Το μέλλον επιφυλάσσει στους πολιτικούς μια πολύ πιο σκληρή μοίρα από το να τους ενσαρκώσει στην οθόνη η Ελεν Μίρεν. Στο «Golda», η αγγλίδα ηθοποιός υποδύεται τους χειρισμούς της Γκόλντα Μέιρ, της μοναδικής γυναίκας πρωθυπουργού του Ισραήλ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ του 1973, ο οποίος πυροδοτήθηκε μετά από μια αιφνιδιαστική επίθεση από την Αίγυπτο και τη Συρία. Αγνώριστη στη νέα της ταινία, η 78χρονη Μίρεν απεικονίζει συγκινητικά μια μοναχική γυναίκα, που πάσχει από λέμφωμα και καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, εν μέσω μιας κλίκας στρατιωτικών, καθώς η χώρα της απειλείται με εξαφάνιση.
Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου τον Φεβρουάριο και αναμένεται στους κινηματογράφους στις 25 Αυγούστου (αλλά δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα πότε θα αρχίσει η προβολή της στην Ελλάδα). Ωστόσο, πριν καν κυκλοφορήσει η ταινία, η επιλογή της εξαιρετικής αγγλίδας ηθοποιού έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Μπορεί μια μη εβραία να υποδυθεί έναν εβραϊκό χαρακτήρα και μάλιστα ένα εμβληματικό πρόσωπο όπως η «Σιδηρά Κυρία» του Ισραήλ;
Το ίδιο συνέβη επίσης με το «Οπενχάιμερ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κρίστοφερ Νόλαν, με τον Κίλιαν Μέρφι στον ρόλο του εμπνευστή της ατομικής βόμβας, και το «Μαέστρο», τη νέα ταινία του Μπράντλεϊ Κούπερ, στην οποία ο 48χρονος αμερικανός ηθοποιός ενσαρκώνει τον εμβληματικό εβραίο μαέστρο Λέοναρντ Μπερνστάιν· προκειμένου, μάλιστα, να είναι πιο πειστικός, φόρεσε μια αμφιλεγόμενη προσθετική μύτη, εξαιτίας της οποίας μπήκε στο στόχαστρο όσων τον κατηγορούν ότι «προσποιείται τον εβραίο».
Αυτές οι αντιδράσεις είναι μέρος μιας ευρύτερης αντιπαράθεσης σχετικά με την «αυθεντικότητα» στο casting ή ποιος μπορεί να παίξει ποιον, γράφει ο Economist· και όπως συμβαίνει με πολλές πολιτιστικές διαμαρτυρίες, ανάμεσα στις φωνές διακρίνεται και μια λογική κρίση.
Στην εποχή μας σχεδόν κανείς δεν πιστεύει ότι όλοι οι ηθοποιοί είναι κατάλληλοι για κάθε ρόλο. Η προσβλητική πρακτική των λευκών ηθοποιών να μακιγιάρονται για να υποδυθούν μαύρους είναι πλέον αδιανόητη, κυρίως λόγω των ριζών της στην παράδοση του «Blackface Minstrelsy», ένα ρατσιστικό θεατρικό είδος με γρήγορες χορευτικές κινήσεις, αφροαμερικανική αργκό και γελοίες συμπεριφορές που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1830 και υπήρξε δημοφιλής ψυχαγωγία για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα υποτιμώντας τους μαύρους και χλευάζοντας τις φιλοδοξίες τους.
Λευκοί καλλιτέχνες (κυρίως Ιρλανδοί), βαμμένοι μαύροι, έπαιζαν χαρακτήρες, που διαιώνιζαν αρνητικά στερεότυπα για τους Αφροαμερικανούς, οι οποίοι παρουσιάζονταν τεμπέληδες, προληπτικοί, αμόρφωτοι, δειλοί, υπερσεξουαλικοί ή και εγκληματίες. Μια από τις πρώτες (φανταστικές) περσόνες αυτού του τύπου ήταν ο Τζιμ Κρόου, τον οποίο υποδυόταν ο λευκός ηθοποιός Τόμας Ντάρμουθ Ράις, που έδωσε, μάλιστα, το όνομα του στους νόμους «Τζιμ Κρόου» του 1890, για την κατοχύρωση του φυλετικού διαχωρισμού.
Παρόμοιες είναι και οι απαράδεκτες ή ανεπίτρεπτες μορφές φυλετικού μιμητισμού. Ο σημερινές αντιδράσεις περιλαμβάνουν και άλλους περιορισμούς, οι οποίοι πολλαπλασιάζονται, επισημαίνει ο Economist. Κάποιοι στη showbiz –και όχι μόνο– πιστεύουν ότι οι απεικονίσεις πολλών περιθωριοποιημένων ομάδων πρέπει να προορίζονται μόνο για τα μέλη τους: oι στρέιτ ερμηνευτές πρέπει να αποκλείονται από γκέι ρόλους· ρόλους τρανς πρέπει να παίζουν μόνο τρανς ηθοποιοί και ρόλους κωφών μόνο κωφοί ηθοποιοί. Στο μεταξύ καλλιτέχνες με νανισμό αποδοκίμασαν την μεταμόρφωση του Χιου Γκραντσε Ούμπα Λούμπα στο πρίκουελ του «Willy Wonka» και η πρόσφατη εμφάνιση του Μπρένταν Φρέιζερ στη «Φάλαινα» στον ρόλο ενός παχύσαρκου καθηγητή φορώντας ένα κοστούμι 136 κιλών (με τον οποίο κέρδισε ένα Οσκαρ), εξόργισε ορισμένους extra large θεατές.
Μέρος των διαμαρτυριών είναι ότι οι κωφοί ηθοποιοί, για παράδειγμα, ή εκείνοι με νανισμό, αγνοούνται συνήθως από τους σκηνοθέτες την ώρα της οντισιόν, και δυσανασχετούν όταν χάνουν έναν σπάνιο ρόλο που αντανακλά την εμπειρία τους. Οι αντιρρήσεις περιλαμβάνουν, επίσης, δικαιοσύνη αλλά και θέσεις εργασίας. Οπως και στην περίπτωση του «blackface», διατυπώνεται το επιχείρημα, ότι η επιλογή ηθοποιών χωρίς αναπηρία για ρόλους ανάπηρων ή μη εβραίων για εβραϊκούς χαρακτήρες μπορεί να οδηγήσει σε καρικατούρες και παραμορφώσεις, οι οποίες κατ’ επέκταση είναι ικανές να προκαλέσουν παρανοήσεις και προκαταλήψεις, που από τη σκηνή και την οθόνη εισχωρούν στον πραγματικό κόσμο.
Και αυτό το επιχείρημα κερδίζει. Μπορεί να φαίνεται πολύ μακρινή η εποχή που ο Λόρενς Ολιβιέ έπαιξε τον «Οθέλλο» (1965) βαμμένος με σκούρο μέικ-απ, ωστόσο ακόμη και ο τρανς ρόλος του Εντι Ρέντμεϊν στο «Κορίτσι από τη Δανία» (2015) φαίνεται πλέον απαρχαιωμένος. Ο Ρέντμεϊν δήλωσε, μάλιστα, πως ήταν λάθος η απόφαση να υποδυθεί έναν transgender χαρακτήρα· ο άγγλος ηθοποιός είναι ένας από τους πολλούς καλλιτέχνες, σταρ και σκηνοθέτες, οι οποίοι εξέφρασαν τη λύπη τους για τις παραβιάσεις της «νέας ορθοδοξίας» στο παρελθόν. Οι ορθοδοξίες, ωστόσο, μπορούν εύκολα να παγιωθούν και να γίνουν δόγματα· οι διαφωνούντες ανησυχούν —και δικαίως— ότι η ποιότητα και τα προνόμια της τέχνης αποκηρύσσονται εσκεμμένα.
Η προβολή, πάντα και μόνο, ρόλων σε σχέση με ομάδες και κατηγορίες δεν είναι πρακτική. Στην περίπτωση ενός ρόλου γκέι Ιρλανδού, για παράδειγμα, τι είναι πιο ουσιαστικό, ένας γκέι ηθοποιός ή ένας Ιρλανδός; Είναι απλουστευμένο, όπως δείχνει το «Γκόλντα»: το πιο σημαντικό στον χαρακτήρα που υποδύεται η Μίρεν είναι ότι πρέπει να παίρνει αποφάσεις για τη ζωή και τον θάνατο στρατιωτών, ένα βάρος που έχουν φέρει λίγοι άνθρωποι ανεξαρτήτως φυλής ή έθνους, και κανένας από αυτούς δεν ήταν ηθοποιός. Πάνω απ ‘όλα, εξάλλου, η άκαμπτη αντιστοίχιση ταυτότητας είναι άψυχη. Οι στρογγυλεμένοι χαρακτήρες, όπως και οι άνθρωποι, είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα της ταμπέλας τους. Η υποκριτική μπορεί να φωτίσει τις προκαταλήψεις και τις διαφορές, και στα καλύτερά της τις ξεπερνά με άλματα φαντασίας και ενσυναίσθησης, επισημαίνει ο Economist.
Οι σκηνοθέτες έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν όποιον θέλουν. Ωστόσο, μια δίκαιη και πολιτική προσέγγιση είναι οι ρόλοι να δίνονται στους ηθοποιούς με τα καλύτερα προσόντα, με το υπόβαθρό τους να περιλαμβάνεται στα κριτήρια. Αναμφίβολα, όσοι προέρχονται από υποεκπροσωπούμενες ομάδες θα πρέπει να έχουν καλύτερες ευκαιρίες από ό,τι στο παρελθόν· αλλά αν υπάρχουν καλλιτεχνικοί λόγοι, όπως το ταλέντο ή η χημεία της οθόνης, μπορεί να κριθεί κατάλληλος κάποιος άλλος. Τον κουτσό βασιλιά στον «Ριχάρδο Γ’» δεν χρειάζεται πάντα να τον υποδύεται ένας ηθοποιός με ειδικές ανάγκες· αλλά οι ανάπηροι ηθοποιοί θα πρέπει να τον επιδιώξουν (όπως έκανε ο Αρθουρ Χιουζ πέρυσι στο Royal Shakespeare Theatre).
Με άλλα λόγια, ας κριθεί το αποτέλεσμα, κατ’ αρχάς από το πρίσμα τέχνης. Τελικά σε αυτό το παζάρι του casting υπάρχει ένας όρος για τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες: κάντε την έρευνά σας για άγνωστες ζωές, κάντε ό,τι καλύτερο μπορείτε, αλλά μετά πρέπει να είστε έτοιμοι για κριτική. Οι ακτιβιστές δεν επιτρέπεται να έχουν βέτο στις αίθουσες των οντισιόν· όπως όλοι, όμως, έχουν δικαίωμα γνώμης.