Μοντέλο πυρηνικού σταθμού της Σουηδίας τη δεκαετία του 1960 | Fox Photos/Hulton Archive/Getty Images
Θέματα

Η εποχή που η Σουηδία κατασκεύαζε πυρηνικά όπλα

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η παραδοσιακά ουδέτερη, φιλειρηνική σκανδιναβική χώρα φιλοδοξούσε να κατασκευάσει τις δικές της ατομικές βόμβες, καθώς διαφορετικά θα αποτελούσε «εύκολη λεία» για έναν αντίπαλο όπως η γειτονική Σοβιετική Ενωση
Protagon Team

Μπορεί να μην είχε συμμετάσχει σε ευρωπαϊκό πόλεμο από το 1814, αλλά για πάνω από 20 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου η Σουηδία είχε αναπτύξει ένα πρόγραμμα εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεών της με το απόλυτο όπλο – την ατομική βόμβα. Το πρόγραμμα τελικά επαύθη το 1968, μετά από μακρά δημόσια συζήτηση.

Ετσι, η Σουηδία εντάχθηκε σε ένα μοναδικό κλαμπ εθνών –που περιλαμβάνει την Ελβετία, την Ουκρανία και τη Νότια Αφρική– τα οποία εγκατέλειψαν τα προγράμματα πυρηνικών όπλων και έδειξαν στον κόσμο ότι ο πυρηνικός αφοπλισμός ήταν δυνατός, όπως επισημαίνει δημοσίευμα του BBC.

Η πραγματική έκταση του πυρηνικού προγράμματος της σκανδιναβικής χώρας ήταν ένα γεγονός άβολο για τους πολιτικούς που επιχειρούσαν να χτίσουν τα στιβαρά αντιπυρηνικά διαπιστευτήρια της χώρας από τη δεκαετία του 1960 και μετά, μέχρι που ο δημοσιογράφος Κρίστερ Λάρσον αποκάλυψε όλη την αλήθεια το 1985, αναγκάζοντας τη χώρα του να αντιμετωπίσει το πυρηνικό παρελθόν της.

Το πέπλο μυστικότητας γύρω από το πρόγραμμα πυροδότησε εικασίες ότι η Σουηδία συντηρούσε ακόμα ένα άκρως απόρρητο σχέδιο κατασκευής των δικών της πυρηνικών όπλων. Δεκαετίες αργότερα, καθώς η Σουηδία γυρίζει την πλάτη της σε 200 χρόνια ουδετερότητας και εντάσσεται στη συμμαχία του NATO στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί επιθυμούσε εξαρχής την κατασκευή πυρηνικών – και γιατί σταμάτησε.

Δύο εβδομάδες μετά την έκρηξη των καταστροφικών ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής των σουηδικών ενόπλων δυνάμεων ζήτησε από το νεοϊδρυθέν τότε Ερευνητικό Ινστιτούτο Εθνικής Αμυνας (FOA) να συνθέσει μια μυστική έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα δημιουργίας ατομικής βόμβας από τη χώρα.

Η ηγεσία της Σουηδίας πίστευε στην αρχή της ένοπλης ουδετερότητας και θεωρούσε ότι οι ατομικές βόμβες θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες σε ένα μελλοντικό πεδίο μάχης υπεράσπισης αυτής της ουδετερότητας. Η μεγάλη ακτογραμμή της χώρας και ο μικρός πληθυσμός της την καθιστούσαν «εύκολη λεία» για έναν αντίπαλο όπως η γειτονική Σοβιετική Ενωση.

Η σκανδιναβική χώρα είχε τα δικά της κοιτάσματα ουρανίου, αν και χαμηλής ποιότητας. Σύντομα εκμεταλλεύθηκε την ευημερία της και τις υγιείς υποδομές που διέθετε χάρη στην ουδετερότητά της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σχέδιο για την κατασκευή μιας ατομικής βόμβας δεν ακουγόταν τόσο τραβηγμένο όσο ακούγεται σήμερα.

Το 1948, τρία χρόνια μετά τη Χιροσίμα, η FOA ξεκίνησε τη διαδικασία παραγωγής πυρηνικής βόμβας βασισμένης στο πλουτώνιο, χωρίς εξωτερική βοήθεια. Το σχέδιο ήταν η παραγωγή πλουτωνίου μέσω της σχάσης ουρανίου που διέθετε η χώρα, σε πυρηνικούς αντιδραστήρες με βαρύ ύδωρ.

Υπό τον μανδύα της μυστικότητας, οι σουηδοί επιστήμονες αναγκάστηκαν να εκκινήσουν τη διαδικασία αργά και δαπανηρά, από το μηδέν, λόγω της έλλειψης προμήθειας ουρανίου υψηλής ποιότητας και της μη ανταλλαγής πληροφοριών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα λήφθηκε η απόφαση το πρόγραμμα να χαρακτηριστεί μη στρατιωτικό, ώστε να συγκαλυφθεί η πραγματική του φύση.

Το σχέδιο περιλάμβανε δύο αντιδραστήρες –τον Αγκέστα, αντιδραστήρα βαρέως ύδατος νότια της Στοκχόλμης, και τον Μάρβικεν, που κατασκευάστηκε έξω από την πόλη Νορκόπιν, χωρίς να τεθεί ποτέ σε λειτουργία– με στόχο την παραγωγή 100 τακτικών πυρηνικών όπλων. Το πρόγραμμα διέθετε τα πάντα εκτός από μια εγκατάσταση επανεπεξεργασίας και ένα οπλικό σύστημα εκτόξευσης.

Ο αργός ρυθμός του οπλικού προγράμματος, ωστόσο, σήμανε και την τελική αποτυχία του. Χωρίς δημόσια συζήτηση για τα σχέδια, μόνο ένας μικρός κύκλος πολιτικών, υψηλόβαθμων στρατιωτικών και επιστημόνων (ανάμεσά τους πιθανοί σοβιετικοί κατάσκοποι) γνώριζαν την ύπαρξή τους. Η μυστικότητα έληξε το 1954, όταν ο σουηδός αρχιστράτηγος Νιλς Σουέντλουντ αποκάλυψε την ύπαρξη του προγράμματος, υποστηρίζοντας ότι τα όπλα ήταν απαραίτητα για μια πιθανή σοβιετική εισβολή.

Τον Απρίλιο του 1967 η CIA έκρινε ότι η Σουηδία είχε «ένα επαρκώς ανεπτυγμένο πρόγραμμα αντιδραστήρα που θα της επέτρεπε να παράξει ορισμένα πυρηνικά όπλα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια» – μια εκτίμηση που σύντομα μείωσε το χρονοδιάγραμμα σε τέσσερα χρόνια. Εκείνη την εποχή ο φυσικός και πρωθυπουργός της χώρας Τάγκε Ερλαντερ μιλούσε τακτικά με άλλους κορυφαίους φυσικούς, ανάμεσά τους και με τον νομπελίστα Νιλς Μπορ.

Ο δανός φυσικός είχε μερικές λαμπρές πρώιμες συνεισφορές στην πυρηνική φυσική και είχε μεταφερθεί λαθραία από τη γερμανική κατεχόμενη Δανία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να συμμετάσχει στο «Μανχάταν Πρότζεκτ», για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας. Οι συζητήσεις του με τον σουηδό πρωθυπουργό οδήγησαν τον τελευταίο σε δεύτερες σκέψεις σχετικά με το πρόγραμμα, ειδικά κατά τη διάρκεια των συνομιλιών ΗΠΑ-ΕΣΣΔ για πυρηνικό αφοπλισμό.

Η αμφιταλάντευση αυτή επέτρεψε στους επικριτές του προγράμματος –στην πλειονότητά τους γυναίκες– να εκφραστούν δημόσια. Η Ομοσπονδία των Σοσιαλδημοκρατικών Γυναικών, με επικεφαλής την Ινγκα Τόρσον, έγινε η ισχυρότερη φωνή όσων αντιδρούσαν στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Ο ισχυρισμός τους ήταν ότι, αντί να προσφέρουν στη χώρα αβαντάζ σε μια μελλοντική σύγκρουση, θα την έθεταν στόχο των Σοβιετικών.

Η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει άποψη ταυτόχρονα με τις σουηδικές ένοπλες δυνάμεις, που είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν το τεράστιο κόστος και τις περικοπές στις αμυντικές δαπάνες που αυτό συνεπαγόταν. Η αρνητική στάση των ΗΠΑ στα σουηδικά πυρηνικά σχέδια ήταν επίσης σημαντική, δεδομένης της αυξανόμενης αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.

Υπήρχε παράλληλα μια αυξανόμενη πεποίθηση στις τάξεις της σουηδικής ελίτ ότι η χώρα δεν χρειαζόταν να αναπτύξει τα δικά της πυρηνικά όπλα, καθώς βρισκόταν κάτω από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν μέλος του NATO.

Στη δεκαετία του 1960 η Σουηδία, με επικεφαλής την πολιτικό και διπλωμάτη Αλβα Μιρντάλ, ενεπλάκη έντονα στις διεθνείς προσπάθειες για να σταματήσει η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων, γεγονός που ενίσχυσε την εκστρατεία κατά του προγράμματος. Ακόμη και οι υποστηρικτές του αρχικού σχεδίου ήθελαν πλέον να συνεχιστεί μόνο η έρευνα, όχι και η παραγωγή όπλων.

Φυσιολογικά, λοιπόν, το 1966 οι Σουηδοί σταμάτησαν τον σχεδιασμό για την παραγωγή πυρηνικών όπλων και δύο χρόνια αργότερα υπέγραψαν τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Οπλων (NPT). Την ίδια χρονιά το σουηδικό Κοινοβούλιο ψήφισε τον οριστικό τερματισμό του προγράμματος, παρότι η έρευνα συνεχιζόταν περιορισμένα τη δεκαετία του 1970.

Το 2012 η Σουηδία μετέφερε στις ΗΠΑ το τελευταίο πλουτώνιο που παρήχθη για το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων της.