Στις 10 Αυγούστου 1974, και ενώ στη Γενεύη βρισκόταν σε εξέλιξη η δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων Ελλάδας- Τουρκίας για την Κύπρο, παρουσία των Κληρίδη και Ντεκτάς, του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και παρατηρητών από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση, στην Άγκυρα συνεδρίασε το τουρκικό υπουργικό συμβούλιο.
Την επόμενη μέρα, η εφημερίδα Χουριέτ αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση Ετζεβίτ εξέταζε τότε τις πιθανές γραμμές της διχοτόμησης του νησιού. «Αποφασίστηκε το 30% του κυπριακού εδάφους να αποτελέσει το ομόσπονδο τουρκικό κράτος». Η γραμμή που επελέγη ονομάστηκε «γραμμή Αττίλα» και περιλάμβανε την περιοχή Κόκκινων- Λιμνίτη, το ήμισυ της Λευκωσίας και το ήμισυ της Αμμοχώστου. Έως εκείνες τις ώρες, οι κατοχικές δυνάμεις δεν είχαν τον πλήρη έλεγχο αυτών των περιοχών. Θα έπρεπε να επιχειρήσουν ξανά.
Διαθέτοντας, μετά τη συγκρότηση του προγεφυρώματος στην Κυρήνεια, το απόλυτο στρατηγικό πλεονέκτημα, οι Τούρκοι δεν έδειξαν στη Γενεύη την παραμικρή διάθεση για εποικοδομητικές συζητήσεις. Η παρουσία τους εκεί ήταν σχεδόν προσχηματική, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της εκεχειρίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ από τις 16:00 της 22ας Ιουλίου, οι τουρκικές δυνάμεις προχωρούσαν χιλιόμετρο- χιλιόμετρο ανατολικά και δυτικά του σημείου απόβασης.
Στις 6 Αυγούστου καταλήφθηκαν οι παραλιακές κωμοπόλεις Λάπηθος και Καραβάς. Παραλλήλως, μέσω των ελεγχόμενων ακτών είχαν αποβιβαστεί στην Κύπρο 40.000 τούρκοι στρατιώτες, 300 άρματα μάχης, περισσότερα από 1000 οχήματα και σύγχρονος οπλισμός. Εν τω μεταξύ ο τουρκοκυπριακός θύλακας της Αγύρτας ήταν πλέον ενωμένος με το προγεφύρωμα της Κυρήνειας, λειτουργώντας ελευθέρως ως δίοδος μεταφοράς προσωπικού και υλικών. Ο χρόνος είχε αρχίσει να μετρά αντίστροφα.
Στην άλλη πλευρά, η κατάσταση των ελληνοκυπριακών δυνάμεων ήταν αποκαρδιωτική. Πολλές μονάδες βρίσκονταν στο όριο της αποσύνθεσης, καθώς την εγκληματική αναδιάταξη προκειμένου να εκτελεστεί το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου ακολούθησαν τα τουρκικά πλήγματα του πρώτου «Αττίλα». Οι επιχειρησιακές δυνατότητες, αλλά και το ηθικό των ανδρών της Εθνικής Φρουράς κατέπιπταν ραγδαία όσο περνούσαν οι ώρες. Η δε επιστράτευση απέτυχε παταγωδώς.
Στην άκρως απόρρητη έκθεση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, την οποία διαθέτει το Protagon, αποτυπώνεται η δυσμενής πραγματικότητα: «Αι Μονάδες της Εθνικής Φρουράς, μετά την κατάπαυσιν του πυρός, ευρίσκοντο εις τα πρόθυρα της πλήρους αποδιοργανώσεως, συνεπεία του αρχικού αιφνιδιασμού, της αποτυχούσης επιστρατεύσεως και των απωλειών».
Σε άλλο σημείο της αναφοράς γίνεται λόγος για «παράλυση των δυνάμεων ασφαλείας» και «ανάλογην ηθικήν και ψυχολογικήν αποδυνάμωσιν (που) υπέστη και η Εθνική Φρουρά». Η δε θέση των ελλαδιτών αξιωματικών «κατέστη δυσχερεστάτη, λόγω της έναντι τούτων εχθρικής στάσεως, του μείζονος μέρους του πληθυσμού». Εξαιτίας, προφανώς, του πραξικοπήματος.
Ο Λάμπρος Πετρέλλης, 19 ετών τότε, υπηρετούσε στο Πυροβολικό και έφθασε στην Κύπρο στις 19 Ιουλίου με το αρματαγωγό «Λέσβος». Τοποθετήθηκε στην 183 ΜΠΠ στη Μύρτου και λίγες ώρες μετά κλήθηκε να αντιμετωπίσει την τουρκική εισβολή. Η πυροβολαρχία του απαγκιστρώθηκε στις 23 Ιουλίου επιτυχώς από τον Άγιο Ερμόλαο. «Η κατάσταση που επικρατούσε στην πυροβολαρχία ήταν για όλους μας ανησυχητική και πρωτόγνωρη. Πιστεύω δεν υπήρχε επιχειρησιακό σχέδιο», μας λέει και προσθέτει ότι παρά την προώθηση των τουρκικών δυνάμεων στη συγκεκριμένη περιοχή «από τις 23 Ιουλίου έως και τις 13 Αυγούστου δεν εκτελέσαμε καμία βολή. Επίσης, κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας καμία Μοίρα του Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς δεν εκτέλεσε βολή».
Ο Δημήτρης Σπανογιάννης, λοχίας στον 4ο λόχο της ΕΛΔΥΚ, έφυγε από την Κύπρο με το «Λέσβος», επίσης στις 19 Ιουλίου, καθώς απολυόταν. Γύρισε πίσω, μαζί με όλη τη σειρά του, την 103, δύο μέρες μετά. Όταν έφτασε στο στρατόπεδο της ελληνικής δύναμης στον Γερόλακκο αντιμετώπισε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Το βράδυ της 22ας Ιουλίου, λίγες ώρες μετά την επιβολή της εκεχειρίας οι Τούρκοι επιχείρησαν να καταλάβουν την ΕΛΔΥΚ.
«Προχώρησαν παίρνοντας τον κάμπο της Μεσσαωρίας. Όταν έφτασαν στα σύρματα τους διαλύσαμε κυριολεκτικά και έτσι αναγκάστηκαν να σεβαστούν την εκεχειρία. Βέβαια στη συνέχεια έμειναν εκεί με μέτωπο πλέον στα 600 μέτρα όπως οχυρώθηκαν με σκοπό τον δεύτερο Αττίλα», λέει στο Protagon o Σπανογιάννης, ο οποίος θυμάται πως αυτός και οι συμπολεμιστές του θεωρούσαν βέβαιο ότι η Τουρκία θα επιχειρούσε ξανά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, με στόχο μεταξύ άλλων την κατάληψη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ και του αεροδρομίου της Λευκωσίας.
«Μέχρι τις 26 Ιουλίου συνέχιζαν να προωθούνται και να καταλαμβάνουν εδάφη και χωριά σε άλλες περιοχές. Μόνο η αεροπορία τους απουσίαζε κατά την εκεχειρία της πρώτης φάσης», προσθέτει. Ο ίδιος πάντως λέει ότι το ηθικό της ΕΛΔΥΚ, τόσο γενικώς, όσο και ειδικότερα στον 4ο λόχο ήταν ακμαιότατο, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς. «Λόγω των γεγονότων του πραξικοπήματος υπήρχε σύγχυση, αποδιοργάνωση, πιθανώς απογοήτευση, για να μην πω διάλυση»…
Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου η Λευκωσία ξύπνησε και πάλι από το βουητό των τουρκικών βομβαρδιστικών. Είχε, μόλις, ξεκινήσει ο δεύτερος Αττίλας. Μαζί, άνοιξε και ο δρόμος της προσφυγιάς για δεκάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριους από τις περιοχές βορείως του Πενταδάκτυλου με βασικό προορισμό τη Λευκωσία. Στο πεδίο, η μάχη ήταν άνιση. Έμοιαζε εξ αρχής χαμένη. Έως το απόγευμα της 16ης Αυγούστου οι Τούρκοι είχαν πετύχει τους αντικειμενικούς στόχους τους, ενώ ολοκληρώθηκε και η επιχείρηση «Εφαρμόσατε Ζαφέρ (σσ: Νίκη)» για την κατάληψη της Αμμοχώστου. Στην Κύπρο όλα τελείωσαν μέσα σε 3 συν 3 ημέρες. Τόσες ήταν οι ημέρες του πολέμου- ημέρες εξαιρετικά πυκνές και δραματικές. Λίγες ώρες πριν πάρουν την Αμμόχωστο, οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Εκεί δόθηκε η πιο ηρωική, ίσως, μάχη του ελληνικού στρατού στον 20ο αιώνα.
«Όλα στην Κύπρο έγιναν με δύο μέρες καθυστέρηση», εκτιμά απογοητευμένος ο Σπανογιάννης, αναφερόμενος ειδικά στον πρώτο Αττίλα. «Διαφορετικά θα τους είχαμε πετάξει στη θάλασσα πριν από την απόβαση, αλλά η ατολμία και η αναποφασιστικότητα του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων (σσ: στην Αθήνα) και του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (σσ: στη Λευκωσία) να διατάξουν εγκαίρως την εφαρμογή του Σχεδίου Αμύνης της Κύπρου ώστε η τουρκική ενέργεια να βρει σε ετοιμότητα την Εθνική Φρουρά, κόστισαν», μας επισημαίνει.
Οπως έγινε κατά τη διάρκεια του πρώτου, το ίδιο συνέβη και καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου «Αττίλα». Ελληνοκύπριοι οπλίτες και πολίτες, αλλά και οι εναπομείναντες ελλαδίτες αξιωματικοί κοιτούσαν διαρκώς τον ουρανό. Περίμεναν την πολυπόθητη «εξ Ελλάδος βοήθεια». Δεν έφτασε ποτέ. Η νέα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, διαπίστωνε ότι αδυνατούσε να υποστηρίξει επιχειρησιακά την Κύπρο, τουλάχιστον με τρόπο αποτελεσματικό, ενώ την ίδια ώρα ελλόχευε ο κίνδυνος επέκτασης της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στα νησιά και τον Έβρο. Είχε προηγηθεί η διπλή αρνητική απάντηση των Αρχηγών των Επιτελείων στο ερώτημα περί αποστολής ελλαδικών στρατιωτικών ενισχύσεων, είτε στη θάλασσα, είτε στον εναέριο χώρο του νησιού. Ο ελληνικός στρατός, επτά χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας, δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει το καθήκον του.
«Εάν υπήρχε βοήθεια και συντονισμός από την Ελλάδα τα γεγονότα της Κύπρου θα ήταν πολύ καλύτερα και με πολλές απώλειες του εχθρού. Θα ήταν καλύτερα, εάν οι μονάδες ήταν στα σημεία που προέβλεπε το Σχέδιο Άμυνας της Κύπρου, τα πυροβόλα στα πυροβολεία, οι πεζικάριοι στις θέσεις τους και η συνεργασία Εθνικής Φρουράς και ΕΛΔΥΚ πιο αποτελεσματική για αποτροπή του εχθρού», μας λέει ο Λάμπρος Πετρέλλης. Και συνεχίζει με απογοήτευση: «Δυστυχώς μείναμε μόνοι και αβοήθητοι από την πατρίδα μας, με όλα τα επακόλουθα».
«Αυτό που κόστισε επίσης ήταν η απροθυμία της Αθήνας να στείλει τις προβλεπόμενες από το Σχέδιο Αμύνης Κύπρου ενισχύσεις προς την Εθνική Φρουρά», προσθέτει ο Σπανογιάννης. «Έτσι, οι ισχυρές ενισχύσεις που έστειλε η Τουρκία μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Τούρκων και οδήγησε στην επέκταση των κατεχομένων εδαφών».
Αυτά που ξεκίνησαν στις 15 Ιουλίου, με το προδοτικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, ολοκληρώθηκαν έναν μήνα μετά, στις 16 Αυγούστου. Τα τετελεσμένα εκείνου του καλοκαιριού παραμένουν ενεργά έως σήμερα: το 36% του εδάφους της Κύπρου υπό τουρκική κατοχή. Περισσότεροι από 4.000 νεκροί. Περίπου 1.000 αυτοί που έως και σήμερα αγνοούνται. 40.000 τούρκοι στρατιώτες στο νησί. Και το Κυπριακό, ένα «παγωμένο», σχεδόν άλυτο, διπλωματικό ζήτημα στον 21ο αιώνα.