Το 1963, μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας, μπήκε στην πρίζα το λεγόμενο «κόκκινο τηλέφωνο», το οποίο επέτρεπε την άμεση επικοινωνία μεταξύ των ηγετών των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης. Η τηλεφωνική γραμμή εξακολουθεί να υφίσταται –πλέον λειτουργεί ως ένα ασφαλές σύστημα επικοινωνίας μέσω υπολογιστή– αλλά πλέον χρησιμοποιείται σπανίως και μόνο σε περιπτώσεις μεγάλων κρίσεων.
Στο γραφείο του Τζο Μπάιντεν στην Ουάσινγκτον και του Αλί Χαμενεΐ στην Τεχεράνη δεν υπάρχουν αντίστοιχα κόκκινα τηλέφωνα, όμως οι δύο χώρες, που είναι ορκισμένοι εχθροί και αποκαλούν η μία την άλλη «τρομοκράτη» και «σατανά» αντίστοιχα, έχουν επικοινωνία μεταξύ τους, παρότι αυτή περνάει (και πάντοτε περνούσε) μέσα από πολύπλοκα και συχνά απρόσμενα κανάλια.
Οι άμεσες διαπραγματεύσεις που έγιναν ανάμεσα στο Ιράν και τις ΗΠΑ το 2013, επί προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, γράφουν οι Times, ήταν οι πρώτες μετά το 1979 και την κρίση των ομήρων στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη.
Το 1979 ο Αγιατολάχ Χομεϊνί είχε αρνηθεί να επιτρέψει στους διαπραγματευτές των ΗΠΑ να μπουν στη χώρα του και έτσι ο Χάμιλτον Τζόρνταν, τότε βοηθός του προέδρου Κάρτερ, πέταξε στο Παρίσι κουβαλώντας μαζί του μια πλήρη μεταμφίεση, με περούκα, ψεύτικο μουστάκι και γυαλιά, ώστε να επιχειρήσει να συνάψει μυστικά μια συμφωνία με τον υπουργό Εξωτερικών του Ιράν. Η υπόθεση ξεδιπλώνεται πολύ παραστατικά στην ταινία «Argo» του Μπεν Αφλεκ, αποδεικνύοντας ότι συχνά η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία.
Παρά τις προσπάθειές του, ο Τζόρνταν απέτυχε. Και κάπως έτσι μπήκε στο παιχνίδι μια εντελώς απίθανη κουστωδία μεσολαβητών, από έναν γάλλο δικηγόρο έως έναν μυστηριώδη αργεντινό επιχειρηματία, μέσω της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και της κυβέρνησης του Παναμά, προτού η Αλγερία διεκπεραιώσει τελικά τη συμφωνία για την απελευθέρωση των ομήρων.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης η Ουάσινγκτον διέκοψε τους επίσημους διπλωματικούς δεσμούς με το Ιράν, αφήνοντας τους ουδέτερους Ελβετούς ως τον μοναδικό εκπρόσωπο των αμερικανικών συμφερόντων στη χώρα, μέσω της πρεσβείας τους στην Τεχεράνη. Η Ελβετία λειτουργούσε κάτω από μια «εντολή προστάτιδας δύναμης», που είναι μέχρι σήμερα σε ισχύ, αναφέρουν οι Times.
Οι Ελβετοί έπιασαν δουλειά. Το 2001, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της λονδρέζικής εφημερίδας, χρησιμοποιήθηκαν για να συνάψουν μια μυστική συμφωνία με την Τεχεράνη, για βοήθεια των αμερικανών στρατιωτών που είχαν αναπτυχθεί στο Αφγανιστάν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, εάν κατά λάθος περνούσαν τα σύνορα του Ιράν. Το Ιράν συμφώνησε μετά από διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ θα σεβαστούν την εδαφική του ακεραιότητα, συμπεριλαμβανομένου του εναέριου χώρου του.
Η Τεχεράνη χρησιμοποίησε ξανά τον «ελβετικό σύνδεσμο» για να προσεγγίσει την Ουάσινγκτον μετά την εισβολή των Δυτικών συμμάχων στο Ιράκ το 2003, μεταφέροντας μια πρόταση για συνομιλίες που ενδεχομένως θα περιλάμβαναν την αναγνώριση του Ισραήλ και δράση εναντίον τρομοκρατικών ομάδων που δρούσαν στο Ιράν. Η κυβέρνηση Μπους απέρριψε την προσφορά και όταν τελικά αυτή ήρθε στο φως, είπε ότι δεν ήταν παρά μια «δημιουργική άσκηση» από πλευράς του ελβετού πρέσβη.
Ο συγκεκριμένος πρέσβης, ο Τιμ Γκούλντιμανς, επέμεινε ωστόσο ότι είχε ενεργήσει μόνον ως «ταχυδρόμος», όπως του επιτρέπει, άλλωστε, η σχετική εντολή. «Οποτε η μία πλευρά έχει κάτι που θέλει να το μάθει η άλλη πλευρά, χρησιμοποιεί αυτό το κανάλι επικοινωνίας» είπε στους Times. «Για εμάς η εντολή σημαίνει ότι είμαστε απλώς οι ταχυδρόμοι».
Η απεσταλμένη του Ομπάμα
Δέκα χρόνια αργότερα, η Γουέντι Σέρμαν, κορυφαία διπλωμάτις και τότε επικεφαλής διαπραγματεύτρια του Μπαράκ Ομπάμα στις συνομιλίες για τα πυρηνικά, βρέθηκε να κάθεται απέναντι από μια ιρανική αντιπροσωπεία στην Τεχεράνη. Η στιγμή ήταν αμήχανη· οι δυο πλευρές αντιμετώπιζαν αλλήλους περίπου ως εξωγήινους.
Είχε χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια για να φτάσουν οι Αμερικανοί και οι Ιρανοί να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλον. Σύμφωνα με τους Times, εν μέσω της αυξανόμενης παγκόσμιας ανησυχίας για τη φύση και την έκταση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, είχαν επιστρατευθεί η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ενωση προκειμένου να συναντηθούν με τους Ιρανούς στη Γενεύη. Ομως ο βασικός παίκτης ήταν η Ουάσινγκτον, και χωρίς αυτήν οποιαδήποτε συμφωνία δεν θα είχε νόημα.
Οπως γράφουν οι Τimes, το κανάλι της άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες ξεκίνησε υπό την προεδρία του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, παρά την έντονη δημόσια έχθρα του προς τη Δύση. Η Σέρμαν θυμάται ότι στις συναντήσεις ο ιρανός πρόεδρος μιλούσε στα φαρσί και οι Αμερικανοί στα αγγλικά, σημειώνοντας μικρή πρόοδο.
Τα πράγματα άλλαξαν μετά την εκλογή του Χασάν Ροχανί, ο οποίος αναζητούσε μια πλατφόρμα οικονομικής μεταρρύθμισης και προσέγγισης με τη Δύση που θα μπορούσε να άρει τις κυρώσεις. Ο Ροχανί ήθελε να δημιουργήσει έναν δίαυλο επικοινωνίας με την Ουάσινγκτον και σοκαρίστηκε όταν ανακάλυψε ότι υπήρχε ήδη ένα τέτοιο μυστικό κανάλι επικοινωνίας.
Σε μια προσπάθεια να βρει κοινό έδαφος, η Σέρμαν αστειεύθηκε με τους συνομιλητές της για το γεγονός ότι ως γυναίκα δεν μπορούσε να τους σφίξει τα χέρια, και θυμήθηκε την παρόμοια δυναμική στην ορθόδοξη εβραϊκή κοινότητα στην οποία μεγάλωσε. Αν και υπήρχαν «κυριολεκτικά χιλιάδες κολλήματα» στις διαπραγματεύσεις τους, το γεγονός ότι βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο άλλαξε τα πάντα.
«Ακόμη και ο υπουργός Εξωτερικών Μοχάμεντ Τζαβάντ Ζαρίντφ καταλάβαινε αν ήμουν πραγματικά εκνευρισμένη μαζί του, γιατί τον αποκαλούσα υπουργό Ζαρίφ», είχε αποκαλύψει η Σέρμαν σε μια συνέντευξη το 2021. «Σε άλλες στιγμές, όταν απλώς εργαζόμασταν σκληρά για λογαριασμό των συμφερόντων μας, τον αποκαλούσα Τζαβάντ».
Η Σέρμαν έγινε γιαγιά την ίδια εποχή που ένας από τους ιρανούς διαπραγματευτές, ο Αμπάς Αραγκτσί, έγινε παππούς, και αντάλλαξαν φωτογραφίες των νεογέννητων εγγονιών τους. Η Σέρμαν ανακάλυψε, επίσης, ότι οι Ιρανοί ήταν παρανοϊκοί με τη γραπτή δέσμευσή τους σε οτιδήποτε, αν σκεφτεί κανείς ότι τα χαρτιά αυτά θα μπορούσαν απλώς να σκιστούν μόλις επέστρεφαν στην Τεχεράνη. Γι’ αυτό έφερε έναν λευκό σχολικό πίνακα, στον οποίο σημειωνόταν κάθε νέο στοιχείο της συμφωνίας, και κάθε πλευρά μπορούσε να κρατήσει σημειώσεις.
Οταν οι Ιρανοί παραπονέθηκαν ότι οι κληρικοί δεν θα συμφωνούσαν ποτέ με τις προτάσεις που κουβεντιάζονταν, η Σέρμαν τους έδειξε μια επιστολή Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών, για να τους αποδείξει ότι και οι Αμερικανοί περνούσαν τα ίδια.
Η συμφωνία κατέρρευσε, θυμίζουν οι Times, όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποσύρθηκε από τις διαπραγματεύσεις, το 2018. Ωστόσο, ώρες μετά την πυραυλική επίθεση των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, στην οποία σκοτώθηκε ο στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί, διοικητής της ιρανικής επαναστατικής φρουράς, η κυβέρνηση Τραμπ στράφηκε στους Ελβετούς, έχοντας ένα επείγον μήνυμα με αποδέκτη το Ιράν: «Μην κλιμακώσετε».
Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο Λευκός Οίκος και οι ιρανοί ηγέτες αντάλλαξαν μια σειρά από μηνύματα πολύ πιο μετρημένα σε σχέση με τη φλογερή δημόσια ρητορική τους, βοηθώντας στην εκτόνωση της έντασης και τερματίζοντας την κρίση με μια αναίμακτη ιρανική επίθεση σε άδειες αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ.
Οι ΗΠΑ στράφηκαν ξανά στους Ελβετούς για να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των Αμερικανών που κρατούνταν όμηροι στο Ιράν το 2023. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ήταν το Κατάρ που έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο, με τους διαπραγματευτές του να πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε Τεχεράνη και Ουάσινγκτον ως μεσολαβητές.
Τον περασμένο Ιανουάριο η Ουάσινγκτον ήθελε να πείσει της Τεχεράνη να πιέσει τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης να τερματίσουν τις επιθέσεις τους στην παγκόσμια ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα. Σε εκείνη την περίπτωση ρόλο διαμεσολαβητή έπαιξε το Ομάν, το οποίο φιλοξένησε τους ιρανούς και αμερικανούς διαπραγματευτές στο Μουσκάτ.
Παρ’ όλα αυτά, όταν το Ιράν θέλησε, πρόσφατα, να προειδοποιήσει τη Δύση ότι ετοιμαζόταν να εκτοξεύσει βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον του Ισραήλ, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον παλιό, σταθερό «ελβετικό σύνδεσμο». Ετσι, η Ουάσιγκτον είχε περιθώριο να προετοιμάσει τους Ισραηλινούς, επιτρέποντας στο Ιράν να απαντήσει χωρίς να προκαλέσει σημαντική καταστροφή και χωρίς να κλιμακώσει την κατάσταση.