«Συνέβη σχεδόν σε μια νύχτα. Τη μία μέρα ήμουν μια συνηθισμένη μαθήτρια και την επόμενη ήμουν “το πρόσωπο του 1966”. Ηταν τρελό αλλά υπέροχο».
Αυτά είχε δηλώσει η Τουίγκι, η οποία, μετά την κυκλοφορία ενός πορτρέτου της με κοντοκουρεμένο μαλλί, εκτοξεύθηκε στον χώρο του μόντελινγκ και στη συνέχεια της υποκριτικής και του σχεδίου μόδας. Ετσι, η κατά κόσμον Λέσλι Χόρνμπι έπαψε πολύ απότομα να είναι ένα τυχαίο έφηβο κορίτσι από το Νίζντεν, ένα βορειοδυτικό προάστιο του Λονδίνου.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Guardian, η ιστορία της θα γίνει μιούζικαλ σε σενάριο και σκηνοθεσία του (συχνά σατιρικού) θεατρικού συγγραφέα Μπεν Ελτον, με την ηθοποιό Ελένα Σκάι στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η Τουίγκι, 73 ετών σήμερα, δηλώνει κολακευμένη από το γεγονός ότι το εγχείρημα ανέλαβε ένας τόσο χαρισματικός καλλιτέχνης όσο ο Μπεν Ελτον, με τον οποίο συνδέεται με μακροχρόνια φιλία. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι σκοπεύει να παρέμβει δημιουργικά. «Είναι δικό του έργο, απλώς τυχαίνει να αφορά εμένα» δήλωσε χαρακτηριστικά στον Guardian.
Ο Μπεν Ελτον, ο οποίος έχει αρκετά μιούζικαλ και θεατρικές παραστάσεις στο ενεργητικό του, σκοπεύει να προσεγγίσει την ιστορία της με μεγαλύτερο βάθος από «την υπέροχη αίγλη και τη “λάμψη” της δεκαετίας του ’60, και μια ιστορία “Σταχτοπούτας”: μιας 16χρονης από το Νίζντεν που χάρη σε ένα κούρεμα έγινε η πιο διάσημη έφηβη στον κόσμο».
Το κοινωνικό υπόβαθρο των Sixties, της Τουίγκι και του Μπεν Ελτον
Μιλώντας για τη δεκαετία του ‘6ο, την οποία καλείται να φέρει επί σκηνής, ο Ελτον την περιγράφει ως μια χρονική στιγμή «ατελείωτων δυνατοτήτων». Ηταν, όπως εξηγεί στον Guardian, «μια διαφορετική Βρετανία, όταν για μια σύντομη, λαμπρή στιγμή, οι άνθρωποι της εργατικής τάξης είχαν πραγματικά την ευκαιρία τους, από τους Beatles και για μια δεκαετία ακόμα».
«Ηταν πολύ κουλ, πολύ της μόδας και σχεδόν επιβεβλημένο να είσαι παιδί της εργατικής τάξης. Ακόμη και όσοι δεν ήταν, προσποιούνταν το αντίθετο. Ηταν μια περίοδος κατά την οποία η κοινωνική κινητικότητα εξερράγη».
Εξηγεί πως αυτή η πραγματικότητα αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν, καυτηριάζοντας το σλόγκαν του βρετανικού συντηρητικού κόμματος για την κοινωνική κινητικότητα: «Το “Levelling up” πρέπει να είναι η πιο ηλίθια, άσχημη και ανούσια φράση που έχουν σκεφτεί ποτέ. Κυρίως γιατί δεν το έχουν πετύχει ούτε στο ελάχιστο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό».
Η Τουίγκι, επαναφέροντας στη μνήμη της εκείνα τα χρόνια, εκμυστηρεύεται πως δεν είχε ποτέ στη ζωή της σκεφτεί να γίνει μοντέλο. «Δεν ήταν κάτι που ταίριαζε στη συνείδησή μου. Μεγάλωσα σε μια καλή οικογένεια της εργατικής τάξης. Δεν είχα ποτέ επίγνωση ότι δεν είχαμε πολλά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήμασταν πλούσιοι. Και για ένα κορίτσια σαν κι εμένα, το να γίνω μοντέλο δεν αποτελούσε επιλογή καριέρας».
Αλλωστε, οι συνάδελφοί της ανήκαν στη μεσαία ή στην ανώτερη τάξη. Πολλές ήταν απόφοιτες κάποιας από τις πολλές σχολές «καλών τρόπων», όπως το Μανκι Κλαμπ και το Λούσι Κλέιτον. «Εκαναν το μοντέλο μέχρι να παντρευτούν» σχολιάζει η Τουίγκι. «Εγώ ήμουν ίσως το πρώτο μοντέλο της εργατικής τάξης».
Το ταλέντο της πέρα από το μόντελινγκ
Μετά από μερικά χρόνια ως μοντέλο, η Τουίγκι μεταπήδησε στην Εβδομη Τέχνη πρωταγωνιστώντας στο «The Boy Friend» του Κεν Ράσελ και αποσπώντας δύο Χρυσές Σφαίρες σε ηλικία μόλις 21 ετών. Ο ρόλος της στην ταινία «του πιο καυτού σκηνοθέτη της εποχής του», όπως τον χαρακτηρίζει η ίδια, της άνοιξε τον δρόμο για μια σειρά μεγάλων ρόλων, δίσκων μουσικής, τηλεοπτικών σειρών… Επίσης, ασχολήθηκε με τον σχεδιασμό μόδας, ενώ σήμερα διατηρεί ένα podcast με τίτλο «Τσάι με την Τουίγκι».
«Είναι ένα εκπληκτικό, ταλαντούχο άτομο, αλλά εκείνα τα τρία χρόνια [ως μοντέλο] την καθόρισαν» σημειώνει ο Ελτον. «Αυτές οι φωτογραφίες παραμένουν επιβλητικές, γεμάτες γοητεία και αυτοπεποίθηση. Είναι σαν να κοιτάς τους Beatles: δεν μπορείς να μην αισθανθείς λίγο αισιόδοξος».
Η Τουίγκι χαρακτηρίζει την εποχή που βρέθηκε ξαφνικά στο προσκήνιο «καταπληκτική». «Το Λονδίνο ήταν το επίκεντρο της μόδας, της μουσικής και της τέχνης. Αλλά όταν τα ζεις όλα αυτά, δεν ξυπνάς το πρωί και σκέφτεσαι “ζω σε μια καταπληκτική εποχή”, απλώς συνεχίζεις τη ζωή σου. Ποτέ δεν κοιτάζω πίσω πια, ούτε σκέφτομαι “μακάρι να ήταν και πάλι έτσι”. Γιατί εξακολουθώ να περνάω καταπληκτικά».
Η προσέγγιση του μιούζικαλ
Με θέλοντας να εστιάσει σε μια… ρομαντικοποίηση της ζωής της Τουίγκι, ο Ελτον σκοπεύει να εστιάσει στο «Close Up – the Twiggy Musical» στις δυσκολίες που αντιμετώπισε το μοντέλο στα πρώτα του βήματα.
Αυτό συνεπάγεται αναφορές στον σνομπισμό και στον σεξισμό που δέχτηκε, ο οποίος, όπως σημειώνει ο Ελτον, ήταν «λιγότερος από ό,τι νομίζετε, γιατί η ίδια ήταν πολύ σκληρή». Αυτό που δυσκόλευε περισσότερο την Τουίγκι δεν είχε να κάνει με τον χώρο όπου είχε ξαφνικά βρεθεί, αλλά ο χώρος από τον οποίο προερχόταν.
Καθοριστική στη ζωή της υπήρξε η ψυχική ασθένεια της μητέρας της, η οποία συχνά νοσηλευόταν σε ψυχιατρικές κλινικές και υποβαλλόταν σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ. «Αυτή η κατάσταση αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο της παιδικής της ηλικίας» τονίζει ο Ελτον. «Η σχέση με τον πατέρα της ήταν ιδιαίτερα σημαντική, επειδή είχε αναλάβει μεγάλο μέρος της ανατροφής τριών κοριτσιών όσο η μητέρα τους έλειπε».
Οσον αφορά τη μουσική παραγωγή, τα κομμάτια που θα διανθίσουν την ιστορία θα είναι επιτυχίες εκείνης της εποχής, ανήκει δηλαδή στο είδος «τζούκμποξ μιούζικαλ», λόγω της επιλογής ήδη γνωστών κομματιών. Ο συγκεκριμένος όρος αρέσει στον Ελτον. Οπως εξηγεί στον Guardian, «δεν νομίζω ότι αποτελεί προσβολή, τουλάχιστον για μένα. Το τζούκμποξ είναι το σπίτι των ονείρων, είναι το πιο όμορφο πράγμα».