Κατά την Αμερική του Μπάιντεν η Δύση πρέπει να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά στη Κίνα του Σι και στη Ρωσία του Πούτιν -με αυτή τη σειρά | CreativeProtagon
Θέματα

Η Ευρώπη και ο δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος

Ο πρόεδρος Μπάιντεν πιστεύει ότι η κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου μπορεί να συνδράμει τη Δύση στην αντιπαράθεσή της με τις αυταρχικές υπερδυνάμεις των καιρών μας - την Κίνα του Σι αλλά και τη Ρωσία του Πούτιν
Protagon Team

Επικαλούμενος την κοινή καταγωγή των δημοκρατικών κοινωνιών και επισημαίνοντας την ανάγκη να επισπευσθεί η ανοικοδόμηση μετά την πανδημία και να αντιμετωπιστούν εγκαίρως και αποτελεσματικά οι προκλήσεις του 21ου αιώνα, ο Τζο Μπάιντεν δεν παρέλειψε κατά τη σύνοδο κορυφής της Ομάδας των Επτά (G7) να υπογραμμίσει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο πως ο κοινός και άσπονδος (τουλάχιστον προς το παρόν) εχθρός των δυτικών δημοκρατιών είναι η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ. 

Αφότου προσγειώθηκε σε βάση της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF) στο Μίλντενχολ της κεντρικής Αγγλίας, ο αμερικανός πρόεδρος έσπευσε να διαψεύσει όλους όσοι υποστηρίζουν «πως οι δημοκρατίες μας βρίσκονται σε παρακμή» και, ενώπιον της πρωτότυπης Χάρτας του Ατλαντικού που υπέγραψαν τον Αύγουστο του 1941 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, επιβεβαίωσε τη δέσμευση των ΗΠΑ για τη συλλογική ασφάλεια και την προάσπιση ενός δίκαιου παγκόσμιου συστήματος εμπορίου.

Επικαλούμενος το καθήκον των Αμερικανών να προασπίζονται τη δημοκρατία παντού στον κόσμο ο Τζο Μπάιντεν επιδίωξε κατά τη διάρκεια της συνοδού κορυφής των G7 στην Κορνουάλη να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία ενός δικτύου συμμαχιών, στρατηγικών και οικονομικών, με στόχο να ηγηθεί της παγκόσμιας ανοικοδόμησης μετά την πανδημία αλλά και να ορθώσει το ανάστημά του στην υπερφιλόδοξη και επιθετική Κίνα του Σι Τζινπίνγκ.

Το κύριο εργαλείο για την ανοικοδόμηση είναι η αποκαλούμενη Build Back Better World Partnership, ένα παγκόσμιο επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων με στόχο τη κατασκευή σημαντικών έργων υποδομών σε αναπτυσσόμενες χώρες με τους ισχυρούς του πλανήτη να εστιάζουν την προσοχή τους σε τέσσερα πεδία – στο κλίμα, στην υγεία, στη ψηφιακή τεχνολογία και στην ισότητα, ειδικά μεταξύ των δύο φύλων. 

Σε κείμενό του ο Μαουρίτσιο Μολινάρι, διευθυντής της La Repubblica, εξηγεί ότι η εν λόγω επενδυτική πρωτοβουλία μπορεί να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη μίας ανάπτυξης όχι μόνο οικονομικής αλλά και στο μέτωπο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσφέροντας σε φτωχές χώρες τη δυνατότητα να εισέλθουν σε αναπτυξιακή τροχιά, δίχως να υποχρεωθούν να προσχωρήσουν στην Belt and Road Initiative, τον νέο Δρόμο του Μεταξιού που έχει αρχίσει εδώ και καιρό να χαράσσει ο κινέζος ηγέτης με στόχο την παγκόσμια κυριαρχία. 

Εάν, οπότε, ο Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος που υπέδειξε στη Δύση ότι ο στρατηγικός εχθρός της στη διάρκεια αυτού του αιώνα είναι η Κίνα, στη σύνοδο της Κορνουάλης ο Τζο Μπάιντεν έκανε ένα βήμα παραπάνω, προτείνοντας στη Δύση ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανάσχεση της κινεζικής προέλασης και την επικράτηση της «κοινότητας των δημοκρατιών» επί του Πεκίνου με ισχυρό χαρτί την οικονομική αρωγή των φτωχών χωρών και στόχο να καταστούν «πολιτικά δεσμευμένες», γράφει απερίφραστα ο Μολινάρι. 

Σύμφωνα με τον ιταλό δημοσιογράφο η στάση και οι απόψεις και οι πρωτοβουλίες του Τζο Μπάιντεν δεν αποκαλύπτουν μόνον τον σεβασμό του στις συμμαχίες του 20ου αιώνα που αντιτάχθηκαν στον ναζισμό και στον φασισμό, αρχικά, και στον κομμουνισμό, στη συνέχεια. Εκφράζουν επίσης την πεποίθηση του αμερικανού προέδρου ότι η κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου μπορεί να συνδράμει τη Δύση στην αντιπαράθεσή της με τις αυταρχικές υπερδυνάμεις των καιρών μας – την Κίνα του Σι αλλά και τη Ρωσία του Πούτιν – καθώς «στόχος της Ουάσιγκτον δεν είναι η παράδοση ή ταπείνωση των αντιπάλων αλλά το να πιεστούν ούτως ώστε να σεβαστούν, να ενστερνιστούν δικαιώματα και κανόνες της διεθνούς συνύπαρξης». 

Ο Μολινάρι υπενθυμίζει πως την ώρα που ο Μπόρις και η Κάρι Τζόνσον υποδέχονταν τους ηγέτες των επτά πιο ανεπτυγμένων οικονομικά και βιομηχανικά χωρών (πλην Κίνας και Ρωσίας) του πλανήτη, ο Αντονι Μπλίνκεν, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, συνομιλώντας τηλεφωνικά με τον κινέζο ομόλογό του Γιανγκ Τζιτσί, επανέλαβε ξεκάθαρα τα αιτήματα των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα:

Πρώτον, απόλυτη διαφάνεια όσον αφορά την προέλευση του κορονοïού που έχει ήδη προκαλέσει το θάνατο 3,7 εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο,

Δεύτερον, απόλυτη συνεργασία στο πλαίσιο της σχετικής έρευνας που εκπονείται υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας

Τρίτον, άμεσο τερματισμό των διωγμών κατά των μουσουλμάνων Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ, τέταρτον, τερματισμό των στρατιωτικών προκλήσεων έναντι της Ταïβάν. 

Στην πράξη η Ουάσιγκτον αναμένει από το Πεκίνο να συνδράμει τη διεθνή κοινότητα με στόχο την αποκάλυψη της όποιας αλήθειας όσον αφορά το ενδεχόμενο ο φονικός ιός να ξέφυγε από κάποιο εργαστήριο της Γουχάν, να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα στην επαρχία Σιντζιάνγκ, στο Χονγκ Κονγκ και στο Θιβέτ και να πάψει να επιδεικνύει ολοένα πιο προκλητικά την στρατιωτική της ισχύ στους γείτονές της στην Απω Ανατολή.  

Στο πλαίσιο αυτής της παγκόσμιας εκστρατείας των ΗΠΑ κατά της Κίνας ερμηνεύεται και η απόφαση του Λευκού Οίκου να προμηθευτεί τουλάχιστον 500 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων κατά του κορονοïού για τη στήριξη των χωρών που πλήττονται χειρότερα και δυσκολεύονται περισσότερο στη μάχη κατά της πανδημίας.  

Στην Κορνουάλη οι υπόλοιποι ηγέτες του G7 επιβεβαίωσαν, αν και με διαφορετικό τόνο ο καθένας, ότι στέκονται στο πλευρό του Τζο Μπάιντεν ενώ το Πεκίνο έσπευσε να κατηγορήσει την Ουάσιγκτον ότι «εκπροσωπεί μία μικρή ομάδα χωρών και όχι την πραγματική πολυμέρεια».

Ολοκληρώνοντας τον συλλογισμό του ο Μαουρίτσιο Μολινάρι επισημαίνει ότι «ο δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται ήδη εν εξελίξει και, όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια του πρώτου, υπάρχει ένα ευρωπαϊκό μέτωπο καίριας σημασίας», το οποίο επρόκειτο να ενισχυθεί κατά τις επόμενες στάσεις του Μπάιντεν, στις Βρυξέλλες, για τη σύνοδο του ΝΑΤΟ, και στη Γενεύη για τη συνάντηση με τον Πούτιν.