Πριν από έναν μήνα μέσω της έκδοσης της διετούς έκθεσής του για τις δημοσιονομικές συνθήκες (Fiscal Monitor) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο απέδειξε πώς το πάθημα της περιόδου 2007 – 2012 έγινε μάθημα με αποτέλεσμα σήμερα, ενώπιον της αναπάντεχης παγκόσμιας τραγωδίας της πανδημίας αλλά και της διαρκούς κλιματικής κρίσης, να τάσσεται υπέρ της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων, ξορκίζοντας, συγχρόνως, το φάσμα της αύξησης του δημοσίου χρέους.
«Το ΔΝΤ είναι δημιούργημα της κρίσης. Ιδρύθηκε για να σταθεροποιεί τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων στην μεταπολεμική οικονομία. ‘Οποτε οι λαοί αποπειράθηκαν να το ξεγράψουν, μια νέα κρίση προέκυψε, επαναφέροντας το στην κεντρική σκηνή ως τον μοναδικό μόνιμο χρηματοπιστωτικό πυροσβέστη του κόσμου», αναφέρει σε κείμενό του, ο Μάρτιν Σαντμπού, κορυφαίος οικονομικός σχολιαστής των Financial Times, προλογίζοντας την μακροσκελή συνέντευξη που του παραχώρησε πρόσφατα η Γκίτα Γκόπιναθ, η επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την 1η Ιανουαρίου του 2019.
Η 48χρονη ινδικής καταγωγής αμερικανίδα οικονομολόγος αποτέλεσε προσωπική επιλογή τη Κριστίν Λαγκάρντ ενώ σήμερα βρίσκεται στο πλευρό της νέας προέδρου και διευθύντριας του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, επιδεικνύοντας, μαζί με άλλα υψηλόβαθμα στελέχη του Ταμείου, μια πρωτοφανή διάθεση να αλλάξουν άποψη για ζητήματα που έως πρόσφατα αντιμετωπίζονταν ως θέσφατα από το ΔΝΤ. Συνοψίζοντας όλα τα όσα είπε και εξήγησε η Γκόπιναθ, επισημαίνονται τα εξής σημεία:
Μετά τις τράπεζες, σειρά έχουν του κράτη. Σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής η απάντηση που δόθηκε (ποσοτική χαλάρωση, αγορές περιουσιακών στοιχείων, ενίσχυση ρευστότητας) συνέβαλε σημαντικά στην αποτροπή μιας «χρηματοπιστωτικής καταστροφής και πληθώρας χρεοκοπιών». Πρέπει, ωστόσο, ειδικά εάν η κρίση επιδεινωθεί, «να εισέλθουμε σε έναν κόσμο που θα έχουμε περισσότερες θέσεις εργασίας, σε έναν κόσμο όπου θα προβούμε στις απαραίτητες επενδύσεις για μια βιώσιμη, περιεκτική ανάπτυξη».
Σε αυτό το σημείο καλούνται να αναλάβουν δράση τα κράτη. Ηδη από τις αρχές του μήνα η Γκίτα Γκόπιναθ είχε επισημάνει, μέσω άρθρου της στους Financial Times, την ανάγκη αύξησης των δημοσίων επενδύσεων. Προϋπόθεση: οι κυβερνήσεις να επιλέξουν «projects υψηλής ποιότητας, ενισχύοντας, συγχρόνως, τους μηχανισμούς διαχείρισης δημοσίων επενδύσεων, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι τα projects θα επιλεγούν σε ανταγωνιστική βάση και οι πόροι δεν θα χαραμιστούν λόγω ανικανότητας». Τι σημαίνει αυτό; Οτι στην παρούσα φάση οι σπατάλες είναι αδιανόητες. Αλλά ο φόβος της σπατάλης δεν θα πρέπει να δέσει τα χέρια των κρατών.
Το ΔΝΤ δεν θα επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Η διαβόητη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» σύμφωνα με την οποία οι πολιτικές για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης εντός χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι η μακροοικονομική σταθερότητα, η δημοσιονομική αυστηρότητα, η φιλελευθεροποίηση της αγοράς και οι ιδιωτικοποιήσεις δεν αποτελεί πλέον κυρίαρχο δόγμα στους κόλπους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η Γκίτα Γκόπιναθ το επιβεβαίωσε πιο διακριτικά, αναφέροντας πως «όλοι συμφωνούν πως η δημοσιονομική στήριξη αποσύρθηκε πολύ γρήγορα αμέσως μετά την χρηματοπιστωτική κρίση. Και αυτό είναι ένα λάθος που δεν θέλουμε να επαναληφθεί».
«Κάθε αύξηση του χρέους δεν σπέρνει τους σπόρους της καταστροφής». Αυτή είναι η φράση – κλειδί, την οποία η Γκόπιναθ θέλησε να αναλύσει λεπτομερώς. «Ενα σημαντικό μάθημα που πήραμε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση είναι ότι η δημοσιονομική πολιτική διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην ανάκαμψη και κάθε αύξηση του χρέους δεν σπέρνει τους σπόρους της καταστροφής», ανέφερε, για να επισημάνει, ωστόσο, αμέσως μετά πως σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει «να εγκαταλειφθούν οι ανησυχίες για την αύξηση του χρέους».
Οπότε τι προτείνει η Γκόπιναθ στις κυβερνήσεις; Εχοντας πάντα κατά νου τη «βιωσιμότητα» του χρέους, να προβούν «σε δημόσιες επενδύσεις που μπορούν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα και να είναι παράλληλα δημοσιονομικά συνετές, συμβάλλοντας στη μείωση του χρέους στα επίπεδα του ΑΕΠ». Και το να προβούν οι κυβερνήσεις σε τέτοιου τύπου «συνετές» επενδύσεις είναι «αναγκαίο σε μια περίοδο κατά την οποία τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά για πολύ καιρό και επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα που μπορεί να συγκρατήσει τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα».
Ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες των κυβερνήσεων; «Επί του παρόντος, άμεση ανάγκη εξακολουθεί να είναι η αύξηση των δαπανών για την υγεία και τη διασφάλιση της δυνατότητας επαρκούς κλίμακας παραγωγής οποιασδήποτε λύσης για τον τερματισμό της πανδημίας, είτε είναι εμβόλια, θεραπείες ή καλύτερα τεστ».
Συγχρόνως, όμως, πολλές χώρες έχουν τη δημοσιονομική δυνατότητα να αντιμετωπίσουν και την κλιματική κρίση προβαίνοντας σε πράσινες επενδύσεις, αυξάνοντας το κόστος του άνθρακα και συνδράμοντας τα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων ούτως ώστε να μην βρεθούν στο περιθώριο της πράσινης μετάβασης.
H Γκίτα Γκόπιναθ θεωρεί πως αυτός ο συνδυασμός πολιτικών μπορεί και να τονώσει την παραγωγή και να ενισχύσει την ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού, συμβάλλοντας, συγχρόνως, στον περιορισμό της αύξησης των θερμοκρασιών.
«Πρέπει να είμαστε ταπεινοί, υπάρχει αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα με την οποία οι άνθρωποι θα στραφούν σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, αλλά κατά τη γνώμη μας αυτή η στροφή μπορεί να δώσει στην παραγωγή την ώθηση που χρειάζεται τώρα. Θα υπάρξει ένα μεταβατικό κόστος αλλά αυτό το κόστος είναι πολύ χαμηλό. Και μακροπρόθεσμα θα είναι ιδιαίτερα θετικό για τον πλανήτη και για τον βιοπορισμό».
Αύξηση των ανισοτήτων και αυτοματοποίηση. Περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση στην αύξηση των ανισοτήτων συνέβαλε η αυτοματοποίηση, μας πληροφορεί η επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ. Και τώρα η πανδημία επιταχύνει τη διαδικασία αυτοματοποίησης, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη σύνθεση πολιτικών κατάλληλων για τη στήριξη των «εκτοπισμένων εργαζόμενων» οι οποίοι θα πρέπει να επανεκπαιδευτούν και να μετακομίσουν όπου υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις εργασίας.
Οσον αφορά το πότε πρέπει να δοθεί αυτή η μεγάλη ώθηση στις δημόσιες επενδύσεις, «μόλις ξεπεράσουμε οριστικά τα δύσκολα της πανδημίας, το οποίο νομίζω ότι θα συμβεί το 2021, ειδικά αρκετές προηγμένες οικονομίες» μπορούν και πρέπει να αρχίσουν να επενδύουν «συνετά» με στόχο την ανάκαμψη από την πανδημία, την ανάπτυξη της οικονομίας και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
«Δεν μπορώ παρά να νιώσω πως αυτό είναι ένα διαφορετικό ΔΝΤ από εκείνο κατά του οποίου διαμαρτύρονταν οι φίλοι μου όταν ήμουν φοιτητής», επισήμανε ο Μάρτιν Σαντμπού στην εκλεκτή συνομιλήτριά του, σχολιάζοντας τον αέρα αλλαγής (υπέρ του «ευφυούς» κρατικού παρεμβατισμού στην προκειμένη περίπτωση) που φαίνεται πως πνέει πλέον στο ΔΝΤ.
«Ναι, συμφωνώ πως ηγούμαστε αυτών των αλλαγών και πρόκειται για ένα ρόλο που αντιμετωπίζουμε πολύ σοβαρά. Πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι δίνουμε τις καλύτερες δυνατές συμβουλές στα μέλη μας, λαμβάνοντας υπόψη τον κόσμο στο σύνολό του (με 190 μέλη πλέον) και αναγνωρίζοντας τις συνέπειες των ενεργειών μιας χώρας σε μία άλλη. H κρίση επιβεβαίωσε ότι υπάρχει ακόμα τεράστια ανάγκη για έναν ύστατο δανειστή, και αυτός είναι το ΔΝΤ. Σε αυτήν την κρίση έχουμε παράσχει χρηματοδότηση σε 81 χώρες, σε 75 από αυτές με παρεμβάσεις έκτακτης ανάγκης οι οποίες δεν εμπεριέχουν τις προϋποθέσεις που συνήθως συνοδεύουν τα προγράμματα του ΔΝΤ», απάντησε η Γκόπιναθ, επιβεβαιώνοντας πως κάτι όντως έχει αλλάξει στους κόλπους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.