Το κομμάτι μπήκε στο άλμπουμ «Χαράτσι» το 1984 και… ήρθε για να μείνει. Οχι μόνο στη δισκογραφία του Νίκου Παπάζογλου, αλλά και ως διασκευή που φτάνει ως τις μέρες μας. Σήμερα, για παράδειγμα, ακούγεται στο ραδιόφωνο διασκευασμένο από τη Ματούλα Ζαμάνη –η οποία το έχει εντάξει εδώ και χρόνια στις εμφανίσεις της–, ενώ ήδη το 1996 οι Ιασις το είχαν εντάξει στο ομότιτλο άλμπουμ τους, σε μια ελεύθερη, πειραματική εκδοχή με νέι, κλαρίνο και μπάσο.
Φαινομενικά είναι ένα τραγούδι για τον ανεκπλήρωτο έρωτα –και ίσως ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού να προσφέρεται για ανεκπλήρωτους έρωτες, όταν οι λογαριασμοί κλείνουν και ο καθένας/η καθεμία πρέπει να συνεχίσουν στη διαδρομή του φθινοπώρου.
«Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να σ’ το πω/ κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος/ λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ/ ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος» ακούμε τον ερμηνευτή να τραγουδάει και μπαίνουμε στο κλίμα ενός ανεπίδοτου πόθου. Και ύστερα η εικόνα της φευγαλέας ανάμνησης, που δεν πρέπει να μείνει φευγαλέα: «Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά/ την άμμο που σαν καταρράκτης έλουζε/ καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά/ διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε».
Την ιστορία πίσω από την έμπνευση την είχε διηγηθεί αρκετές φορές ο ίδιος ο Ν. Παπάζογλου, που έφυγε από τη ζωή στις 17 Απριλίου 2011. Θυμόμαστε τα βασικά: Ιούνιος του 1978 και η Θεσσαλονίκη ξυπνάει λαβωμένη από τον μεγάλο σεισμό των 6,5 Ρίχτερ. «Το σπίτι μου είναι κατεστραμμένο», λέει ο τραγουδιστής, «κομμένο σαν πράσο, με τα παράθυρα γύρω γύρω». Η σύζυγός του Βαρβάρα φεύγει σε συγγενείς της Αμερικής μαζί με τη νεογέννητη κόρη τους –τη Μαρία Αδελαϊδα, όπως θα βαφτιστεί– μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος προσκαλεί τον Παπάζογλου στο σπίτι του Πηλίου για να τον φιλοξενήσει και ο δεύτερος καταφτάνει τον Αύγουστο (να ο τίτλος). Εκεί, σύμφωνα με δική του περιγραφή, πέφτει πάνω σε «μια φοβερή καλλονή» και φτάνει στα όρια της ερωτικής έλξης. Μαζί και στα όρια των ενοχών μην και χαλάσει ο γάμος του. «Φοβήθηκα τόσο πολύ τον εαυτό μου, που επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη τρέχοντας, κλείστηκα στο σπίτι και έγραψα τον “Αύγουστο”».
Στην πραγματικότητα δεν είχε γράψει στίχους στο χαρτί. Θυμόταν απ’ έξω τις εικόνες που του έρχονταν στο μυαλό. «Εβγαλα τρεις μέρες μέσα στο σπίτι σκαλίζοντας την κιθάρα, και μετά το τραγούδι θαρρείς και βγήκε μονοκοπανιά. Η πρώτη φορά που το έγραψα σε χαρτί ήταν μέσα στο στούντιο που είχα κάτω από το ταχυδρομείο της Παπάφη» θα αποκαλύψει στις «Συναντήσεις» με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.
Στην περιοχή εκείνη ζούσε τότε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος, βλέποντας τους πρώτους στίχους, συμβουλεύει τον Παπάζογλου να αφήσει εκτός τα αφηρημένα ουσιαστικά «έκσταση», «έξαψη» και «ανάταση», με το σκεπτικό ότι όλα αυτά είναι ευκολίες. Ο τραγουδοποιός ακολουθεί τις συστάσεις και το αποτέλεσμα είναι ο «Αύγουστος»: «Το μισό είναι γραμμένο για την κόρη μου και το μισό για εκείνη την κοπέλα».
Αρχικά το τραγούδι γράφεται μόνο για κιθάρα – φωνή και στη συνέχεια προστίθενται τα μέρη των εγχόρδων, δίνοντάς του την τελική ενοχρηστρωτική μορφή που όλοι γνωρίζουν και τραγουδούν. Ανάμεσα σε άλλους, συγκινεί τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος καλεί τον τραγουδοποιό να εμφανιστεί στις παραστάσεις του στο «Zoom» το 1987.
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, πάλι, μοιάζει να ξέρει τον τρόπο με τον οποίο γράφτηκε το κομμάτι. Γράφει στο «Ντέφι» στις αρχές του 1986: «Ακόμη κι ένα τραγούδι “μελό” όπως ο “Αύγουστος” βασίζεται στο ότι μερικές ποιητικές κοινοτοπίες γίνονται προσωπική υπόθεση και εκφράζουν τη δυναμική μιας φωνής, που δεν μπορεί να φυλακιστεί μέσω του γραπτού λόγου. Ετσι ο Παπάζογλου είναι σαν να μην έγραψε ποτέ τους στίχους στο χαρτί, αλλά απλώς να τους σκέφτηκε και να τους τραγούδησε, προφέροντάς τους κατευθείαν. Ποιος ζητάει περισσότερα από ένα τραγούδι;».