο κ. Χρυσοχοΐδης θυμήθηκε πολιτικούς και δημοσιογράφους, διανοούμενους και κάθε λογής διαμορφωτές της κοινής γνώμης, που έλεγαν κάποτε το μακρύ τους και το κοντό τους επί του θέματος «Τρομοκρατία».
«Κυριαρχούσαν θεωρίες συνωμοσίας και αναλύσεις επί αναλύσεων», είπε ο υπουργός, χαρακτηριστικά. «Από όλα αυτά δεν ίσχυε απολύτως τίποτε. Ήταν μύθοι. Που περισσότερο αντανακλούσαν προσωπικές προσεγγίσεις και επιθυμίες. Η αποκάλυψη έφερε και την κατάρρευση».
»Όταν, κατά καιρούς, εκδηλώνονται μορφές βίας, και η πολιτική συγκυρία το ευνοεί, πλάθονται θεωρίες περί κινημάτων νεολαίας, που θέλουν να πάρουν την τύχη στα χέρια τους. Για κινήματα μιλούσαν κάποιοι το 2008, και το 2011 (…). Κανένα κίνημα. Πρόκειται για ακραία έκφραση πολιτικής βίας, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία», πρόσθεσε.
Ο ίδιος έδωσε και ερμηνεία στη βία αυτή, χαρακτηρίζοντας την «ουρά της Δικτατορίας». «Κάποιοι συνέχισαν και αργότερα (σσ: εννοεί στη Μεταπολίτευση), ως ακτιβιστές, άλλοι ως ακτιβιστές – εξτρεμιστές, και άλλοι ακτιβιστές – εξτρεμιστές – δολοφόνοι, συμμετέχοντας σε τρομοκρατικές οργανώσεις. (…) Γιατί υπάρχει τόσο έντονα το φαινόμενο της πολιτικής βίας στη χώρα; Η συνέχισή του στηρίχθηκε στην ατιμωρησία, στο γεγονός ότι το κράτος δικαίου ήταν αδύναμο στην άσκηση των καθηκόντων του. Δεν επιβλήθηκε ποτέ τάξη».
Ο κ. Χρυσοχοΐδης αναρωτήθηκε αν έχει ποτέ κανείς πληρώσει αποζημίωση για τρόλεϊ που καταστράφηκε (και κοστίζει περί τις 100.000 ευρώ), αν γνωρίζει τι σημαίνει «αστική ευθύνη» αυτός που προ καιρού κατέστρεφε ακυρωτικά μηχανήματα στο μετρό, ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις. «Γι’ αυτό πήρε το φαινόμενο διαστάσεις εξωπραγματικές», επεσήμανε.
Ο υπουργός στάθηκε και στο κεφάλαιο «Χρυσή Αυγή»: «Στα χρόνια της κρίσης, προστέθηκε και κάτι άλλο, και αναφέρομαι στην Ακροδεξιά. Ο ελληνικός λαός δεν πίστευε στα μάτια του. Βγήκε στην επιφάνεια όλη η πολιτική χυδαιότητα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, κάτι που οδήγησε και σε αμφισβήτηση βασικών κανόνων της Δημοκρατίας».
Ο ομιλητής αναφέρθηκε στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, στις δολοφονίες των δυο νέων (Μάνος Καπελώνης, Γιώργος Φουντούλης) έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο, στα επεισόδια και τους θανάτους της Marfin, σε μια σειρά ανθρώπινες απώλειες: «Δεν τα είχε ζήσει αυτά ξανά η Ελλάδα, στον Εμφύλιο ίσως μόνο. Πρόκειται για τραύμα στο Σώμα της Δημοκρατίας, στην κοινωνία μας. Μπορεί η πληγή να μην είναι χαίνουσα, δεν έχει κλείσει όμως ακόμη».
Ο λόγος του ήταν κατηγορηματικός όταν κλήθηκε να συμπυκνώσει το μήνυμα του. «Τι απέμεινε από όλα αυτά, περί κινημάτων και οργής; Τίποτε. Ήταν κάποιοι που ασκούνταν στο βίαιο εξτρεμισμό». Τότε είπε και τη φράση – κλειδί: «Υπήρχε βεβαίως και μεγάλη ανοχή». Άλλοθι απέναντι σε βίαιες καταστάσεις, που περιφέρονταν από εκπομπή σε εκπομπή, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
Κι όταν έχεις να κάνεις με γιάφκα, μάσκες, στειλιάρια και βαριοπούλες; Ο υπουργός έψαξε την αφετηρία της σκέψης: «Πού ακουμπάει όλο αυτό στη Δημοκρατία;».
Και έφθασε στο δια ταύτα: για να λήξει το ζήτημα, δυο είναι οι προϋποθέσεις. Πρώτον, «η δημοκρατική τάξη οφείλει να ασκεί την ευθύνη της εις ολόκληρον και χωρίς εκπτώσεις», με το κράτος Δικαίου ισχυρό, και ζωντανό τον σεβασμό των Δικαιωμάτων και των Ελευθεριών. Δεύτερον, «να συμφωνήσουμε όλοι ότι δεν υπάρχει καμία, μα καμία, ανοχή στη βία. Η καταδίκη πρέπει να είναι ομόφωνη και αμετάκλητη».
«Τον τελευταίο καιρό γίνεται προσπάθεια να χαράξουμε μία καινούργια πορεία, να μπούμε πραγματικά στην κανονικότητα. Έχω την εντύπωση, ότι οι πολίτες θέλουν την κανονικότητα, θέλουν να πάμε ένα βήμα εμπρός. Στον βαθμό πού η δημοκρατική Πολιτεία αποφασίσει να εφαρμόσει το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας, η κοινωνία θα ακολουθήσει».
Τα χαρακτηριστικά της Πολιτικής Βίας
Η Λαμπρινή Ρόρη (κάτω), επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Exeter, ανέλαβε να παρουσιάσει την έρευνα (η οποία σημειωτέον είναι σε εξέλιξη), έχοντας στο πλευρό της τη Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και διευθύντρια του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών. Τον ρόλο του συντονιστή κράτησε ο Σπύρος Οικονομίδης, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, διευθυντής του Ελληνικού Παρατηρητήριου του LSE.
Βασισμένη σε καταγεγραμμένα κρούσματα βίας, από περισσότερες από 120 πηγές – ΜΜΕ, ΜΚΟ, Παρατηρητήρια, κάθε λογής δημόσια δεδομένα -, αλλά και σε συνεντεύξεις, ακόμη και σε ιδεολογικά κείμενα επιθέσεων, η έρευνα εκτείνεται σε διάστημα 11 ετών, από το 2008 ως το 2019, με κύρια ευρήματα τα εξής:
Χρονιά – ορόσημο για την έξαρση της Πολιτικής Βίας ήταν το 2008. Η συνθήκη, δύσκολη. Λιτότητα, αποδυνάμωση του δικομματισμού, ανοχή στο φαινόμενο. Η έξαρση δεν άργησε να έλθει. Ο πολιτικός εξτρεμισμός βεβαίως υπήρχε, και στην άκρα Αριστερά και στην Άκρα Δεξιά, δεν εφευρέθηκε το 2008 – ο Εμφύλιος έχει αφήσει τα δικά του πολιτισμικά τραύματα στη χώρα.
Οι ερευνητές καταγράφουν κοινή αυξητική τάση της πολιτικής βίας στις δύο μορφές της, με την άκρα Δεξιά να ανακόπτεται μετά την εκλογική συντριβή της Χρυσής Αυγής στην τελευταία αναμέτρηση. Το δίπολο άκρα Αριστερά – άκρα Δεξιά χαρακτηρίζεται άλλωστε και από ομοιότητες, και μάλιστα πολλές. Οργανωμένα χτυπήματα με παρόμοιες συμπεριφορές, επιθέσεις που έχουν ως βάση κοινή την αντικρατική διαμαρτυρία. Τα πρόσωπα της βίας μοιάζουν.
Το κύμα βίας που προέρχεται από τα αριστερά θεωρείται πάντως τρεισήμιση φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του άλλου άκρου. Η ακροαριστερή βία εστιάζεται γεωγραφικά στα αστικά κέντρα, με κορυφαία την Αθήνα και τη Β’ Πειραιά, ενώ η ακροδεξιά έχει μεγαλύτερη διασπορά στην επικράτεια, με πύκνωση στα νησιά και στο Ανατολικό Αιγαίο.
Τα πιο σοβαρά χτυπήματα πιστώνονται στην άκρα Δεξιά. Αυτή είναι που αγαπά τους ανθρώπινους στόχους (σε ποσοστό σοκ : 77,4%), η άκρα Αριστερά προτιμά στόχους υλικούς (63,9%). Η τελευταία έχει ιδιότητες που παραπέμπουν στη Μυθολογία, βγάζει από παντού κεφάλια, και πολλαπλασιάζεται με ρυθμούς αξιοσημείωτους. Έχουν καταμετρηθεί 73 οργανώσεις στο δικό της πεδίο – με τον Ρουβίκωνα να κλέβει ασφαλώς την παράσταση. Στον πόλο της άκρας Δεξιάς, μόνον οκτώ μετρώνται ως πυρήνες δράσης.
Σε ετήσιο φάσμα, η δράση της άκρας Δεξιάς δείχνει να φθάνει στο ζενίθ της τον Νοέμβριο, και στο ναδίρ της τον Απρίλιο (τυχαία; Ο μήνας είναι σημαδιακός στην ελληνική Ιστορία). Αντιστοίχως, η άκρα Αριστερά και τα έργα της αγγίζουν την κορυφή τους τον Δεκέμβριο και το ναδίρ τους τον Αύγουστο. Πάει και η Επανάσταση διακοπές.
Ιδιαίτερη αξία έχουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έρευνας, καθώς δίνουν πολιτικό στίγμα, διαφοροποιημένο από αυτό του παρελθόντος. Στην πλειοψηφία τους οι ακροαριστεροί αντιμετωπίζουν τη βία ως μέσο για να φθάσει κανείς στην Επανάσταση, εντοπίζονται όμως – και αυτό είναι λίαν σημαντικό – και μέλη καινούργιων οργανώσεων («άνθη» του καιρού της κρίσης) που βλέπουν τη βία ως αυτοσκοπό, εμφανίζοντας βίαιο ναρκισσιστικό πρόσωπο, επικίνδυνο όσο κανένα άλλο.
Η δράση των ακροαριστερών διακρίνεται δε από νιάτα και φρεσκάδα – «έντονη ηλικιακή ανανέωση» βλέπουν οι ερευνητές, υπάρχουν άλλωστε οργανώσεις που θεωρούνται πρόγονοι και επίγονοι. Οι συμμετέχοντες έχουν περισσότερα μηδενιστικά χαρακτηριστικά πλέον, ενώ (όταν υπάρχει εγκλεισμός) δεν διστάζουν να αναπτύσσουν σχέσεις με ποινικούς. Η άκρα Δεξιά εμφανίζεται πιο αδύναμη στη δομή της: διακρίνεται από μάλλον άτυπο δίκτυο των οργανώσεων μεταξύ τους, τα παρακλάδια της έχουν βραχεία διάρκεια, και σημαία της είναι η ολική ρήξη με το σύστημα.
Φωτιά στο σκηνικό βάζουν γεγονότα – καταλύτες. Κοινά για τους ακροδεξιούς και ακροαριστερούς βίαιους δρώντες, είναι η κινηματική διαμαρτυρία των Αγανακτισμένων, τα γεγονότα στις Σκουριές (εξόρυξη χρυσού) και την Κερατέα (απορρίμματα).
Για την άκρα Αριστερά, κόκκινο πανί γίνεται η δολοφονία του 15χρονου Γρηγορόπουλου από το χέρι του Κορκονέα, η ψήφιση των Μνημονίων, η δολοφονία Φύσσα, αλλά και η άρνηση στον Δημήτρη Κουφοντίνα άδειας εξόδου από τη φυλακή, οι εκκενώσεις καταλήψεων, η επέτειος της 17Ν.
Αντιστοίχως, για την άκρα Δεξιά, η άρση της ασυλίας βουλευτών της Χρυσής Αυγής, αλλά και γεγονότα πέριξ της Συμφωνίας των Πρεσπών τροφοδοτούν – μεταξύ άλλων – σοβαρές εντάσεις
Σε ατομικό επίπεδο, ρόλο στη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση φαίνεται να έχουν διαδραματίσει η κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1996 (όπως και ο Δεκέμβρης του 2008) για τους ακροαριστερούς. Το Μεταναστευτικό, η δολοφονία μελών της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο, οι συλλήψεις στελεχών του κόμματος και οι προσφυγικές ροές, «μιλάνε» στους ακροδεξιούς.
Οι ρίζες της Τρομοκρατίας και η σύγχρονη αρένα
Ο καθηγητής Νίκος Δεμερτζής, από το Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ο Στάθης Καλύβας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ερμήνευσαν την έρευνα μέσα από το δικό τους πρίσμα.
«Υπάρχει μια συγκεκριμένη θυμική ατμόσφαιρα, εντός της οποίας λαμβάνει χώρα αυτή η πολιτική βία», επεσήμανε μεταξύ άλλων ο κ. Δεμερτζής (επάνω), θυμίζοντας ότι ποτέ δεν έχουμε δει πολυπληθή διαμαρτυρία ενάντια στην πολιτική βία, την τρομοκρατία, στη χώρα. «Κι αυτή η ατμόσφαιρα έχει να κάνει με ένα διάχυτο κυνισμό, που έχει εντοπιστεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ακόμη. Οι δείκτες πολιτικής δυσανεξίας, σε συνδυασμό με τον κυνισμό των ΜΜΕ, έχουν ανεβεί κατακόρυφα. Υπάρχουν δυο στάσεις: μπορεί κανείς να διακρίνει μια αμέτοχη αδιαφορία, πολίτες δηλαδή που αντιλαμβάνονται πλήρως τι συμβαίνει γύρω τους, εμφανίζουν ωστόσο μια γνωστική άρνηση – δεν θέλουν να ξέρουν, ίσως φοβούνται. Είναι και η στάση του περίεργου παρατηρητή, που βρίσκεται στο μεταίχμιο αποδοχής – άρνησης της πολιτικής βίας. Διότι δείχνει να αντιλαμβάνεται τη βία κυρίως ως θέαμα, με τη λειτουργία που είχε η αρένα για την αρχαία Ρώμη. Η βία παράγει το δικό της κοινό. Αυτές οι δυο στάσεις συγκλίνουν σε μια ενεργητική παθητικότητα – να ένας από τους παράγοντες που εξηγεί τις αντιδράσεις στο φαινόμενο».
Ο Στάθης Καλύβας (κάτω) στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι δεν υπάρχει σχέση αιτίου – αιτιατού ανάμεσα στην πολιτική βία και την κρίση. «Η βία προϋπήρχε της κρίσης», σημείωσε χαρακτηριστικά, θυμίζοντας ότι τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008, διεξήχθησαν σε μια εποχή κατά την οποία η οικονομική ευημερία γνώριζε την κορύφωσή της.
Ο καθηγητής επικαλέστηκε μάλιστα έρευνα του κοινωνικού επιστήμονα Ιγκνάσιο Σάντσες – Κουένκα, για να τονίσει ότι, βάσει της διεθνούς εμπειρίας, οι ιστορικές ρίζες της ακροαριστερής τρομοκρατίας βρίσκονται εκεί όπου υπήρξαν δικτατορικά καθεστώτα, και μια παράδοση ακροδεξιάς χούντας. Και η Ελλάδα, μια τέτοια περίπτωση είναι.
Σε μια προσέγγιση – ερμηνεία των χαρακτηριστικών που διακρίνουν συμμετέχοντες σε επεισόδια πολιτικής βίας, ο κ. Καλύβας έκανε λόγο για «επαναστατική μυθολογία», επιμένοντας στο εύρημα της έρευνας περί «επαναστατικού ναρκισσισμού», με τη βία να εξελίσσεται σε αυτοσκοπό. «Βάσει αυτού, είχαμε τα γεγονότα τον Μάιο του 2010, και τον Φεβρουάριο του 2012», πρόσθεσε. «Υπήρξαν πρόσωπα που εκμεταλλεύτηκαν με παρασιτικό τρόπο διαδηλώσεις για να κάνουν τα δικά τους».
Αναφερόμενος σε τύπους γεγονότων, ο ίδιος υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι (ευτυχώς) δεν είχαμε στη δική μας χώρα το φαινόμενο συγκρούσεων μεταξύ άκρας Αριστεράς και άκρας Δεξιάς, όπως συνέβη κάποτε στη γείτονα Ιταλία, πυροδοτώντας την έξαρση της Τρομοκρατίας: «Το προλάβαμε στο τσακ με τον Φύσσα…».
Ο καθηγητής αξιοποίησε, δε, μια εντυπωσιακή δυσαναλογία, για να καταδείξει τον βαθμό στον οποίο το κράτος έχει απεμπολήσει την ευθύνη του. Από το 1998 ως το 2010, 6.000 εμπρηστικές επιθέσεις, 20 καταδικαστικές αποφάσεις. Η, όταν το ρίσκο μιας πράξης δεν έχει αντίκρυσμα. Η Επιστήμη της Εγκληματολογίας λέει ότι ένα τέτοιο σκηνικό οδηγεί κατά κανόνα σε έξαρση της βίας.
Σε μια χώρα με διάχυτη ιστορική καχυποψία ως προς τη λειτουργία του κράτους, σε μια πραγματικότητα όπου διαμορφωτές της κοινής γνώμης επέτρεψαν στη βία να αποκτήσει ιδεολογικό μανδύα, το πρόβλημα δεν θα μπορούσε παρά να κλιμακωθεί. Σε έρευνα του 2010, η 17Ν είχε ακόμη υψηλά ποσοστά ανοχής.
«Όχι, ο Ελληνας δεν έχει στο DNA του στοιχεία Αρματολών και Κλεφτών», είπε ο κ. Καλύβας, «δεν υπάρχει καμία ροπή προς τη βία, ούτε προς τη διαίρεση». «Όταν βλέπει ότι το κράτος λειτουργεί, επιδεικνύει την απαιτούμενη προσαρμογή. Όταν το κράτος αναλαμβάνει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες, η πολιτική κουλτούρα αλλάζει. Κι αν το κράτος λειτουργήσει, θα δούμε αλλαγές».
«Από την αρχή, είχαμε την πεποίθηση ότι δεν είναι η κρίση η super πολιτική ευκαιρία για την έξαρση της βίας», εξήγησε από την πλευρά των ερευνητών η κυρία Γεωργιάδου (επάνω). «Είναι για παράδειγμα χαρακτηριστικό ότι τα μέτρα λιτότητας ουδέποτε ενσωματώθηκαν στη ρητορική της άκρας Δεξιάς, στον ακτιβισμό της. Βασικό ρόλο φαίνεται να έχει παίξει το στοιχείο του πολιτικού κυνισμού, που αναφέρθηκε. Το συναίσθημα ότι «ο λόγος μου δεν μετράει» και «δεν μπορώ να εμπιστευθώ» θεσμούς και πρόσωπα. Ακουμπά κεντρικά μοτίβα στους ριζοσπαστικοποιημένους και των δυο άκρων (….). Δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση να δώσουμε εικόνα «βιαιοποίησης» της κοινωνίας, σαφώς και δεν διακυβεύονται ελευθερίες μας, αν δει όμως κανείς – όπως βλέπουμε εμείς – μεμονωμένα τα χτυπήματα, σε μειονότητες, σε εβραϊκά κοιμητήρια και αλλού, θα πεισθεί ότι πρόκειται για ανησυχητικά φαινόμενα».
Πέρα από πίνακες και καμπύλες, στοιχεία και αριθμούς, η εκδήλωση χαρακτηρίστηκε από ένα παράδοξο. Ο υπουργός έσπασε την παράδοση του «φεύγω διακριτικά» (μετά το πέρας της δικής του παρέμβασης ή έστω κάπου στη μέση), και κάθισε ως το τέλος της. Προφανώς, μια τέτοια έρευνα κεντρίζει το προσωπικό ενδιαφέρον όποιου βρίσκεται, και θα βρίσκεται για πολύ, στη δίνη του κυκλώνα.