| CreativeProtagon
Θέματα

Η «επιδημία» των Νομπέλ: οι βραβευόμενοι γίνονται λιγότερο παραγωγικοί

Πιθανώς αισθάνονται ότι η καριέρα τους κορυφώθηκε και δεν έχουν κάτι άλλο να προσφέρουν. Το παρήγορο, όμως, είναι ότι παρατηρήθηκε πως αυτή η τάση «περνάει» σε περίπου τρία χρόνια και οι επιστήμονες επιστρέφουν στην έρευνα
Protagon Team

Αναμφίβολα, όταν κάποιος κερδίζει ένα βραβείο Νομπέλ, αλλάζει η ζωή του. Για κάποιους επιστήμονες είναι το απόγειο της καριέρας τους, καθώς αυτή παίρνει πλέον μια πολύ διαφορετική τροπή. Θα φανταζόταν κανείς ότι μετά το Νομπέλ, γίνονται ακόμη πιο παραγωγικοί, καθώς όλα τα βλέμματα στρέφονται επάνω τους και προφανώς έχουν πρόσβαση σε πολύ περισσότερα μέσα. Δεν είναι ακριβώς έτσι, όμως.

Ο καθηγητής Γιάννης Ιωαννίδης, επιδημιολόγος του Στάνφορντ που «προσγειώθηκε» και στα δικά μας προωτοσέλιδα με αμφιλεγόμενο τρόπο στις αρχές της πανδημίας, ασχολήθηκε με τον τρόπο που ένα Νόμπελ επηρεάζει την καριέρα των επιστημόνων. «Είναι ένα τεράστιο εργαλείο όσον αφορά τη φήμη κάποιου», είπε στους New York Times, «αλλά δεν είναι βέβαιο ότι βοηθά τους επιστήμονες να γίνουν πιο παραγωγικοί και επιδραστικοί».

Τον περασμένο Αύγουστο μια ομάδα ερευνητών, με επικεφαλής τον Ιωαννίδη, δημοσίευσαν μια έρευνα στο Royal Society Open Science, στην οποία προσπαθούν να διαπιστώσουν εάν τα μεγάλα βραβεία ωθούν περαιτέρω την επιστήμη. Χρησιμοποίησαν τα μοτίβα δημοσιεύσεων και παραπομπών των επιστημόνων που έχουν κερδίσει βραβεία Νομπέλ και υποτροφίες Μακ Αρθουρ και ανέλυσαν την παραγωγικότητα μετά τις διακρίσεις, κατηγοριοποιημένη ανά ηλικία και στάδιο καριέρας. Σε γενικές γραμμές, το συμπέρασμα είναι ότι οι επιστήμονες παραμένουν σταθερά παραγωγικοί μετά τις διακρίσεις ή η παραγωγικότητά τους μειώνεται.

Από το 1901, το Ιδρυμα Νομπέλ απονέμει βραβεία για πρωτοποριακά επιτεύγματα στη Φυσική, την Ιατρική και τη Χημεία (επιπλέον των βραβείων για την Ειρήνη, τη Λογοτεχνία και, από το 1969, την Οικονομία). Ο θεσμός της υποτροφίας Μακ Αρθουρ ιδρύθηκε το 1981 και σε αντίθεση με τα βραβεία Νομπέλ, χορηγείται ως επένδυση στην εξέλιξη του αποδέκτη.

Η ομάδα του Ιωαννίδη μελέτησε νικητές και των δύο κατηγοριών. Βρήκαν ότι οι νικητές των Νομπέλ είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία από εκείνους των Υποτροφιών Μακ Αρθουρ. Η ομάδα μελέτησε δείγμα 72 κατόχων Νόμπελ και 119 της Υποτροφίας Μακ Αρθουρ του 21ου αιώνα και συνέκριναν τον αριθμό των δημοσιεύσεων και των αναφορών κάθε βραβευθέντος τρία χρόνια πριν λάβει το βραβείο και μετά. Οι δημοσιεύσεις έδωσαν μια εικόνα για το πόσο νέο έργο παρήγαγε ένας επιστήμονας, ενώ οι παραπομπές ποσοτικοποίησαν τον αντίκτυπο που είχε η εργασία του, εξήγησε ο Ιωαννίδης στους New York Times.

Οι κάτοχοι Νομπέλ δημοσίευσαν περίπου τον ίδιο αριθμό εργασιών μετά τη βράβευσή τους, αλλά οι παραπομπές στο έργο τους μετά το βραβείο μειώθηκαν. Οι κάτοχοι υποτροφίας Μακ Αρθουρ δημοσίευσαν περισσότερο, αλλά οι παραπομπές στις μελέτες τους παρέμειναν σταθερές.

Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι οι κάτοχοι βραβείου που ήταν 42 ετών και άνω είχαν μειωμένες αναφορές και πλήθος δημοσιεύσεων μετά τη νίκη τους. Οι νικητές που ήταν 41 ετών ή νεότεροι δημοσίευσαν περισσότερο και αναφέρθηκαν περισσότερες φορές, άρα η ηλικία παίζει ρόλο στην παραγωγικότητα των βραβευθέντων.

Ωστόσο, η Χάριετ Ζάκερμαν, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια που αφιέρωσε την καριέρα της παρακολουθώντας τη ζωή και το έργο των βραβευθέντων με Νομπέλ, είπε ότι είναι δύσκολο να υπολογιστεί η παραγωγικότητα με τόσο απλές μετρήσεις. Σε ορισμένους τομείς, για παράδειγμα, οι παλαιότεροι επιστήμονες μπορεί να μη συμπεριλάβουν τον εαυτό τους ως συγγραφείς μιας έρευνας προκειμένου να δώσουν σε επιστήμονες πρώιμης σταδιοδρομίας την ευκαιρία να αναδειχθούν.

Η Ζάκερμαν έχει μελετήσει πώς τα μοτίβα δημοσίευσης και αναφορών των νικητών του Νόμπελ κυμαίνονταν ανάλογα με την ηλικία, το στάδιο της καριέρας και άλλους παράγοντες. Διαπίστωσε ότι η φήμη προκάλεσε τη μεγαλύτερη αλλαγή. «Τόσο εντός των πεδίων τους όσο και εκτός της επιστήμης, οι άνθρωποι αρχίζουν να τους αντιμετωπίζουν ως διασημότητες, ως ανθρώπους των οποίων η γνώμη μετράει σε όλα», είπε. «Κι αυτό τούς αποσπά την προσοχή».

Η Αντρέα Γκεζ, αστροφυσικός από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Λος Αντζελες, είπε ότι η διαφορά μεταξύ τού να πάρει υποτροφία Μακ Αρθουρ, όπως της συνέβη το 2008 στα 43 της, και να πάρει βραβείο Νομπέλ Φυσικής, όπως της συνέβη το 2020 στα 55 της, είναι ολοφάνερη. «Υπάρχει μια τεράστια ευθύνη που προκύπτει από ένα Νομπέλ, από την άποψη ότι αναγνωρίζεσαι ως παγκόσμιος ηγέτης, μια αυθεντία σε αυτό που κάνεις», είπε.

Από την άλλη, οι κάτοχοι ενός Νομπέλ πιθανώς αισθάνονται ότι η καριέρα τους κορυφώθηκε και δεν έχουν κάτι άλλο να προσφέρουν. Αυτό, όμως, παρατηρήθηκε ότι «περνάει» περίπου σε τρία χρόνια και οι επιστήμονες αυτοί επιστρέφουν στην έρευνα.

Ο Ιωαννίδης αναγνωρίζει ότι η έρευνά του δίνει σχετικά αποτελέσματα, όμως θέλει να συνεχίσει τη μελέτη πάνω στο θέμα. «Η επιστήμη είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο», είπε. «Ομως, το πώς να αξιοποιηθούν καλύτερα τα οφέλη της, είναι ένα επιστημονικό ερώτημα από μόνο του».