Η Φερν της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ είναι μια φτωχή μικρομεσαία μεσήλικη που δεν μπορεί να βγει στη σύνταξη, αλλά ούτε να εργαστεί, συντηρώντας συγχρόνως ένα σπίτι. Οπότε ταξιδεύει χωρίς προορισμό, επιδιώκοντας να δουλέψει περιστασιακά | Searchlight Pictures
Θέματα

Η εξαιρετική Φράνσις ΜακΝτόρμαντ και οι σύγχρονοι νομάδες των ΗΠΑ

Για τις ανάγκες του ρόλου της στο «Nomadland» της Κλοέ Ζάο, που θριάμβευσε στη Βενετία, εργάστηκε σε αποθήκη, σε μπαρ και σε πάρκο, περνώντας τις περισσότερες φορές απαρατήρητη. Εζησε, δηλαδή, την ιστορία ολοένα και περισσότερων Αμερικανών που διαβιούν περιφερόμενοι στους δρόμους
Protagon Team

Τελικά σημαδεύτηκε, όχι τόσο από τον κορονοϊό και την πανδημία, αλλά από την παρουσία και την κυριαρχία, όπως εξελίχθηκε, των γυναικών, δημιουργών και ηθοποιών. Για το 77ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας ο λόγος, το οποίο ολοκληρώθηκε το βράδυ του Σαββάτου με την απονομή του βαρύτιμου Χρυσού Λέοντα στο «Nomadland» της Κλοέ Ζάο (εδώ).

H 38χρονη κινέζα σκηνοθέτρια έγραψε και το σενάριο της ταινίας, βασιζόμενη στο «Nomadland: Surviving America in the Twenty-First Century», ένα βιβλίο που έγραψε το 2017 η αμερικανίδα δημοσιογράφος (και καθηγήτρια στο Κολούμπια) Τζέσικα Μπρούντερ, αναδεικνύοντας τη ζωή των σύγχρονων νομάδων της Αμερικής που ζουν σε τροχόσπιτα και περιφέρονται ανά τις αμερικανικές πολιτείες, αναζητώντας εργασία, άνδρες και γυναίκες που έχασαν σχεδόν τα πάντα στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 2008.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η εξαιρετική (μονίμως) Φράνσις ΜακΝτόρμαντ η οποία με την εκπληκτική ερμηνεία της – πρόκειται για «την καλύτερη της καριέρας της» σύμφωνα με τον Πίτερ Μπράντσο του Guardian – απέδειξε ότι είναι πανέτοιμη για την 93η τελετή απονομής των βραβείων της αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και ένα τρίτο Οσκαρ, ύστερα από εκείνα που κέρδισε με τις «Τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ στο Μιζούρι» και το «Φάργκο».

H εξαιρετική ηθοποιία της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ ξεδιπλώθηκε στο «Φάργκο»

Στο «Nomadland» η 63χρονη αμερικανίδα ηθοποιός υποδύεται τη Φερν, μια χήρα η οποία μην έχοντας ούτε δουλειά ούτε σπίτι, φορτώνει τα μέα και τα σέα της σε ένα φορτηγό που έχει μετατρέψει σε τροχόσπιτο και εγκαταλείπει το Εμπάιρ, μια πόλη στη μέση της ερήμου της Νεβάδα, που άρχισε να ερημώνεται μετά το κλείσιμο ενός εργοστασίου.

Η Φερν είναι μια φτωχή μικρομεσαία μεσήλικη που δεν μπορεί να βγει στη σύνταξη, αλλά ούτε να εργαστεί, συντηρώντας συγχρόνως ένα σπίτι. Οπότε ταξιδεύει χωρίς προορισμό, επιδιώκοντας να δουλέψει περιστασιακά. Καθώς οργώνει τις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ συναντά άλλους σύγχρονους νομάδες που είτε αναγκάστηκαν είτε επέλεξαν κάποιοι από αυτούς να αρχίσουν μια νέα ζωή στους δρόμους.

Στους δρόμους, όμως, έζησε επί τέσσερις μήνες και η ΜακΝτόρμαντ, μαζί, φυσικά, με την Κλοέ Ζάο και μερικούς από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, πραγματικούς νομάδες της ολοένα περισσότερο άνισης Αμερικής, οι οποίοι εμφανίζονται μάλιστα στο έργο, υποδυόμενοι τον ίδιο τον εαυτό τους.

Το τρίτο της Οσκαρ το κέρδισε με την εκπληκτική ηθοποιία της στην ταινία «Τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ στο Μιζούρι»

«Ταξίδεψα σε επτά πολιτείες μέσα σε διάστημα πέντε μηνών και γνώρισα τους νομάδες που αποτελούν μια μεγάλη κοινότητα στην Αμερική. Τι αποκόμισα από αυτούς; Θέλετε να με δείτε να κλαίω; Την ταπεινοφροσύνη», ανέφερε η ίδια η ηθοποιός, μιλώντας μέσω Zoom κατά την ψηφιακή της παρέμβαση στο βενετσιάνικο φεστιβάλ.

Για τις ανάγκες του ρόλου της η ΜακΝτόρμαντ αποπειράθηκε να γίνει μια από αυτούς τους νομάδες. «Είχαμε μια ευέλικτη ομάδα, μόλις 25 άτομα, για να κινούμαστε ελεύθερα. Παίξαμε το παιχνίδι του “εάν”, τι θα γινόταν εάν ήμουν μία από αυτούς». Και τα κατάφερε θαυμάσια να εισέλθει στη διάσπαρτη κοινότητά τους, σχεδόν ανεπαίσθητα, συμβιώνοντας μαζί τους δίχως, όμως, να παρεμβαίνει στη ζωή τους, μαθαίνοντας από αυτούς.

Για τις ανάγκες του ρόλου της στη νέα ταινία όπου πρωταγωνιστεί, η ΜακΝτόρμαντ αποπειράθηκε να γίνει μία από τους νομάδες

«Κάποια στιγμή πήγα να ψάξω για δουλειά, συμπλήρωσα την αίτηση και την παρέδωσα και κανένας δεν με αναγνώρισε. Καταλάβαμε ότι έπιανε το κόλπο». Υποδυόμενη τη Φερν, η ΜακΝτόρμαντ εργάστηκε σε μια αποθήκη της Amazon, σε χωράφια μαζεύοντας τεύτλα, σε ένα μπαρ και σε ένα εθνικό πάρκο, περνώντας τις περισσότερες φορές απαρατήρητη.  «Το πιο σημαντικό που έμαθα είναι να κρατάω το στόμα μου κλειστό και να ακούω. Προσπάθησα να διηγηθώ τη δική τους ιστορία όχι τη δική μου», την ιστορία δηλαδή ολοένα περισσότερων Αμερικανών που ζουν περιφερόμενοι στους δρόμους.

Πρόκειται για ένα «αμερικανικό φαινόμενο που παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Αποτελεί συνέπεια της ανισότητας ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, η οποία εντάθηκε από το λοκ ντάουν, αλλά και της επιθυμίας των ανθρώπων για ελευθερία και κοινότητα, ανθρώπων που πιστεύουν ακόμα στο αμερικανικό όνειρο, το οποίο δεν νοείται μόνον με όρους οικονομικούς», σημείωσε η ΜακΝτόρμαντ.