Το 1969, όταν ο Πολ Μάκενροου και οι συνάδελφοί του στην IBM εφηύραν τη μαζική χρήση του barcode, είχαν ένα σχεδόν φουτουριστικό όραμα για το μέλλον της αγοράς καταναλωτικών προϊόντων στα σούπερ μάρκετ – μικρά ασπρόμαυρα σήματα τυπωμένα επάνω τους, σαρωτές στα ταμεία και μίνι λέιζερ πιστόλια.
Η λογική του γραμμωτού κώδικα ήταν να συντομεύσει τις τεράστιες ουρές στα πολυκαταστήματα. Μέχρι τότε δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ εμπορικά, αν και η ιδέα είχε αναπτυχθεί 20 χρόνια νωρίτερα, στις 20 Οκτωβρίου 1949, όταν ένας από τους μηχανικούς της IBM –και πλέον μέλος της ομάδας του Μάκενροου– είχε καταθέσει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την εφεύρεση.
Οι μηχανικοί της IBM προσπαθούσαν να «ζωντανέψουν» εμπορικά το barcode, αλλά οι δικηγόροι της πρωτοπόρου εταιρείας τεχνολογίας είχαν τις αντιρρήσεις τους. Σύμφωνα με αφιέρωμα του BBC, ο φόβος τους αφορούσε την πιθανότητα «τύφλωσης μέσω λέιζερ»! Τι θα γινόταν αν το προσωπικό των σούπερ μάρκετ έχανε την όρασή του από τη χρήση των μίνι πιστολιών; Πώς θα αντιμετωπίζονταν οι νομικές ενέργειες που θα ακολουθούσαν;
Ο Μάκενροου προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι μια ακτίνα λέιζερ μισού μιλιβάτ δεν μπορούσε να βλάψει τα μάτια, καθώς εξέπεμπε 12.000 φορές μικρότερη ενέργεια φωτός από μια λάμπα 60 Βατ. Για να τους πείσει, άρχισε πειράματα σε ένα κοντινό εργαστήριο με πιθήκους από την Αφρική. Οταν αυτά απέδειξαν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος τύφλωσης από τη χρήση του λέιζερ, οι δικηγόροι τού έδωσαν την άδεια να ξεκινήσει την παραγωγή του barcode.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το σύστημα του γραμμωτού κώδικα που σταδιακά επεκτάθηκε σε όλες τις συσκευασίες προϊόντων παντοπωλείου. Η βιομηχανία των σούπερ μάρκετ υιοθέτησε επίσημα το UPC (Διεθνής Κώδικας Προϊόντων) to 1973. Το πρώτο προϊόν με barcode σαρώθηκε σε ένα σούπερ μάρκετ της αλυσίδας Marsh στο Οχάιο των ΗΠΑ το 1974.
Ο UPC αποτελείται από μαύρες κάθετες γραμμές, οι οποίες είναι είτε παχιές είτε λεπτές, για να παράγουν μια αναγνώσιμη από μηχανή λέιζερ έκδοση ενός 12ψήφιου αριθμού – σαν ένα είδος οπτικού κώδικα Μορς. Οι «κατευθυντήριες γραμμές» στα δύο άκρα κάθε barcode πιστοποιούν ότι μπορεί να σαρωθεί και από τις δύο πλευρές του.
Μόλις ο σαρωτής διαβάσει τον κώδικα, ένας υπολογιστής χρησιμοποιεί τον αριθμό για να αναζητήσει το προϊόν σε μια βάση δεδομένων που περιέχει περαιτέρω πληροφορίες – και, κυρίως, την τρέχουσα τιμή του. Σύντομα, τα barcodes εξελίχθηκαν στους σημερινούς δισδιάστατους κωδικούς QR, που κωδικοποιούν ακόμη περισσότερες πληροφορίες για κάθε προϊόν.
Αλλά η ιστορία αυτών των μικρών ασπρόμαυρων σημάτων έμελλε να περιλαμβάνει και άλλες χρήσεις. Οπως αναφέρει το BBC, στο βιβλίο του για την εφεύρεση του γραμμικού κώδικα UPC, ο Μάκενροου εξηγεί ότι ξεκίνησε τη χρήση του barcode σαρώνοντας χάρτες για την CIA. Αυτό έκανε όταν ξεκίνησε να εργάζεται στην IBM – και του έδωσε την ιδέα της μαζικής χρήσης του barcode στα προϊόντα σούπερ μάρκετ.
Η νέα τεχνολογία αντιμετώπισε αρκετές προκλήσεις από την πρώτη της χρήση το 1974. Οι καταναλωτές διαμαρτύρονταν για το γεγονός ότι οι τιμές των προϊόντων δεν θα ήταν πλέον τυπωμένες πάνω τους, αλλά πάνω στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Τα εργατικά συνδικάτα αντέδρασαν στη χρήση των barcodes θεωρώντας –σωστά, όπως αποδείχθηκε– ότι θα απειλούσαν θέσεις εργασίας. Υπήρχαν, επίσης, ανησυχίες ότι θα προκαλούσαν σύγχυση στις εκπτωτικές τιμές των προϊόντων.
Το σημάδι του Αντίχριστου και ο Εξολοθρευτής
Αλλά τα barcodes γνώρισαν και πιο σουρεαλιστικές αντιδράσεις, βασισμένες σε θρησκευτικές προκαταλήψεις. Το 1975, ένα άρθρο στο χριστιανικό περιοδικό Gospel Call ισχυρίστηκε ότι οι γραμμικοί κώδικες περιέχουν το… «σημάδι του διαβόλου» – μια αναφορά στη βιβλική προφητεία του Βιβλίου της Αποκάλυψης για το τέλος του κόσμου, μέσω του ερχομού του Αντίχριστου, ο οποίος αναγκάζει όλους τους ανθρώπους να αποκτήσουν ένα σημάδι στο χέρι, ή στο μέτωπο.
Επιφανείς ευαγγελιστές ασπάστηκαν την ιδέα του άρθρου και μέσα στην επόμενη δεκαετία κυκλοφόρησαν αρκετά βιβλία που ισχυρίζονταν ότι το barcode περιέχει κωδικοποιημένο τον αριθμό 666, που είναι ο κωδικός του Αντίχριστου! Αυτή η παράξενη θεωρία, που συνδέει τα προϊόντα του σούπερ μάρκετ με τον Διάβολο, κυκλοφορεί ακόμη και σήμερα στο Διαδίκτυο, ειδικά ανάμεσα σε μέλη ακραίων χριστιανικών ομάδων.
Πέρα από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, οι γραμμωτοί κώδικες έχουν κατά καιρούς συνδεθεί με τη δυστοπία. Κάποιοι τους θεωρούν σύμβολα του καπιταλισμού στην πιο ψυχρή του μορφή, ενώ έχουν κάνει την απειλητική εμφάνισή τους και στο σινεμά της επιστημονικής φαντασίας – όπως στη σειρά ταινιών «Ο Εξολοθρευτής», όπου τυπώνονται στα χέρια των ανθρώπων ώστε αυτοί να ελέγχονται από τις μηχανές-ρομπότ, οι οποίες έχουν καταλάβει τον πλανήτη.
Παράλληλα, με την έλευση των smartphones –που σαρώνουν κωδικούς QR για διάφορες πληροφορίες– κυκλοφόρησαν θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τους κινδύνους των barcodes. Μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Χεζμπολάχ κατηγόρησε το Ισραήλ ότι έριχνε φυλλάδια που περιείχαν έναν επικίνδυνο γραμμωτό κώδικα, ο οποίος θα μπορούσε να «ανασύρει όλες τις πληροφορίες» από οποιαδήποτε συσκευή τον σάρωνε.
Παρά τη διάδοση των θεωριών περί κακόβουλης χρήσης τους, τα barcodes σήμερα στηρίζουν χιλιάδες βιομηχανικές και εμπορικές διαδικασίες σε όλο τον κόσμο. Εκτιμάται ότι κάθε μέρα σαρώνονται δέκα δισ. γραμμωτοί κώδικες σε δισεκατομμύρια σημεία παγκοσμίως.
Η τεχνολογία τους έχει εξελιχθεί σε τέτοιο σημείο, που πλέον τα barcodes «αντέχουν» σε κάθε ατμοσφαιρική και περιβαλλοντική συνθήκη, ακόμα και σε προϊόντα που περιέχουν ευαίσθητα χημικά. Γραμμωτοί κώδικες χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως σε διαστημικές αποστολές, πάνω σε διαστημόπλοια που κουβαλούν επιστημονικά όργανα τα οποία σαρώνονται για διάφορες πληροφορίες χρήσης τους.
Επίσης, τα barcodes σώζουν ζωές. Οι υπηρεσίες υγείας χρησιμοποιούν συστήματα γραμμικής κωδικοποίησης για την παρακολούθηση δειγμάτων αίματος, φαρμακευτικών σκευασμάτων και ιατρικών συσκευών και υλικών. Η εισαγωγή της τεχνολογίας στον τομέα της ιατρικής απελευθερώνει εκατοντάδες χιλιάδες ώρες εργασίας που σήμερα (θεωρητικά) αφιερώνονται στη φροντίδα των ασθενών, ενώ κάποτε έπρεπε να δαπανηθούν στην εκτέλεση διοικητικών εργασιών και ελέγχων απογραφής.