Tι συμβαίνει τελικά στον οργανισμό μας όταν ερωτευόμαστε;
Πότε περνάει η φάση του «τρελού έρωτα» και αντικαθίσταται από άλλα, λιγότερο φευγαλέα, αλλά περισσότερο σταθερά, συναισθήματα;
Και γίνεται να υπάρξει αγάπη χωρίς τη συνδρομή του έρωτα;
Η βιοχημεία, οι νευροεπιστήμες και άλλοι κλάδοι των επιστημών προσπαθούν να ανακαλύψουν τις διεργασίες που συντελούνται στον εγκέφαλο και τον οργανισμό μας όταν ερωτευόμαστε.
«Το επίκεντρο του συναισθήματος της αγάπης είναι ο εγκέφαλος», δηλώνει στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera η Ντονατέλα Μαρατσίτι, καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πίζας και συγγραφέας του βιβλίου «La natura dell’amore» («Η φύση της αγάπης»).
«Χρειάζονται έξι χιλιοστά του δευτερολέπτου για να ερωτευτούμε κάποιον και 12 χιλιοστά του δευτερολέπτου για να αποκτήσουμε την επίγνωση (ότι είμαστε ερωτευμένοι): εμείς οι επιστήμονες το έχουμε διαπιστώσει αυτό, μελετώντας τον εγκέφαλο των ερωτευμένων. Οταν κάποιος είναι σε αυτή την κατάσταση, ξαφνικά ενεργοποιείται η αμυγδαλή, η περιοχή που ασχολείται περισσότερο με την αποκωδικοποίηση των συναισθημάτων μας» αναφέρει.
«Σε αυτά τα έξι χιλιοστά του δευτερολέπτου, είμαστε έτοιμοι είτε να φύγουμε είτε να επιτεθούμε, χωρίς να γνωρίζουμε αν απέναντί μας έχουμε έναν δεινόσαυρο ή ένα παιδί. Σε αυτή τη στιγμή, ο προμετωπιαίος φλοιός, το μέρος της λήψης των αποφάσεών μας, είναι απενεργοποιημένος. Με λίγα λόγια, όταν ερωτευόμαστε, συμπεριφερόμαστε λίγο ανόητα», προσθέτει με νόημα.
Το 1999 η Μαρατσίτι ανακάλυψε τη σχέση μεταξύ του έρωτα και της μείωσης της σεροτονίνης:
«Για να ερωτευτείς, είναι απαραίτητο τα επίπεδα αυτού του νευροδιαβιβαστή να είναι χαμηλά. Αυτή η κατάσταση “τρωτότητας” μας κάνει να αντιδρούμε σε ένα παθητικό ερέθισμα, όπως το βλέμμα ενός ξένου ή στη θέα ενός δεινοσαύρου. Υστερα από αυτό, υπάρχει μια αύξηση στην ντοπαμίνη, η οποία μας δίνει τεράστια ευχαρίστηση και πυροδοτεί το κύκλωμα του ερωτικού “εθισμού”, όπως και στα ναρκωτικά», τονίζει.
Βέβαια, όπως προσθέτει, αυτή η φάση διαρκεί από έξι μήνες έως έναν χρόνο και στη συνέχεια τα επίπεδα στρες πέφτουν, οι «φλόγες» του πάθους υποχωρούν και τότε είναι που αρχίζουμε να διακρίνουμε καλύτερα τα ελαττώματα του άλλου.
Η 63χρονη Ιταλίδα, που μελετάει εδώ και δεκαετίες τη «χημεία» του έρωτα, θεωρεί ότι «οι ίδιοι οι νευροβιολογικοί μηχανισμοί της αγάπης μας βοηθούν να κατανοήσουμε το ότι, μόλις τελειώσει το τρελό πάθος, η αγάπη δεν τελειώνει έτσι απλά».
Οπως επισημαίνει, υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο όπου ο έρωτας μεταμορφώνεται σε κάτι πιο βαθύ.
Είναι η στιγμή που «μπαίνουν στο παιχνίδι» οι διάφοροι εγκεφαλικοί μηχανισμοί προσκόλλησης, της συνύπαρξης και της αρμονικής αγάπης.
Ο χάρτης του εγκεφάλου αλλάζει, καθώς αυξάνονται σταδιακά η ωκυτοκίνη και η βασοπρεσίνη και τότε είναι, κάπου ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο έτος της σχέσης, όπως λέει η καθηγήτρια, που ενσκήπτει η πρώτη σοβαρή «κρίση» στο ζευγάρι.
«Αυτό είναι κάτι απαραίτητο, προκειμένου να αντισταθμιστεί η μείωση της αρχικής νευροβιολογικής ώθησης με μια πράξη θέλησης», όπως εξηγεί χαρακτηριστικά.
«Το συναίσθημα της αγάπης είναι απολύτως ηθελημένο. Η αγάπη είναι μια εθελοντική πράξη απέναντι στο έτερόν μας ήμισυ» καταλήγει με νόημα.