Ο πατέρας της ήταν πρόεδρος της Ανγκόλα. Και εκείνη, ενώ ήταν κόρη του προέδρου σε μία από τις πλουσιότερες σε φυσικούς πόρους αφρικανικές χώρες, έκανε ιδιαίτερα επικερδείς συμφωνίες στους τομείς του πετρελαίου και των τηλεπικοινωνιών, σε ακίνητα, διαμάντια και πολλά ακόμα. Αποτέλεσμα ήταν η Ιζαμπέλ Ντος Σάντος να αναδειχθεί στην πλουσιότερη γυναίκα της Αφρικής με περιουσία που εκτιμάται να ξεπερνάει τα δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Τώρα μία διαρροή εγγράφων έρχεται να αποκαλύψει ένα τεράστιο δίκτυο εταιρειών που χρησιμοποιούσε η Σάντος και ο σύζυγός της για να μεταφέρουν εκατομμύρια από δάνεια και συμβάσεις στην κατοχή τους.
Η διαρροή ονομάστηκε Luanda Leaks, περιλαμβάνει περισσότερα από 715.000 έγγραφα και εκθέτει δύο δεκαετίες εμπιστευτικών συναλλαγών υπέρ της Σάντος και κατά του λαού της Ανγκόλα, το 30% του οποίου ζει με λιγότερο από δύο ευρώ την ημέρα. Τα έγγραφα αποκτήθηκαν από την «Πλατφόρμα για την Προστασία των Μαρτύρων Δημοσίου Συμφέροντος στην Αφρική», η οποία τα μοιράστηκε με τη Διεθνή Σύμπραξη Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) και 36 μέσα ενημέρωσης σε 20 χώρες – ανάμεσά τους οι New York Times, ο Guardian, το BBC, ο LeMonde, η Sueddeutsche Zeitung και άλλα. Στα emails, συμβόλαια, πρακτικά διοικητικών συμβουλίων, τιμολόγια και δανειακές συμβάσεις της διαρροής φαίνεται πώς η Σάντος και ο σύζυγός της Σιντίκα Ντοκόλο, κατόρθωσαν να βάλουν χέρι στον κρατικό πλούτο της αφρικανικής χώρας με μια σειρά ύποπτων συμφωνιών.
Ήδη οι αρχές της Ανγκόλα διεξάγουν ποινική έρευνα κατά της Σάντος για διαφθορά, ενώ τα περιουσιακά της στοιχεία εντός των συνόρων έχουν δεσμευθεί. Η ίδια ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί είναι εντελώς ψευδείς και ότι η κυβέρνηση της Λουάντα επιδίδεται σε «κυνήγι μαγισσών».
Στα έγγραφα των Luanda Leaks ξεδιπλώνεται ένα δίκτυο περίπου 400 εταιρειών και θυγατρικών τους σε 41 χώρες, που συνδέονται με τη Σάντος ή τον σύζυγό της. Από αυτές, 94 εταιρείες εντοπίστηκαν σε δικαιοδοσίες με «αυξημένη» μυστικότητα όπως είναι ο Μαυρίκιος, η Μάλτα και το Χονγκ Κονγκ.
Στο πλέγμα αυτό προστίθεται και αριθμός συμβούλων επιχειρήσεων από δυτικά κράτη, περιλαμβανομένων και μεγάλων λογιστικών εταιρειών, που βοήθησαν το ζεύγος να συστήσει εταιρείες και να μεταφέρει χρήματα, ενώ πρότειναν και λύσεις για να αποφύγουν φόρους.
Επίσης αποκαλύπτεται, σύμφωνα με ειδικούς που είδαν τα έγγραφα, ότι αυτοί που θα έπρεπε κανονικά να χτυπήσουν το καμπανάκι για ύποπτες συναλλαγές έκαναν τα στραβά μάτια. Έτσι η Σάντος κατάφερε να αποκτήσει μετοχές σε τράπεζες, παρά το γεγονός ότι άλλα τραπεζικά ιδρύματα αρνούνταν τις συναλλαγές μαζί της επειδή υπήρχαν σοβαρά ερωτήματα για την πηγή του πλούτου της. Το σημαντικότερο: τα έγγραφα αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ελαττωματικού διεθνούς ρυθμιστικού συστήματος που επιτρέπει στις εταιρείες παροχής υπηρεσιών να εξυπηρετούν τους ισχυρούς χωρίς να ακολουθούν τους κανόνες.
58 εκατ, δολάρια για «συμβουλές»
Μία από τις πλέον ύποπτες συμφωνίες της Σάντος συνήφθη στο Λονδίνο μέσω θυγατρικής της ανγκολέζικης κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας Sonangol. Η κόρη του προέδρου είχε τοποθετηθεί, μέσω διατάγματος του πατέρα της Χοσέ Εντουάρντο, επικεφαλής στην προβληματική Sonangol το 2016. Όταν ο πατέρας παραιτήθηκε από πρόεδρος τον Σεπτέμβριο του 2017 η καρέκλα της Σάντος στην πετρελαϊκή εταιρεία άρχισε να «τρίζει». Δύο μήνες αργότερα απολύθηκε, προκαλώντας την έκπληξη αρκετών Ανγκολέζων για τον τρόπο με τον οποίο ο διάδοχος πρόεδρος Λουρένσο –που ανήκε στο ίδιο κόμμα με τον προκάτοχό του- εξαπέλυσε επίθεση στα επιχειρηματικά συμφέροντα της οικογένειας Σάντος.
Τα έγγραφα της διαρροής δείχνουν ότι όταν η Σάντος εγκατέλειψε τη Sonangol, ενέκρινε ύποπτες πληρωμές ύψους 58 εκατομμυρίων δολαρίων σε μια συμβουλευτική εταιρεία στο Ντουμπάι, την Matter Business Solutions. Η Σάντος ανέφερε ότι δεν έχει οικονομικά συμφέροντα στην Matter, όμως στα έγγραφα φαίνεται ότι τη συμβουλευτική εταιρεία διαχειριζόταν συνεργάτης της, ενώ οι μετοχές της Matter ήταν στην κατοχή φίλου της.
Όπως αποκαλύφθηκε από την δημοσιογραφική έρευνα, την ημέρα που η Σάντος απολύθηκε από την Sonangol, η Matter έστειλε περισσότερα από 50 τιμολόγια σε θυγατρική της ανγκολέζικης κρατικής εταιρείας πετρελαίου στο Λονδίνο. Μάλιστα η Σάντος φαίνεται να εγκρίνει τις πληρωμές προς τη συμβουλευτική εταιρεία του φίλου της στο Ντουμπάι αφού απολύθηκε, ενώ στα τιμολόγια υπάρχουν πολύ αόριστες περιγραφές ώστε να αιτιολογούνται επαρκώς οι λόγοι που δόθηκε το υπέρογκο ποσό των 58 εκατομμυρίων για παροχή συμβουλών.
Για παράδειγμα, υπάρχει τιμολόγιο για γενικά έξοδα -χωρίς να αναφέρονται λεπτομέρειες- ύψους 472.000 ευρώ και άλλο για αδιευκρίνιστες νομικές υπηρεσίες που ξεπερνά τα 928.000 δολάρια. Επίσης, εντοπίστηκαν «δίδυμα» τιμολόγια, με ακριβώς το ίδιο ποσό (676.339,97 ευρώ), την ίδια ημερομηνία και την ίδια αιτιολογία, να εγκρίθηκαν από τη Σάντος χωρίς δεύτερη σκέψη.
Από την πλευρά τους οι δικηγόροι της Matter Business Solutions ανέφεραν ότι η εταιρεία ανέλαβε να βοηθήσει στην αναδιάρθρωση της πετρελαϊκής βιομηχανίας στην Ανγκόλα και ότι τα τιμολόγια αφορούσαν εργασίες που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί από άλλες συμβουλευτικές εταιρείες τις οποίες είχαν προσλάβει για τη συγκεκριμένη δουλειά. Στο ίδιο μήκος κύματος οι δικηγόροι της Σάντος δήλωσαν ότι όλες οι πληρωμές ήταν νόμιμες και ότι η πελάτης τους δεν προέβη σε εγκρίσεις τιμολογίων μετά την απομάκρυνσή της από την Sonangol.
Μία ακόμα υπόθεση στην οποία εμπλέκονται η ανγκολέζικη πετρελαϊκή εταιρεία και η Σάντος είναι η εξαγορά μίας πορτογαλέζικης επιχείρησης ενέργειας, της Galp. H Sonangol διέθετε μερίδιο μετοχών της Galp, το οποίο πούλησε σε εταιρεία συμφερόντων της Σάντος το 2006. Έγγραφα από τα Luanda Leaks δείχνουν ότι η Σάντος πλήρωσε το 15% με την μεταβίβαση των μετοχών της Galp και τα υπόλοιπα 63 εκατομμύρια ευρώ μετατράπηκαν σε χαμηλότοκο δάνειο από την Sonangol προς την εταιρεία της Σάντος, για τα οποία δεν χρειαζόταν να καταβληθούν δόσεις επί 11 χρόνια.
Το 2017, όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής, η Σάντος ως επικεφαλής της Sonangol, ενέκρινε την πληρωμή του υπολοίπου του χρέους της εταιρείας της που είχε αγοράσει τις μετοχές της Galp, χωρίς όμως να περιλαμβάνονται 9 εκατομμύρια ευρώ τόκων για τη συγκεκριμένη περίοδο. Εν τω μεταξύ, η αξία των μετοχών της Galp που είχε αγοράσει το 2006 έχει πλέον ξεπεράσει τα 750 εκατομμύρια ευρώ.
Τα κόλπα με τα διαμάντια
Παρόμοιο «επιχειρηματικό» μοτίβο ακολουθήθηκε και στην υπόθεση των διαμαντιών:
Ο Σιντίκα Ντοκόλο, σύζυγος της Σάντος, υπέγραψε το 2012 συμφωνία με την ανγκολέζικη κρατική εταιρεία Sodiam, ώστε να εξαγοράσουν από κοινού μερίδιο μετοχών στον ελβετικό οίκο πολύτιμων λίθων De Grisogono. Αν και ο συνεταιρισμός Ντοκόλο – Sodiam ήταν 50-50, σχεδόν το σύνολο του ποσού για την εξαγορά των μετοχών προήλθε από την ανγκολέζικη κρατική εταιρεία διαμαντιών. Όπως φαίνεται στα Luanda Leaks, ενάμιση χρόνο μετά τη συμφωνία η Sodiam είχε εισφέρει 79 εκατομμύρια δολάρια ενώ ο Ντοκόλο μόλις τέσσερα εκατομμύρια. Επιπλέον, ο σύζυγος της Σάντος έλαβε 5 εκατομμύρια ευρώ αμοιβή για την διαμεσολάβησή του στην επίτευξη της συμφωνίας εξαγοράς μετοχών, οπότε δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει ούτε σεντ από τα δικά του χρήματα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, στα έγγραφα αποκαλύπτεται ότι τα χρήματα που εισέφερε η Sodiam τα είχε δανειστεί από τράπεζα στην οποία βασική μέτοχος είναι η Σάντος. Το δάνειο πάρθηκε με ιδιαίτερα αλμυρό επιτόκιο (9%), ενώ υπήρξε εγγύηση για το ποσό δανειοδότησης μέσω προεδρικού διατάγματος από τον πατέρα της ώστε να μην υπάρχει καμία πιθανότητα επισφάλειας για την τράπεζα της κόρης. Όπως ανέφερε στο BBC ο διευθύνων σύμβουλος της Sodiam Μπράβο Ντε Ρόζα, ο λαός της Ανγκόλα δεν θα κερδίσει ούτε ένα δολάριο από την συγκεκριμένη συμφωνία. «Όταν θα εξοφλήσουμε το δάνειο, η Sodiam θα έχει υποστεί ζημία τουλάχιστον 200 εκατομμυρίων δολαρίων», δήλωσε.
Μέσα σε όλα αυτά, ο πρώην πρόεδρος Σάντος έδινε στον γαμπρό του και το δικαίωμα να αγοράσει μη επεξεργασμένα διαμάντια από τα ορυχεία της χώρας, με πηγές από τη σημερινή κυβέρνηση της Ανγκόλα να υποστηρίζουν ότι πωλήθηκαν σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή με αποτέλεσμα να έχουν υπάρξει απώλειες ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Όταν ρωτήθηκε η Σάντος από τους δημοσιογράφους απάντησε πως δεν μπορούσε να σχολιάσει το γεγονός, καθώς δεν ήταν μέτοχος της De Grisogono. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν τα έγγραφα της διαρροής, η ίδια περιγράφεται ως μέτοχος της εταιρείας από οικονομικούς της συμβούλους.
Από την πλευρά του ο σύζυγος φέρεται να έβαλε κάποια χρήματα για τη συμφωνία σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι δικηγόροι του υποστηρίζουν ότι επένδυσε 115 εκατομμύρια δολάρια και ότι η ιδέα για την εξαγορά των μετοχών της De Grisogono ήταν δική του. Προσέθεσαν δε ότι η εταιρεία του Ντοκόλο πλήρωσε πάνω από την τιμή της αγοράς για τα μη επεξεργασμένα διαμάντια που προμηθεύθηκε.
Μπίζνες με ακίνητα και τηλεπικοινωνίες
To modus operandi των αποφάσεων του μπαμπά για να αυγατίσει η περιουσία της κόρης συνεχίζεται σε μία υπόθεση εξαγοράς έκτασης-«φιλέτου» στο παραλιακό μέτωπο της πρωτεύουσας Λουάντα: με σχετικό προεδρικό διάταγμα η Σάντος απέκτησε τον Σεπτέμβριο του 2017 περίπου ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο παραλίας πληρώνοντας μόνο ένα μικρό μέρος κατά τη συναλλαγή. Το συμβόλαιο ανέφερε ότι η αξία της γης ανερχόταν σε 96 εκατομμύρια δολάρια και η εταιρεία της Σάντος πλήρωσε το 5% υπό τον όρο ότι θα επενδύσει τα υπόλοιπα στην ανάπτυξή του – ένα σχέδιο που ονομάστηκε Futungo.
Για τις αναπτυξιακές ανάγκες της περιοχής αρκετοί Ανγκολέζοι που έμεναν εκεί εκτοπίστηκαν σε ερημική τοποθεσία σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από την Λουάντα. Όμως το Futungo δεν ήταν το μόνο σχέδιο της Σάντος που προκαλούσε τη μεταφορά πληθυσμού: περίπου 500 οικογένειες αναγκάστηκαν να μετακομίσουν δίπλα σε ανοικτούς υπονόμους εξαιτίας ενός άλλου αναπτυξιακού πρότζεκτ της. Η ίδια η Σάντος ανέφερε ότι δεν υπήρξαν μετεγκαταστάσεις πληθυσμού λόγω του πρότζεκ της και ότι οι εταιρείες της ποτέ δεν πληρώθηκαν καθώς το σχέδιο ακυρώθηκε.
Μεγάλα κέρδη για την πλουσιότερη γυναίκα της Αφρικής προέκυψαν και από τις μπίζνες της με τον μεγαλύτερο πάροχο κινητής τηλεφωνίας της Ανγκόλα, την Unitel, η οποία έλαβε άδεια από τον πατέρα της Σάντος το 1999. Έναν χρόνο μετά η κόρη εξαγόρασε το μερίδιο ενός υψηλόβαθμου στελέχους της κυβέρνησης. Εκτοτε η Unitel τής έχει καταβάλει σε μερίσματα περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια ενώ η αξία του μεριδίου της στην εταιρεία ανέρχεται σε άλλο ένα δισεκατομμύριο.
Όμως δεν είναι μόνο αυτός ο τρόπος με τον οποίον η Σάντος έλαβε μετρητά από την Unitel. Κατόπιν μεθοδεύσεών της κανόνισε την χορήγηση δανείου ύψους 350 εκατομμυρίων ευρώ από τη Unitel σε μία νέα εταιρεία, τη Unitel International Holdings. Παρά την εμφανή ομοιότητα στην επωνυμία η τελευταία δεν συνδεόταν με την πρώτη, ενώ η Σάντος εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτρια της Unitel International Holdings και όχι μόνο: η υπογραφή της εμφανίζεται στα έγγραφα του δανείου και από τις δύο πλευρές, τόσο ως πιστωτής όσο ως δανειολήπτης – κάτι που παραπέμπει σε «καραμπινάτη» σύγκρουση συμφερόντων.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση εμπλέκονται και στελέχη της μεγάλης λογιστικής εταιρείας PriceWaterhouseCoopers (PWC), τα οποία υποτίθεται ότι επέβλεπαν τις εταιρείες της Σάντος. H PWC, που έχει λάβει εκατομμύρια για τις λογιστικές/συμβουλευτικές υπηρεσίες της προς τις εταιρείες της δισεκατομμυριούχου «προεδρικής θυγατέρας» διέκοψε την συνεργασία με τις εταιρείες της δηλώνοντας ότι θα διεξάγει έρευνα για το θέμα.