Το κασκόλ με το ουράνιο τόξο φτάνει στην ώρα του, ταχυδρομικώς. Η ετικέτα γράφει Acne Studios, μια κορυφαία σουηδική μάρκα, αλλά ο τρόπος, που είναι γραμμένο το όνομά της φαίνεται… ασαφής. Τότε, όπως γράφει στον Guardian η Μοργουένα Φέριερ, συντάκτρια μόδας και lifestyle της βρετανικής εφημερίδας, στέλνει μια φωτογραφία σε έναν φίλο της τυπογράφο. «Είναι προφανές ότι είναι ψεύτικο», απαντάει εκείνος. «Κοίταξε το e και το s, είναι από διαφορετικές γραμματοσειρές», της εξηγεί. Από την άλλη πλευρά, η ετικέτα πλυσίματος συμβουλεύει «dry cean only» («στεγνό καθάριμα μόνο»). Φαίνεται γνήσιο, όπως το αληθινό κασκόλ, αφράτο μάλλινο και μοχέρ κασκόλ των 250 λιρών (290 ευρώ). Αλλά δεν είναι. Και ίσως δεν αποτελεί έκπληξη, αν σκεφτείς ότι για να το αποκτήσει, η Φέριερ ξόδεψε μόλις 22 λίρες (25,54 ευρώ).
Δεν ήταν το πρώτο της fake. Στα 20 της, πήγε στο Βιετνάμ και επέστρεψε με μια τσάντα «Chanel 2,55» και δύο σακ-βουαγιάζ «Kipling» αγορασμένα στην αγορά Ben Thành της πόλης Χο Τσι Μινχ (πρώην Σαϊγκόν), που φημίζεται για την πλούσια σούπα pho και τις φτηνές απομιμήσεις· είχαν προηγηθεί, σε ηλικία 18 ετών, πουκάμισα «Ralph Lauren» από το εμπορικό κέντρο MBK Center της Μπανγκόκ, εν γνώσει της, ότι όλα ήταν προφανώς ψεύτικα. Το κασκόλ, ωστόσο, το πέρασε για ευκαιρία· την είχαν κοροϊδέψει…
Περίπου το ένα τρίτο των καταναλωτών στο Ηνωμένο Βασίλειο θα καταλήξουν να αγοράσουν κάτι ψεύτικο, εν γνώσει τους ή όχι, γράφει η Φέριερ στον Guardian. Το σημερινό πρόβλημα των απομιμήσεων είναι δεύτερο μετά τα ναρκωτικά όσον αφορά στο εισόδημα από εγκληματικές δραστηριότητες: πιστεύεται ότι το 2021 κατασχέθηκαν 42 εκατ. απομιμήσεις κατά την είσοδό τους στη χώρα, εκ των οποίων, σύμφωνα με την μη κερδοσκοπική οργάνωση εμπορίου Anti-Counterfeiting Group (ACG), τα τρία εκατομμύρια ήταν είδη μόδας και αξεσουάρ.
Αν αυτό το νούμερο δεν φαίνεται μεγάλο, είναι γιατί δεν πιάνεται κάθε τι πλαστό, γιατί δεν θα το παραδεχόταν κάθε άτομο που αγοράζει κάτι πλαστό, και γιατί μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση (στις 31 Ιανουαρίου 2020), «απλά δεν είχαμε το ίδιο επίπεδο κανονισμών για τις εισαγωγές», λέει στον Guardian ο Φιλ Λιούις, γενικός διευθυντής του ACG. Και το μεγαλύτερο εμπόδιό του, προσθέτει, είναι ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως τα μόνα θύματα είναι οι μάρκες. «Απλώς δεν τους νοιάζει», λέει αναστενάζοντας.
Αλλά η μόδα των απομιμήσεων πάει πολύ πέρα από τους ομίλους εμπορίας πολυτελών αγαθών. Το αποκαλούμενο «σκοτεινό εμπόριο» έχει δεσμούς με την εμπορία ανθρώπων, την εργασιακή εκμετάλλευση και την παιδική εργασία και δεν χρειάζεται να σου το πει η Europol, λέει ο Λιούις. «Οταν μεταφέρεις αυτό τον αριθμό αγαθών και βλέπεις κέρδη πολλών δισεκατομμυρίων, οι δεσμοί μεταξύ μεγάλης κλίμακας εγχώριας παραγωγής και οργανωμένου εγκλήματος είναι αδιαμφισβήτητοι», τονίζει. Η Ολίβια Γουίνταμ Στιούαρτ, ειδική στα Ανθρώπινα Δικαιώματα, συμφωνεί: το ανθρώπινο κόστος μιας ψεύτικης τσάντας Birkin είναι «πολύ σημαντικό» και «σε μεγάλο βαθμό κρυμμένο», επισημαίνει.
Αναζητώντας περισσότερες ενδείξεις, η βρετανή δημοσιογράφος μπήκε πάλι στο site που είχε αγοράσει το κασκόλ και βρήκε άλλα τέσσερα· αλλού υπήρχαν άλλα τρία. Δεδομένου του πόσο εύκολο είναι να αγοράσεις μια απομίμηση –χωρίς έλεγχο, χωρίς κανονισμούς, χωρίς αξιολόγηση και αρκετά καλής κατασκευής ώστε να ξεγελάσει ακόμα και μια συντάκτρια μόδας– ο αριθμός ειδών που αλλάζουν χέρια πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερος από τρία εκατομμύρια. Πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν κάτι είναι αυθεντικό ή ψεύτικο; Μπορεί κανείς να είναι σίγουρος;
Η Vestiaire Collective είναι μια γαλλική πλατφόρμα μόδας, η οποία από το 2009 πουλά μεταχειρισμένα ρούχα σε όλο τον κόσμο. Οι αγορές της Μοργουένα Φέριερ άρχισαν στο Vestiaire το 2019 με ένα ζευγάρι loafers Grenson για 50 λίρες (58 ευρώ), ένα σακάκι Helmut Lang για 20 λίρες (23,20 ευρώ) και μια φούστα Joseph για ακόμη λιγότερα. Σε λίγο, αγόραζε από κει τα πάντα. Γνώριζε, βέβαια, ότι οι online αγορές επώνυμων ρούχων είχαν τους κινδύνους τους, αλλά η Vestiaire είχε αντιμετωπίσει νωρίς την άνοδο των απομιμήσεων δημιουργώντας ένα σύστημα: ο αγοραστής μπορούσε να επιλέξει να του αποσταλεί απευθείας το προϊόν ή, έναντι 15 λιρών (17,5 ευρώ), ένας ειδικός θα το έλεγχε πρώτα και θα του έλεγε αν η τσάντα του ήταν αυθεντική. Αυτό το έκανε πρώτα στη Γαλλία, στη συνέχεια, όμως, το επέκτεινε και στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς οι δουλειές της εταιρείας –και οι απομιμήσεις– άρχισαν να ανθίζουν στη χώρα.
Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες σχετικά, η Μοργουένα Φέριερ επισκέφτηκε την αποθήκη της Vestiaire Collective, που άνοιξε τον Ιανουάριο του 2022 στο Κρόουλι, μια βιομηχανική περιοχή κοντά στο Γκάτγουικ και όπου γίνονται έλεγχοι αυθεντικότητας των ειδών που πωλούνται. Ο Μπιλ Πόρτερ διευθύνει τα logistics της αποθήκης. Δεν υπάρχουν παράθυρα ούτε πινακίδες, μόνο ένας φύλακας, ο κύριος Καν, και ένα ισχυρό σύστημα συναγερμού. Για προφανείς λόγους το κτίριο βρίσκεται κοντά στο αεροδρόμιο και είναι ανώνυμο γιατί μέσα υπάρχουν είδη πολυτελείας αξίας εκατομμυρίων λιρών.
Επάγγελμα: Kυνηγός «μαϊμούδων»…
Σε μια άκρη, είναι στοιβαγμένα χιλιάδες πολύχρωμα κουτιά επώνυμων αντικειμένων σαν ακανόνιστα τούβλα σε ράφια μέχρι το ταβάνι, από τα οποία ξεχύνονται τσάντες Marc Jacobs, γόβες Jimmy Choo και πορτοφόλια Louis Vuitton. Μπροστά υπάρχουν κρεμάστρες με παλτά Burberry και φορέματα Self-Portrait. Φτάνουν κάθε πρωί με μεγάλα φορτηγά, που εισέρχονται στην τεράστια αποθήκη μέσω μιας κυματοειδούς πλαϊνής πόρτας. Κάθε 20 λεπτά, ένας συναγερμός τεσσάρων δευτερολέπτων ειδοποιεί ότι φτάνει μια νέα παράδοση. Οι 23 εργαζόμενοι σταματούν αυτό που κάνουν και μόνο όταν η πόρτα κλειδώνεται, όλα ξεκινούν και πάλι. Εδώ κάνουν τη δουλειά τους οι κυνηγοί των απομιμήσεων.
Γνωστοί ως «authenticators», μερικοί προέρχονται από μουσεία μόδας και οίκους δημοπρασιών· άλλοι έχουν εργαστεί στα εργοστάσια της πραγματικής μάρκας ενώ κάποιοι είναι απλώς σπασίκλες της μόδας. Η διαδικασία υποβολής αιτήσεων στη Vestiaire Collective είναι πολύ αυστηρή. Οι υποψήφιοι ελέγχονται για τις γνώσεις τους στη μόδα και στη συνέχεια εκπαιδεύονται για τρεις μήνες από ειδικούς που έρχονται από τη γαλλική πόλη Τουρκουάν, όπου βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας. Πρέπει να ξέρουν τα πάντα για το δέρμα και τις μεθόδους ανάγλυφης εκτύπωσης, αλλά και πότε ο Εντί Σλιμάν, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου Celine αφαίρεσε την αξάν ντε γκυ από το é στο όνομα του οίκου (και από Céline το έκανε Celine)· πότε η Nike συνεργάστηκε με την Tiffany & Co. και πώς ο Ντέμνα Γκβασάλια άλλαξε το μέγεθος της γραμματοσειράς όταν ανέλαβε τα ηνία του οίκου Balenciaga.
«Τα περισσότερα πλαστά θα είναι πάντα Hermès, Gucci και Louis Vuitton, αλλά και πάντα υψηλής ποιότητας», λέει στον Guardian η Ζουστίν Μπαμέζ επικεφαλής «authenticator», και προσθέτει,«Μπορεί να είναι απίστευτα δύσκολο να τα βρεις».
Υπάρχουν 60 κυνηγοί απομιμήσεων που εργάζονται για την Vestiaire σε τοποθεσίες στο Χονγκ Κονγκ, τη Σεούλ, το Μπρούκλιν και τη Γαλλία. Μεγάλο μέρος της «διαδικασίας» είναι αυτοματοποιημένο, «αλλά δεν θα μπορείς να χρησιμοποιήσεις ρομπότ για τον σωστό έλεγχο ταυτότητας», λέει ο Πόρτερ, «Είναι πολύ εξειδικευμένος». Σχεδόν το 70% των εισερχόμενων εμπορευμάτων ελέγχονται. Από αυτά, έως και το 2% διαπιστώνεται ότι είναι πλαστά. «Αν πρόκειται να πουλήσετε κάτι ψεύτικο, πιθανότατα δεν θα το καταχωρούσατε εδώ», λέει η Μπαμέζ, η οποία διευθύνει το τμήμα ελέγχου στο Κρόουλι, «Αλλά κάποιοι εξακολουθούν να το κάνουν», προσθέτει.
Δεν υπάρχουν δύο όμοιοι κυνηγοί απομιμήσεων. Ο καθένας έχει τη δική του μεθοδολογία, υπόβαθρο και απαιτητική υπερδύναμη. Η 30άχρονη Μέιρα Αφζάλ, για παράδειγμα, ήταν λάτρης των αεροπλάνων. Ξεκίνησε να εργάζεται σε καταστήματα στα 16 της, προχωρώντας στον ποιοτικό έλεγχο σε μεγάλες μάρκες όπως η Rolex και η Omega. «Μαθαίνεις μέσα από τη δουλειά. Η πελατεία των ρολογιών είναι πολύ συγκεκριμένη, πολύ επιλεκτική», εξηγεί. Παρακολουθώντας τη, η δουλειά της αγγίζει τα όρια της μαγείας, γράφει η Φέριερ στον Guardian. (Το Rolex, που ελέγχει αποδεικνύεται αληθινό.)
Η Ζουστίν Μπαμέζ, η 30χρονη Γαλλίδα που διευθύνει το τμήμα ελέγχου, έχει πτυχίο στην Ιστορία της Τέχνης και μέχρι πριν από δύο χρόνια εργαζόταν σε αρχεία μουσείων. Φορώντας λευκά βαμβακερά γάντια, ανοίγει ένα κουτί Hermès και βγάζει μια γκρι τσάντα Birkin, που πωλείται για περίπου 12.000 λίρες (περίπου 13.935 ευρώ). Κρατώντας το κουτί στο φως στο γραφείο της, ελέγχει τη συσκευασία, την μανταρινί απόχρωση του κουτιού και παρατηρεί ότι ο άνδρας στο λογότυπο έχει το χέρι του στην τσέπη: «Ορισμένες λεπτομέρειες είναι πιο δύσκολο να παραποιηθούν και αυτή είναι μία», εξηγεί.
Στη συνέχεια, εξετάζει αν υπάρχει μόνο μια βελονιά από τη μια άκρη της κορδέλας μέχρι την άλλη, αν κορδέλα είναι βαμβακερή και αν οι λαβές στέκονται σωστά. «Το γράμμα r στη λέξη Hermès είναι το πιο δύσκολο να πλαστογραφηθεί και ένας μεγάλος δείκτης είναι η μυρωδιά», εξηγεί η Μπαμέζ. Κρατάει την τσάντα κοντά στη μύτη της (η μυρωδιά της Hermès είναι απαλή και καπνιστή, ενώ της Gucci θυμίζει περισσότερο ξύλο) πριν ελέγξει αν υπάρχουν κάθετες γραμμές στο δέρμα (τις οποίες η δημοσιογράφος του Guardian δεν διακρίνει καν, όπως γράφει). Οι μικρότερες λεπτομέρειες χρειάζονται μεγεθυντικό φακό.
Ενώ κάποτε μπορούσε κανείς να περιμένει ορθογραφικά λάθη –για παράδειγμα έγραφαν Herpes αντί για Hermès στη σφραγίδα- τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τώρα είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν. Μερικοί πωλητές παραποιούν τα τιμολόγια, οπότε η Ζουστίν Μπαμέζ πρέπει να ψάξει στο Google για να δει αν υπάρχει η μπουτίκ, ενώ το τελευταίο πράγμα που πρέπει να ελέγξει είναι το φυλλάδιο φροντίδας. Συνήθωςη διατύπωση αποκαλύπτει την πραγματική ταυτότητα. Τα περισσότερα αντικείμενα προέρχονται από χώρες εκτός Ευρώπης και, όπως στο κασκόλ της Φέριερ που η ταμπέλα του έγραφε «dry cean only» («στεγνό καθάριμα μόνο»…), η μετάφραση δεν είναι πάντα σωστή.
«Μαϊμούδες» και αντίγραφα
Οι νεότερες γενιές αγοράζουν τις περισσότερες απομιμήσεις ψωνίζοντας συνήθως μεταχειρισμένα vintage online. Οπως και η Φέριερ στα 20 της, δεν αναζητούν «μαϊμούδες» αλλά ούτε και τις αποφεύγουν: «Πολλοί το κάνουν εν γνώσει τους και τους περισσότερους δεν τους ενδιαφέρει», λέει ο Μάθιου Κόουπ, αναπληρωτής διευθυντής στο Γραφείο Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IPO).
Ο όρος dupe εμπίπτει σε μια παρόμοια κατηγορία -αλλά αντί για τα ψεύτικα που προσπαθούν να περάσουν ως αληθινά, τα dupe μοιάζουν με το αυθεντικό προϊόν. Ενα email που έλαβε την περασμένη εβδομάδα η Φέριερ της πρότεινε να «ψωνίσει το τέλειο Gucci Dupe στο La Redoute». Τον Μάιο, η μάρκα αθλητικών ειδών Lululemon βαρέθηκε τόσο πολύ τα dupe των κολάν Align, που διοργάνωσε μια ανταλλαγή: «Φέρτε τις απομιμήσεις σας και αποκτήστε το αληθινό» έλεγε η καμπάνια της.
Μια ολόκληρη μικροβιομηχανία fakefluencers προωθεί τα dupe στα social media: ένα χρόνο πριν εμφανιστεί στη σειρά «Love Island», η τότε influencer Molly Mae κατηύθυνε τους followers της σε dupes στο YouTube. Το περασμένο καλοκαίρι, μια έκθεση της IPO της ΕΕ έδειξε ότι λίγο περισσότεροι από τους μισούς νέους στην ΕΕ είχαν αγοράσει μια απομίμηση τον τελευταίο χρόνο, πολλοί εν γνώσει τους. Είναι προσιτές οικονομικά και αυτό είναι το κλειδί: οι περισσότεροι είπαν ότι θα εγκατέλειπαν τις απομιμήσεις εάν τα αυθεντικά προϊόντα ήταν φθηνότερα.
Κάποτε οι «μαϊμούδες» ήταν αναμνηστικά, που μπορούσες να τα δείξεις σε φίλους, αλλά και κάτι σαν τρόπαιο· η αγορά τους ήταν δελεαστικά ριψοκίνδυνη. Τα πράγματα έχουν αλλάξει, ωστόσο, και η υψηλή μόδα έχει αναπτύξει ακόμη και ανοχή στις απομιμήσεις. Ο Τομ Φορντ είπε κάποτε ότι τίποτα δεν τον έκανε πιο χαρούμενο από το να βλέπει αντίγραφα των δημιουργιών του – «Αυτό σήμαινε ότι έκανες το σωστό» – ενώ ο Ντάπερ Νταν, ο επιδραστικός σχεδιαστής του χιπ-χοπ, έκανε «μεταλλαγμένες εκδοχές υψηλής ραπτικής» χρησιμοποιώντας προϊόντα με λογότυπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το να έχεις μια απομίμηση είναι ζήτημα τιμής, σαν να σηκώνεις άσεμνα το δάχτυλο στους ομίλους που σε έκαναν κατ’αρχάς να ποθείς το αυθεντικό προϊόν. Μερικοί, εξάλλου, αναζητούν ενεργά τις απομιμήσεις, ακόμη κι αν μοιάζουν ελάχιστα με το αυθεντικό προϊόν. Ισως, μάλιστα, ειδικά γι’ αυτό.
Πριν από το 2020 και την πανδημία, οι Βρετανοί ψώνιζαν διαδικτυακά σε ποσοστό 40%. Μέχρι το 2021, το ποσοστό τους είχε πάει στο 75%. «Δεν ήταν απλώς απαραίτητα. Τα ψώνια έγιναν θεραπευτικά· γιατί να μην αγοράσεις ένα “Rolex” 300 λιρών (348,5 ευρώ) αν σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα;» λέει στον Guardian ο Φιλ Λιούις εκ μέρους του ACG.
Η ACG συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τις απομιμήσεις και τις προωθεί στα Trading Standards, την αστυνομία και τα τελωνεία. Αντιπροσωπεύει 3.000 μάρκες, από ανταλλακτικά αυτοκινήτων μέχρι Chanel. Οι περισσότερες απομιμήσεις φθάνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσω θαλάσσιων μεταφορών, αλλά όλο και περισσότερο, μικρότερα αντικείμενα –δύο μπλουζάκια για παράδειγμα μέσα σε έναν φάκελο- φτάνουν με κούριερ ή αεροπλάνο. Το αεροδρόμιο East Midlands είναι ένας από τους πιο πολυσύχναστους κόμβους γρήγορων δεμάτων, γεγονός που το καθιστά στόχο, λέει ο Μάθιου Κόουπ, υπεύθυνος της IPO. Ο οργανισμός απασχολεί ένα άτομο, του οποίου η δουλειά είναι να καθορίζει ποια δέματα πρέπει να επιθεωρηθούν. «Αυτά που βρίσκουν αντιστοιχούν σε ένα εκατ. λίρες (1,16 εκατ. ευρώ) το μήνα. Αλλά πρέπει να αναρωτηθείτε: πόσα χάνουμε;», λέει.
Η αγορά και η μεταπώληση ειδών πολυτελείας μπορεί να είναι ένα παιχνίδι. Για μερικούς, αποτελεί ξεκαθάρισμα, προσπάθεια να βγάλουν χρήματα ή απλώς πουλούν πράγματα που δεν θέλουν πια, συχνά μετά από έναν χωρισμό, οπότε έρχονται στο φως πολλά πλαστά αντικείμενα. «Είναι πραγματικά το τελειωτικό χτύπημα», λέει ο Μπιλ Πόρτερ της Vestiaire. «Φανταστείτε να χωρίσετε με κάποιον και μετά να ανακαλύψετε ότι το δαχτυλίδι αρραβώνων σας ήταν ψεύτικο».
Απομιμήσεις άψογες με ζήτηση «καυτή»
Ο νεαρός Σαμ Φρεντς εργάζεται στη Vestiaire εδώ και λίγο περισσότερο από έξι μήνες· ειδικεύεται στα vintage Gucci της εποχής του Τζον Γκαλιάνο και του Τομ Φορντ, εξετάζοντας περίπου 120 αντικείμενα την ημέρα. Μιλάει στον Guardian για τον τρόπο με τον οποίο έχουν βελτιωθεί οι απομιμήσεις. «Τα αθλητικά παπούτσια», λέει, ρίχνοντας ένα φως πάνω σε ένα ζευγάρι Gucci, «είναι ραμμένα με ελαφρώς διαφορετική κλωστή ή θα διαφέρει το γύρισμα του δέρματος στη σόλα».
Αλλά αν γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εντοπιστούν τα ψεύτικα, είναι επίσης όλο και πιο διαδεδομένα καθώς επιδεινώνεται η οικονομική κατάσταση, με πράγματα που απλά δεν θα περίμενες να παραποιηθούν επειδή το περιθώριο κέρδους δεν πλησιάζει καθόλου αυτό μιας τσάντας Birkin. Σκεφτείτε, για παράδειγμα τα σίδερα για το ίσιωμα μαλλιών, πολυτελή είδη περιποίησης της επιδερμίδας και, όλο και περισσότερο, τις μπλούζες ποδοσφαίρου.
Η «καυτή» ζήτηση κάποιων ειδών ποικίλλει άγρια. Ενώ οι μάρκες με τη μεγαλύτερη ζήτηση της Vestiaire Collective είναι τώρα η Louis Vuitton και η Hermès, ο θάνατος ενός σχεδιαστή μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη ζήτηση στα προϊόντα του. Η Μπαμέζ μιλά για «στιγμές τάσης» όταν οι ετικέτες βλέπουν άνοδο μετά το Met Gala ή μια viral επίδειξη μόδας· και τότε πρέπει να είσαι σε υπερεπαγρύπνηση…
Η μεγαλύτερη αλλαγή, που παρατηρήθηκε, αφορά στις τιμές των απομιμήσεων. Το κασκόλ της Φέριερ ήταν 90% φθηνότερο από το αυθεντικό, πράγμα που θα έπρεπε να έχει σημάνει τον κώδωνα κινδύνου. Ολο και περισσότερο, ωστόσο, οι παραχαράκτες τιμολογούν τα πράγματα μόλις 10% έως 20% χαμηλότερα από την προτεινόμενη τιμή πώλησης, επομένως φαίνονται σαν ευκαιρίες και όχι σαν απομιμήσεις. Αυτό οδήγησε σε περισσότερους αγοραστές -και αντίστοιχα πωλητές- χωρίς επίγνωση.
Και αν η ιχνηλάτησή τους έχει γίνει μια σισύφεια εργασία, τότε ο 37χρονος Αντι Μάστερσον είναι ο Σίσυφος αυτοπροσώπως, γράφει η Μοργουένα Φέριερ στον Guardian. Δεν του φαίνεται, αλλά είναι επικεφαλής της ομάδας Disruption and Engagement στην Αστυνομική Μονάδα Εγκλήματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας, που εδώ και τρία χρόνια χτυπά πόρτες για να κάνει δύσκολες ερωτήσεις σε ανυποψίαστους εγκληματίες, που δουλεύουν από το σπίτι.
Επιχειρήσεις μαμούθ κατασχέσεων
Οι έλεγχοι μπορεί να ξεκινούν online –εντοπίζοντας υπόπτους μέσω των αγαθών που πωλούν, για παράδειγμα, σε φόρουμ του Amazon ή του Reddit –και στη συνέχεια γίνονται πρόσωπο με πρόσωπο. Το 2019, «ακολουθώντας online μερικά αθλητικά παπούτσια», ο Μάστερσον και η ομάδα του βρήκαν τη διεύθυνση του πωλητή στο Μάντσεστερ. Ηταν μια γυναίκα, πολύ συνεργάσιμη: «Μας κάλεσε μέσα και μας έδειξε τα πράγματα. Καθώς ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, είπε: “Θέλετε να ρίξετε μια ματιά και στο υπόστεγο;” Το άνοιξε και μέσα υπήρχε ένα ολόκληρο εργοστάσιο», λέει ο Μάστερσον στον Guardian. Τα μη επώνυμα προϊόντα ήταν στοιβαγμένα στη μια άκρη –παπούτσια και τσάντες κάθε είδους–, στη μέση τους έβαζαν τις ετικέτες ενώ ο χώρος συσκευασίας ήταν στο μπροστινό μέρος: «Ενα εξαιρετικά οργανωμένο εργοστάσιο απομιμήσεων χαμηλού επιπέδου».
Εναν χρόνο πριν, αυτή η γυναίκα είχε πάει σε μια αγορά για να αγοράσει ρούχα για τους γιους της. (Ο Μάστερσον δεν γνωρίζει αν ήξερε ότι ήταν ψεύτικα). Αποδείχθηκε ότι είχαν λάθος μέγεθος, αλλά χωρίς αποδείξεις, δεν μπορούσε να τα δώσει πίσω, «έτσι της προτάθηκε να τα πουλήσει διαδικτυακά. Ετσι έβγαλε λίγα χρήματα, οπότε γύρισε και αγόρασε άλλα». Ο πωλητής τής πρότεινε να αγοράσει χονδρικώς, «μετά να αγοράσει τις ετικέτες χωριστά και να τις βάλει μόνη της», και έτσι ξεκίνησε τη μικρή της επιχείρηση Build-A-Bag.
Μόνο όταν ένα αντικείμενο έχει «σήμανση» γίνεται πλαστό. Πριν από αυτό ήταν απλώς μια τσάντα και «στο μυαλό της ήταν απλώς μια μικρή επιχείρηση», λέει ο Μάστερσον. Στη γυναίκα δόθηκε μια προειδοποίηση ότι αν το επαναλάμβανε θα διωκόταν ποινικά, αλλά αυτό το είδος εγκλήματος χαμηλού επιπέδου οδήγησε πέρυσι στην Operation Vulcan, μια από τις μεγαλύτερες κατασχέσεις απομιμήσεων στη βρετανική ιστορία.
Μια φορά κι έναν καιρό, η ναπολιτάνικη Καμόρα πουλούσε απομιμήσεις, που κατασκευάζονταν στα ίδια εργοστάσια που έφτιαχναν και τα αυθεντικά προϊόντα, πράγμα που πιθανώς εξακολουθεί να συμβαίνει, λέει η Κιάρα Μπάρι εκ μέρους του παγκόσμιου κινήματος Fashion Revolution. Σήμερα, περίπου το 80% των απομιμήσεων προέρχεται από την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, αν και πρόσφατα έχουν ανατεθεί σε χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στις κύριες αγορές της Ευρώπης, συχνά στην Ιταλία και το Μαρόκο. «Εχουν καλύτερα δέρματα και καλύτερα μηχανήματα», λέει η Μπαμέζ, «Μερικές απομιμήσεις κατασκευάζονται στα ίδια εργοστάσια με τα αυθεντικά προϊόντα ή χρησιμοποιώντας τα ίδια υλικά και τον εξοπλισμό, αλλά είναι ένα πραγματικό μείγμα».
Εργασιακές συνθήκες σκλαβιάς και περιβαλλοντικές επιπτώσεις
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες φτιάχνεται η γρήγορη μόδα –με πιο διαβόητα τα εργοστάσια ενδυμάτων στο Λέστερ, όπου οι εργαζόμενοι είναι παγιδευμένοι σε συνθήκες σύγχρονης σκλαβιάς– είναι καλά τεκμηριωμένες. Αλλά λίγα πράγματα είναι γνωστά για την προέλευση των απομιμήσεων. «Αυτά τα εργοστάσια είναι τόσο υπόγεια τώρα, είναι ένας εφιάλτης· αλλά το στήσιμό τους προσφέρεται για τους πιο ευάλωτους εργάτες», λέει η Μπάρι. (Ο Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου στην ταινία του «Biutiful» του 2010 με τον Χαβιέ Μπαρδέμ, αποτύπωσε το δράμα των παράνομων κινέζων μεταναστών οι οποίοι κατασκευάζουν απομιμήσεις που στη συνέχεια πωλούν στους δρόμους της Βαρκελώνης αφρικανοί μετανάστες)
Αυτό που μπορούμε να υποθέσουμε, λέει η Γουίνταμ Στιούαρτ, ειδικός στα εργασιακά δικαιώματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, είναι ότι οι εργαζόμενοι, που παράγουν πλαστά προϊόντα είναι πιο ευάλωτοι από τους εργαζόμενους σε λιγότερο παράνομες αλυσίδες εφοδιασμού. «Η πίεση των τιμών έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στους εργαζόμενους σε όλες τις αλυσίδες εφοδιασμού μόδας. Μπορεί κανείς να υποθέσει λογικά ότι η πίεση των τιμών για τα προϊόντα απομίμησης είναι ακραία… Ο κίνδυνος καταναγκαστικής ή παιδικής εργασίας, κακής υγείας και ασφάλειας και άλλων καταχρήσεων είναι βέβαιο ότι θα είναι ακόμη μεγαλύτερος», λέει.
Το ίδιο, εξάλλου, μπορεί να ειπωθεί για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, από την απόρριψη τοξικών βαφών, που χρησιμοποιούνται για τη βαφή των τσαντών μέχρι τη χρήση ούρων ζώων για τη σταθεροποίηση των αρωμάτων, ακόμη και χρήση γούνας από γάτες ή σκύλους, αντί για ψεύτικη γούνα για τα πομ πομ, που κάποτε ήταν δημοφιλή σε τσάντες επώνυμων σχεδιαστών, σύμφωνα με εκπρόσωπο της PET, ο οποίος πρόσθεσε ότι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να μάθετε αν η γούνα είναι ψεύτικη είναι να την κάψετε: «Ελπίζουμε ότι θα μυρίζει πλαστικό»…