| CreativeProtagon
Θέματα

Η Μέρκελ δεν είναι έτοιμη να ζητήσει «συγγνώμη»

Στις 700 σελίδες των απομνημονευμάτων της, η πρώην Σιδηρά Κυρία της Γερμανίας δίνει την αίσθηση ότι δεν έχει καμία διάθεση να επιχειρηματολογήσει για τις πολιτικές της, πολύ περισσότερο να απολογηθεί για κάποιες από αυτές
Protagon Team

Κυβέρνησε την ενωμένη Γερμανία επί δεκάξι χρόνια κατά τα οποία βίωσε εμπειρίες οι οποίες «ανεπιφύλακτα άξιζαν τον κόπο», όπως δήλωσε η πάλαι ποτέ πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο, σε αποκλειστική συνέντευξή της στην ιταλική Corriere della Sera με αφορμή την κυκλοφορία των απομνημονευμάτων της – που έχουν τον τίτλο «Ελευθερία»- σε τριάντα χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας. Η Ανγκελα Μέρκελ απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις -για τον Πούτιν, για τον Τραμπ, για τον πόλεμο στην Ουκρανία για την Κίνα, για την Ευρωπαϊκή Ενωση του χθες και του σήμερα, για το Μεταναστευτικό, κ.ά.. 

Ωστόσο δεν αναφέρθηκε στις αποτυχίες που της καταλογίζονται από πολλούς είτε πρόκειται για την κατάρρευση του συστήματος πρόνοιας λόγω της μεταναστευτικής πολιτικής που εφάρμοσε είτε για την αποτυχία της να αναχαιτίσει την άνοδο της ακροδεξιάς στη Γερμανία.  

Ούτε στα απομνημονεύματά της η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας είχε τη διάθεση να κάνει δημόσια την αυτοκριτική της. Ωστόσο σε ένα σημείο των απομνημονευμάτων της αναγνωρίζει ότι έκανε ένα λάθος. Η πρώην γερμανίδα ηγέτιδα από το 2005 έως το 2021 αναφέρεται σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα κατά τα πρώτα χρόνια της πολιτικής της  σταδιοδρομίας, όταν εκείνη ήταν αρχηγός της αντιπολίτευσης ενώ καγκελάριος της Γερμανίας ήταν ο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Το 2003 η Μέρκελ του επιτέθηκε, μέσω ενός άρθρου της στην Washington Post, επειδή είχε επικρίνει την επικείμενη αμερικανική εισβολή στο Ιράκ: «Ο Σρέντερ δεν μιλάει εκ μέρους όλων των Γερμανών», ήταν ο τίτλος του άρθρου.

Περιέργως, όμως, το λάθος που αναγνωρίζει η Μέρκελ δεν είναι η υποστήριξή της στον πόλεμο στο Ιράκ, αν και τώρα πιστεύει ότι η εισβολή ήταν εσφαλμένη. Το λάθος της δεν ήταν ένα σφάλμα κρίσης αλλά πρωτοκόλλου. «Δεν ήταν σωστό», γράφει στο βιβλίο της, «να επιτεθώ κατά μέτωπο στον αρχηγό της κυβέρνησής μου στη διεθνή σκηνή». Οι εσωτερικές διαφορές δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται «σε ξένο έδαφος».

«Αυτή η συγκρατημένη προσέγγιση είναι χαρακτηριστική των 700 σελίδων της «Ελευθερίας», γράφει σε άρθρο της στους New York Times η Μέλανι Αμάν, αναπληρώτρια αρχισυντάκτρια της εβδομαδιαίας γερμανικής επιθεώρησης Der Spiegel. «Οι αναγνώστες θα βρουν αρκετά αποσπάσματα στα οποία παραδέχεται μικρά λάθη ή μετανιώνει για ασήμαντες παρενέργειες σημαντικών αποφάσεων, οι οποίες αυτές καθαυτές δεν εξετάζονται. Σχετικά με τις μεγάλες αποτυχίες της […] υπάρχει είτε υπεκφυγή είτε αοριστολογία. Επειτα από τρία χρόνια η Μέρκελ επανέρχεται στη διεθνή σκηνή. Αλλά δεν είναι έτοιμη να ζητήσει “συγγνώμη”», προσθέτει η γερμανίδα δημοσιογράφος.

Υστερα από 16 χρόνια στη θέση της πιο ισχυρής γυναίκας του κόσμου, η Μέρκελ αποσύρθηκε για να γράψει (Kay Nietfeld/picture alliance via Getty Images/Ideal Image)

Οσο κατείχε την εξουσία, πέρα από πανίσχυρη η Ανγκελα Μέρκελ ήταν και ιδιαίτερα δημοφιλής. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η φήμη της αμαυρώθηκε, με ολοένα περισσότερους Γερμανούς να θεωρούν τις τέσσερις θητείες της ως μια εποχή χαμένων ευκαιριών και σοβαρών λαθών, που είχαν σαν αποτέλεσμα σήμερα να είναι αντιμέτωποι με καταρρέουσες υποδομές, με μια οικονομία επικίνδυνα εξαρτημένη από την Κίνα, έναν υποχρηματοδοτούμενο στρατό και μια κοινωνία διχασμένη από τα υψηλά επίπεδα μετανάστευσης και την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού. Και λίγους μήνες αφότου εγκατέλειψε την καγκελαρία και την πολιτική (και αποσύρθηκε για να γράψει τα απομνημονεύματά της), η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία γέννησε αυτομάτως πολλές αμφιβολίες σχετικά με τη χαλαρή στάση της απέναντι στη Μόσχα.

«Το βιβλίο —το οποίο η Μέρκελ έγραψε μαζί με την επί μακρόν προσωπάρχη της Μπεάτε Μπάουμαν- ήταν μια ευκαιρία να απολογηθεί. Ας πούμε απλώς ότι αυτό δεν συμβαίνει. Αντί να ξεκαθαρίσει τα πράγματα ή να εξηγήσει τις ενέργειές της, πόσο μάλλον να προσφέρει νέες ιδέες ή νέα επιχειρήματα, η πρώην καγκελάριος εστιάζει σε ήσσονος σημασίας, φαινομενικά άσχετα πράγματα», όπως σχολιάζει η Μέλανι Αμάν στο άρθρο της.

Η Μέρκελ μετανιώνει, για παράδειγμα, που συνέκρινε -πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια, το 1996- τη διαφυγή μικρών δόσεων ακτινοβολίας από δοχεία μεταφοράς πυρηνικών καυσίμων/αποβλήτων με το σκόρπισμα του μπέικιν πάουντερ κατά την παρασκευή ενός κέικ. Ωστόσο δεν επιφυλάσσει ούτε μια λέξη μεταμέλειας για τη βιαστική απόφαση που έλαβε ως καγκελάριος να καταργήσει την πυρηνική ενέργεια το 2011 μετά από το ατύχημα στην Φουκουσίμα της Ιαπωνίας. «Ηταν μια δαπανηρή απόφαση που εξέθεσε τους Γερμανούς σε υψηλά ενεργειακά κόστη τα οποία μόνον αυξάνονται από τότε που η χώρα ξεπέρασε την εξάρτησή της από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο – ένα άλλο θέμα για το οποίο η Μέρκελ δεν έχει μετανιώσει», γράφει η αναπληρώτρια αρχισυντάκτρια του Der Spiegel.

Πριν από δύο εβδομάδες, ενόψει της κυκλοφορίας της «Ελευθερίας», η Αμάν πήρε συνέντευξη από την γερμανίδα πρώην καγκελάριο. «Εδειχνε ευδιάθετη. Παρουσιάζοντας μας περήφανα ένα φρεσκοτυπωμένο αντίτυπο του βιβλίου της και αναπολώντας το πώς το έγραψε σε έναν υπολογιστή χωρίς σύνδεση στο διαδίκτυο, ήταν έτοιμη να πει την ιστορία της με δικά της λόγια. Αλλά δεν φαινόταν να την ενδιαφέρει πραγματικά τι εντύπωση θα αποκόμιζε ο κόσμος», σύμφωνα τουλάχιστον με τη γερμανίδα δημοσιογράφο.

Παρ’ ότι αισθάνεται ως εξιλαστήριο θύμα για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία -«Δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα, είναι πραγματικότητα», όπως είπε- η Μέρκελ υποστήριξε ότι η απόφασή της να μπλοκάρει το σχέδιο για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ το 2008 ήταν η σωστή. Η όλη διαδικασία πιθανώς θα διαρκούσε αρκετά χρόνια κατά τα οποία ο Βλαντιμίρ Πούτιν «σίγουρα θα είχε κάνει κάτι», είπε. «Και τι θα γινόταν τότε; Θα ήταν νοητή μια στρατιωτική δράση από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ το 2008;», διερωτήθηκε η πρώην ηγέτιδα της Γερμανίας. «Αυτές ήταν οι σκέψεις μου».

«Ως πολιτικός η Μέρκελ είχε την τάση να εστιάζει υπερβολικά στις λεπτομέρειες, δεν ήταν οραματίστρια ή μεταρρυθμίστρια, ήταν διαχειρίστρια. Ως συγγραφέας, παραμένει πιστή σε αυτό το στυλ», σχολιάζει η Αμάν. Θεωρεί, όμως, πως τα απομνημονεύματα της έχουν κάτι πραγματικά ενδιαφέρον να προσφέρουν: «ένα ειλικρινές πορτρέτο ενός ανθρώπου που επί δεκαετίες φαινόταν απίστευτα συγκρατημένος».

Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, πώς οι γονείς της Ανγκελα Μέρκελ, ένας πάστορας και μια νοικοκυρά, την προστάτευσαν από τη σοσιαλιστική δικτατορία στην Ανατολική Γερμανία και δεν άφησαν τα τρία τους παιδιά να καταστούν «πικραμένα και απαθή». Και πώς, την περίοδο που ήταν μια νέα λαμπρή επιστήμονας, η βαθιά απογοήτευση της για την υποστήριξη που προσέφερε μέσω των ερευνών της στο ρημαγμένο σύστημα της Ανατολικής Γερμανίας συνέβαλε στο να καταρρεύσει ο πρώτος της γάμος.

Παραδόξως υπάρχουν επίσης διασκεδαστικά αποσπάσματα, με την τέως καγκελάριο να περιγράφει πώς ένας προσωπικός στυλίστας τελικά «κατάφερε να μετατρέψει τα μαλλιά μου σε χτένισμα» και να αποκαλύπτει ότι ένα συγκεκριμένο πιάτο με καπνιστό χοιρινό και λάχανο της άρεσε τόσο πολύ που το προσέφερε σε καλεσμένους της «ξανά και ξανά».

Οσο για τις σχέσεις της με τους άνδρες, η Μέρκελ περιγράφει πολλά περιστατικά μικροεπιθετικότητας και ταπείνωσης με δράστες τον Χέλμουτ Κολ, τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τους ανταγωνιστές της στο κόμμα, τη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση: υπήρξαν στιγμές που «κατάπιε» το θυμό της, πάλεψε με την παρόρμηση «να ξεσπάσει σε κλάματα» ή πίεσε απελπισμένα τον εαυτό της ώστε «παραμείνει ψύχραιμη».

«Τελικά, νίκησε τους αντιπάλους της με υπομονή και πονηριά αλλά ποτέ με προσωπικές επιθέσεις ή ίντριγκες. Παρόλο που πολλοί Γερμανοί, ειδικά οι δημοσιογράφοι, είχαν αγανακτήσει με τις βαρετές ομιλίες της και τη φαινομενική «αλλεργία» της σε ενθαρρυντικά μηνύματα, αυτές οι αδυναμίες φαντάζουν πλέον πολύ μικρές.

Στην πραγματικότητα, η επιφυλακτικότητα που χαρακτηρίζει το βιβλίο – η άρνηση να κουνήσει το δάχτυλο ή να κλείσει λογαριασμούς – είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η Μέρκελ συμπεριφερόταν στην πολιτική. Ηταν μια ήσυχη, αποτελεσματική ηγέτιδα, που δεν είχε οργή ή επιθετικότητα», αναγνωρίζει η Αμάν. «Σίγουρα έκανε λάθη. Ωστόσο, για περισσότερο από μία δεκαπενταετία, ήταν συνώνυμο της σταθερότητας και προέβαλλε ισχύ, διαμορφώνοντας μια μορφή πολιτικής ηγεσίας που έχει σχεδόν εκλείψει. Δεν είναι μόνο οι Γερμανοί αυτοί που μπορεί να αισθανθούν έντονα την απουσία της».