H Μαρία Κάλλας. Δεξιά, η ντίβα και ο ιταλός τενόρος Τζουζέπε ντι Στέφανο δέχονται τις έντονες επευφημίες του κοινού μετά από ρεσιτάλ τους | CreativeProtagon / Getty
Θέματα

Εξομολόγηση: «Η νύχτα που με φλέρταρε η Μαρία Κάλλας»

O 93χρονος πιανίστας Ρόμπερτ Σάδερλαντ, προσωπικός φίλος της ντίβας της όπερας, αποκαλύπτει στους βρετανικούς Times τη σύντομη κάτι-σαν-περιπέτεια που έζησαν οι δυο τους, καθώς στις 2 Δεκεμβρίου κλείνει ένας αιώνας από τη γέννηση της κορυφαίας ελληνίδας υψιφώνου
Protagon Team

Ηταν 1973. Η 49χρονη, τότε, σοπράνο Μαρία Κάλλας δεν είχε εμφανιστεί δημοσίως επί σχεδόν μία δεκαετία. Οι κακές γλώσσες οργίαζαν. Υποστήριζαν πως είχε καταλήξει μια σκιά του εαυτού της, ότι τίποτα δεν θύμιζε πια τη μαγική φωνή της, την οποία έμοιαζε να χάνει. Αρα έπρεπε πάση θυσία να επιστρέψει στην ενεργό δράση.

Η σοπράνο θα συνεργαζόταν τότε με έναν λυρικό τραγουδιστή ο οποίος αντιμετώπιζε κάποια φωνητικά προβλήματα, τον (διάσημο επίσης) τενόρο Τζουζέπε ντι Στέφανο, συνοδευόμενοι όχι από ορχήστρα, αλλά από πιανίστα. «Ο Αϊβορ Νιούτον ήταν πάντα ο πιανίστας που έπαιζε για τον Ντι Στέφανο» εξηγεί στους βρετανικούς Times o 93χρονος πιανίστας Ρόμπερτ Σάδερλαντ, προσωπικός φίλος της κορυφαίας υψιφώνου. Οπότε υποτίθεται ότι θα έπαιζε και σε εκείνη την περιοδεία. Ωστόσο, ήταν ήδη 80 ετών και είχε υποστεί δύο καρδιακά επεισόδια. Τους προτάθηκε, λοιπόν, ένας νεότερος πιανίστας.

«Οταν πρότειναν εμένα», θυμάται ο Σάδερλαντ, «ο Νιούτον μού είπε: “Αγαπητό μου αγόρι, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σε αποτρέψω να παίξεις με τους δύο μεγάλους καλλιτέχνες”». Ωστόσο, απέτυχε. Λίγο μετά την έναρξη της περιοδείας των Κάλλας και Ντι Στέφανο στο Αμβούργο, ο ηλικιωμένος πιανίστας συνταξιοδοτήθηκε και ο Σάδερλαντ, ο οποίος τότε ήταν στα 40 του, ξεκίνησε την περιπέτεια της ζωής του, εμφανιζόμενος από το Σαν Φρανσίσκο έως τη Σεούλ και το Σαπόρο στην Ιαπωνία, μαζί με μια ελληνίδα σοπράνο, έναν τενόρο από τη Σικελία και 27 βαλίτσες (μόνο οι 21 από αυτές, ήταν της Κάλλας!).

Η φιλία και η μουσική συνεργασία του Σάδερλαντ με την Κάλλας έμελλε να συνεχιστεί μέχρι τον θάνατό της, το 1977. Τελικά, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, έγιναν τόσο πολύ φίλοι που είτε θα τον καλούσε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι είτε θα μιλούσαν καθημερινά επί ώρες στο τηλέφωνο.

Υπήρξαν, όμως, στιγμές που ο Σάδερλαντ ξεπέρασε τα όρια. «Μια μέρα ήταν πολύ αναστατωμένη με τον ατζέντη της. Του είπε ότι σκόπευε να αναζητήσει άλλον άνθρωπο γι’ αυτή τη δουλειά» διηγείται στους Times ο Σάδερλαντ από το Χέλενσμπεργκ της Σκωτίας, όπου ζει σήμερα. «Πολύ αθώα, εγώ τη ρώτησα αν ξέρει κάποιον άλλον ατζέντη. Ετσι έξαφνα, λοιπόν, το ωραίο και γλυκό κορίτσι που καθόταν δίπλα μου όρθωσε το ανάστημά της και έξαλλη μου φώναξε: “Τι εννοείς; Δεν θα βρεθεί ατζέντης για την Κάλλας;” Δεν είχα καταλάβει ότι είχα να κάνω με δύο ανθρώπους, δύο προσωπικότητες» παραδέχεται στην εφημερίδα. «Από τη μία ήταν η Μαρία Καλογεροπούλου, ένα καλοπροαίρετο κορίτσι, και από την άλλη ήταν αυτός ο θρύλος που λεγόταν Μαρία Κάλλας. Από τότε ήμουν πολύ πιο προσεκτικός σε ό,τι κι αν της έλεγα». 

Οι επαγγελματικές σχέσεις μεταξύ του πιανίστα και της ντίβας της όπερας μετατράπηκαν σε μια αληθινή φιλία, αλλά κάποια στιγμή εκείνη ζήτησε κάτι παραπάνω. «Ο Ντι Στέφανο ταξίδεψε μέχρι το σπίτι του στην Ιταλία για ένα διάλειμμα, αφήνοντας τους δυο μας μόνους για ένα βράδυ», λέει ο Σάδερλαντ. «Δειπνήσαμε στο διαμέρισμά της. Η Κάλλας μου ζήτησε να απαντάω στις κλήσεις, καθώς της τηλεφωνούσαν συνεχώς δημοσιογράφοι. Κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο απαντούσα και κάθε φορά που επέστρεφα το ποτήρι μου ήταν γεμάτο με κόκκινο κρασί. Νόμιζα ότι ήταν απλώς φιλόξενη –με τον ελληνικό τρόπο– αλλά την ίδια στιγμή καταλάβαινα ότι ζητούσε κάτι παραπάνω από εμένα. Είχε πάρει το ύφος που παίρνουν οι γυναίκες όταν θέλουν τον έρωτά σου, και όχι τη φιλία σου», λέει.

O Ρόμπερτ Σάδερλαντ συνοδεύει στο πιάνο τη Μαρία Κάλλας και τον Τζουζέπε ντι Στέφανο

«Μένω έκπληκτος!» αντιδρά ο Νιλ Φίσερ, ο δημοσιογράφος που του παίρνει τη συνέντευξη μέσω Zoom. «Δεν σας άρεσε ως γυναίκα;» «Λοιπόν, συγγνώμη, Νιλ, είμαι ομοφυλόφιλος», εξηγεί ο Σάδερλαντ. «Είδα στο βλέμμα της ένα “έλα τώρα..!” Τρόμαξα. Και εκείνη είδε ότι τρόμαξα. Αυτό που περνούσε από το μυαλό μου ήταν “αυτό μας έλειπε τώρα”». Η Κάλλας, σε κάθε περίπτωση, παρατήρησε το σοκ του: «Το έκοψε αμέσως. Και έπειτα το γύρισε στις τυπικότητες».

Ο δημοσιογράφος αλλάζει θέμα, ρωτώντας τον πρώην πιανίστα ποια από τις ερμηνείες της Κάλλας δεν μπορεί με τίποτα να σταματήσει να σκέφτεται. «Δεν χρειάζεται να πάρω κανέναν δίσκο της Κάλλας μαζί μου, γιατί είναι όλοι μέσα μου. Αλλά θα έκανα μια εξαίρεση για το τελευταίο της encore στο Σαπόρο, το “Ο Μio Βabbino Caro”». Αυτό, όπως αποδείχτηκε, ήταν μια από τις τελευταίες μελωδίες που θα ερμήνευε ποτέ δημοσίως η Κάλλας. «Σχεδόν είχε επιστρέψει ξανά στον παλιό, κακό εαυτό της», επιμένει ο Σάδερλαντ. «Εάν συγκρίνετε αυτή την ηχογράφηση με εκείνη που έκανε στο Λονδίνο, στην ίδια περιοδεία, έναν χρόνο νωρίτερα, θα ακούσετε μια εντελώς διαφορετική φωνή», παραδέχεται.

Μετά τη συναυλία στο Σαπόρο, Κάλλας και Σάδερλαντ παρέμειναν σε στενή επαφή μιλώντας για μουσική και εξετάζοντας διαφορετικές οπτικές ρεπερτορίου. Ολα αυτά καταστράφηκαν από την κατάθλιψη στην οποία βυθίστηκε η Κάλλας μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη Ωνάση, το 1975. Αν και ο εφοπλιστής την είχε απορρίψει για να παντρευτεί την Τζάκι Κένεντι, η σχέση τους λίγο πριν από το τέλος έδειχνε να αναθερμαίνεται.

Οι δυο τους μίλησαν για τελευταία φορά λίγο πριν από τον θάνατό της: «Συγγνώμη που σας το λέω αυτό. Αλλά μου είπε: “Μισώ τους ομοφυλόφιλους. Και μισώ και τους εβραίους”. “Λοιπόν, Μαρία, σκέψου καλά” της απάντησα. Από όλους τους ανθρώπους στο θέατρο, στις όπερες, που σε βοήθησαν στην καριέρα σου, κάποιοι ήταν εβραίοι, κάποιοι ομοφυλόφιλοι. Κάποιοι ήταν και τα δύο. Εκείνη απάντησε: “Ναι, αλλά ήταν φίλοι μου”».

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 η Κάλλας βρέθηκε νεκρή από την υπηρέτριά της στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Ηταν μόλις 53 ετών. Η ίδια δεν υπέγραψε ποτέ τη διαθήκη της, λέει ο Σάδερλαντ («ήταν πολύ προληπτική»), έτσι τα υπάρχοντά της δημοπρατήθηκαν από την οικογένειά της. Στον πιανίστα της δόθηκε μια φωτογραφία που είχε πάνω από το πιάνο της, ένα σετ για καφέ και –το πιο πολύτιμο γι’ αυτόν δώρο– ένα μικρό γυάλινο βάζο που είχαν μαζί τους στην περιοδεία. «Κάθε βράδυ έπαιρνε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από τη συναυλία και το τοποθετούσε στο βάζο, δίπλα στο κρεβάτι της» θυμάται με συγκίνηση.

Τα επόμενα χρόνια ο Σάδερλαντ συνέχισε να δουλεύει με μερικούς από τους μεγαλύτερους αστέρες της όπερας, τη Μονσεράτ Καμπαγιέ, τον Χοσέ Καρέρας, την Αγνή Μπάλτσα. Κοιτάζοντας πίσω σήμερα, που έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί, αναγνωρίζει ότι ο χρόνος που πέρασε με την Κάλλας ήταν η κορυφαία περίοδος της καριέρας του.

«Η Κάλλας άλλαξε εντελώς τη ζωή μου» δηλώνει. «Δεν μπορώ να αποδείξω ότι ήταν η μεγαλύτερη υψίφωνος που έζησε ποτέ. Αλλά σε μια περίοδο περίπου έξι ή επτά ετών κατάφερε να αλλάξει την έννοια της όπερας. Κανένας από όλους τους μεγάλους ερμηνευτές δεν έκανε αυτό που έκανε η Μαρία Κάλλας».