Γεννήθηκε το 1945 ως Ιλιένα Μιρόνοφ, από αγγλίδα μητέρα και ρώσο πατέρα που θέλοντας να αποκρύψει την καταγωγή του άλλαξε το όνομα της οικογένειας σε Μίρεν, ενώ μέχρι και ο παππούς της ήταν στρατιώτης στη φρουρά του Τσάρου.
Έτσι, ο ρόλος της Μεγάλης Αικατερίνης, μιας αδίστακτης και μάλλον… σεξομανούς γυναίκας που κυβέρνησε τη Ρωσία από το 1762 έως το 1796, ταίριαξε γάντι στην 74χρονη βρετανίδα ηθοποιό, η οποία άλλωστε είναι συνηθισμένη στους βασιλικούς ρόλους: το 1994 υποδύθηκε τη βασίλισσα Καρλότα, σύζυγο του βασιλιά Γεωργίου του Γ’ του Ηνωμένου Βασιλείου, στο ιστορικό δράμα «Η τρέλα του Γεωργίου του Τρίτου», ενώ έχει υποδυθεί και την βασίλισσα της Αγγλίας, Ελισάβετ Β’, τόσο στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη όσο και στο θέατρο.
Μάλιστα το 2006 κέρδισε το Όσκαρ για την ερμηνεία της ως Ελισάβετ Β’ στην ταινία «Η Βασίλισσα» του Στίβεν Φρίαρς.
Η μίνι ιστορική σειρά των τεσσάρων επεισοδίων με θέμα την ρωσίδα ηγεμόνα ξεκίνησε να προβάλλεται την Δευτέρα από την ψηφιακή πλατφόρμα HBO και η πρωταγωνίστριά της έδωσε μια συνέντευξη στην ιταλική Repubblica για τον χαρακτήρα της «φεμινίστριας» αυτοκράτειρας αλλά και τις δικές της ρωσικές ρίζες.
«Η Μεγάλη Αικατερίνη υπήρξε μια από τις πρώτες φεμινιστικές φιγούρες, τολμηρή όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της. Πήγε στη Ρωσία στα 15 της χρόνια, από μια γερμανική πόλη, προκειμένου να παντρευτεί τον μελλοντικό Τσάρο. Δεν γνώριζε την γλώσσα, δεν ήξερε κανέναν σε έναν κόσμο που της φαινόταν σχεδόν απαρχαιωμένος και τελικά τα κατάφερε όχι μόνο να κατακτήσει τον θρόνο αλλά να ασκήσει και απόλυτη εξουσία πάνω στον λαό της. Υπήρξε μια γυναίκα εξαιρετικά μοντέρνα για την εποχή της, ακόμη και αν η Ιστορία δεν την έχει δικαιώσει εντελώς», τονίζει η ντέιμ Ελεν Μίρεν.
Φυσικά, δεν γίνεται να μην αναφερθούν οι ρωσικές ρίζες της, με την ίδια να σημειώνει πως η συμμετοχή της στη σειρά αποτέλεσε την αφορμή να ενώσει ξανά τα κομμάτια της καταγωγής της, τα οποία είχε απωθήσει βαθιά μέσα στο υποσυνείδητό της.
«Επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Ρωσία, τότε Σοβιετική Ένωση, χάρη σε ένα πρόγραμμα πολιτιστικών ανταλλαγών στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου. Θυμάμαι πως είχα συγκλονιστεί με το ότι επιτέλους κατάφερνα και πατούσα πάνω στα πατρογονικά χώματα της οικογένειας μου», επισημαίνει.
Και ασφαλώς ήταν γνωστό πως η αυτοκράτειρα χρησιμοποιούσε το σεξ ως όπλο και εργαλείο επιβολής -ακόμη και απέναντι σε ανθρώπους που αγάπησε και την αγάπησαν, όπως ο στρατιωτικός Γκριγκόρι Ποτέμκιν.
«Η Αικατερίνη είναι “ερωτευμένη με τον έρωτα”, όπως έλεγε και η ίδια. Της άρεσε το σεξ και ήθελε να το κάνει ακόμη και με άνδρες που βρίσκονταν πολύ κοντά, μέσα στο περιβάλλον της, αλλά γνώριζε τους κινδύνους που ενδέχεται να προέκυπταν από μια τέτοια κίνηση. Θα της ήταν πολύ εύκολο να εμπλακεί συναισθηματικά και να ερωτευτεί παθιασμένα ή και να παντρευτεί έναν άνδρα σαν τον Ποτέμκιν ή τον Γκριγκόρι Ορλόφ. Αλλά γνώριζε καλά πως αν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε μετά να παραιτηθεί από τον θρόνο της», προσθέτει η Μίρεν για να καταλήξει με νόημα:
«Ηταν ξεκάθαρο ότι της άρεσε να την “κορτάρουν”, καθώς χρησιμοποιούσε την γοητεία της προκειμένου στη συνέχεια να ασκεί έλεγχο πάνω στους ανθρώπους αυτούς. Και μπορούσε να προβάλει και να προωθήσει εξαιρετικά τον εαυτό της. Αν ζούσε σήμερα, θα ήταν η καλύτερη influencer!»