Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στα γυρίσματα του «Μπάρι Λίντον», το 1975 | SK Film Archives LLC, Warner Bros. and University of the Arts London
Θέματα

Η εκκεντρική ζωή και η ασεβής τέχνη του Στάνλεϊ Κιούμπρικ

Ο συγγραφέας μιας νέας βιογραφίας για έναν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες όλων των εποχών προσεγγίζει το θέμα του εγκεφαλικά και cool, όπως άλλωστε ήταν και ο μεγάλος νεωτεριστής του αμερικανικού σινεμά
Protagon Team

Η ζωή και το έργο του σκηνοθέτη Στάνλεϊ Κιούμπρικ (1928-1999) παρουσιάζονται γλαφυρά και συνοπτικά στο «Stanley Kubrick: American Filmmaker», ένα νέο βιβλίο από τη σειρά «Jewish Lives» με σύντομες βιογραφίες, μεταξύ άλλων της Εμα Γκόλντμαν, που έγραψε η Βίβιαν Γκόρνικ, και της Σάρα Μπερνάρ, του Ρόμπερτ Γκότλιμπ.

Συγγραφέας είναι ο Ντέιβιντ Μίκικς, καθηγητής Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον και αρθρογράφος στο περιοδικό Tablet, ο οποίος έγραψε το βιβλίο με βάση το αρχείο του Κιούμπρικ, συνεντεύξεις με φίλους και μέλη της οικογένειας του σκηνοθέτη, και προηγούμενες μελέτες για τη δουλειά του, ρίχνοντας το μεγαλύτερο βάρος στις ταινίες του.

Η Νικόλ Κίντμαν και ο Τομ Κρουζ στην τελευταία ταινία του Κιούμπρικ «Μάτια ερμητικά κλειστά», το 1999 (Warner Βros)

Το «Stanley Kubrick: American Filmmaker» είναι ένα cool, εγκεφαλικό βιβλίο για ένα cool, εγκεφαλικό ταλέντο, γράφει ο Ντουάιτ Γκάρνερ, στους New York Times. Δεν είναι μια πλήρης βιογραφία –έχουν κυκλοφορήσει αρκετές για τον Κιούμπρικ– αλλά μια ζωντανή μελέτη των ταινιών του, με αρκετά στοιχεία από τη ζωή του που μπαίνουν εμβόλιμα για να προσθέσουν δελεαστικό περιεχόμενο και λάμψη.

Ο Κιούμπρικ γεννήθηκε το 1928 στο Γουέστ Μπρονξ από γονείς πρώτης γενιάς μετανάστες Εβραίους. Ο πατέρας του ήταν γιατρός. Η οικογένεια ζούσε στη λεωφόρο Γκραντ Κόνκουρς κοντά στον «Loew’s Paradise», έναν τεράστιο faux-μπαρόκ κινηματογράφο με σύννεφα στο ταβάνι. Εκείνο το σινεμά έγινε το δεύτερο σπίτι του Κιούμπρικ και ήταν ευτυχισμένος όταν έβλεπε μια ταινία, ακόμα και κακή…

Η Σου Λάιον και ο Τζέιμς Μέισον στη «Λολίτα», 1962 (Warner Bros)

Ηταν έξυπνος, αλλά φτωχός μαθητής. Μόνιμα δυσαρεστημένος και επαναστατημένος, έμοιαζε με βρώμικο μπίτνικ, όμως πολύ πριν εμφανιστούν οι μπίτνικ. Λάτρευε το σκάκι και τη φωτογραφία και αργότερα, άφραγκος εικοσάχρονος, θα επιβίωνε παίζοντας σκάκι στο Washington Square Park. Δεν πήγε στο πανεπιστήμιο. Παντρεύτηκε και έγινε φωτογράφος για το περιοδικό Look, έναν πιο θαρραλέο ανταγωνιστή του Life.

Παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και γνώρισε το κοινό του περιοδικού Partisan Review. Εκείνη την εποχή, αν υπήρχαν, οι σχολές κινηματογράφου ήταν ελάχιστες. Ο Κιούμπρικ είπε κάποτε σε μια συνέντευξή του: «Για μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε ετών, έβλεπα όλες τις ταινίες που γυρίζονταν. Καθόμουν εκεί πέρα και σκεφτόμουν, δεν έχω ιδέα από ταινίες, αλλά ξέρω ότι μπορώ να φτιάξω μια καλύτερη ταινία από αυτή».

Ο Κιούμπρικ καθιερώθηκε το 1957 με την αντιπολεμική ταινία «Σταυροί στο Μέτωπο» με πρωταγωνιστή τον Κερκ Ντάγκλας (United Artists)

Για να χρηματοδοτήσει τη μαθητεία του ως σκηνοθέτης δανείστηκε χρήματα από την οικογένειά του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έκανε δύο φιλμ νουάρ, το «Φιλί του δολοφόνου» («Killer’s Kiss», 1955) και «Το χρήμα της οργής» («The Killing», 1956), που τράβηξαν την προσοχή των κριτικών. Στον χάρτη των ταλέντων, όμως, τον έβαλε η αντιπολεμική ταινία «Σταυροί στο Μέτωπο» («Paths of Glory», 1957), με πρωταγωνιστή τον Κερκ Ντάγκλας.

Οι εννέα ταινίες, που ακολούθησαν, είναι αυτές που έχει δει τουλάχιστον δύο φορές όποιος δηλώνει σινεφίλ: «Σπάρτακος» («Spartacus», 1960), «Λολίτα» («Lolita», 1962), «S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» («Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb», 1964), «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» («2001: A Space Odyssey», 1968), «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» («A Clockwork Orange», 1971), «Μπάρι Λίντον» («Barry Lyndon», 1975), «Η Λάμψη» («The Shining», 1980), «Full Metal Jacket» (1987) και «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» («Eyes Wide Shut»), που κυκλοφόρησε λίγο μετά τον θάνατό του το 1999.

Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ με τον Μάθιου Μοντίν στα γυρίσματα του «Full Metal Jacket» το 1987 (Warner Βros)

Ο Ντέιβιντ Μίκικς είναι άριστος μελετητής της παράξενης τέχνης του Κιούμπρικ: «Οι ταινίες του αφορούν τον γνώστη που αποτυγχάνει», γράφει στο βιβλίο του. «Τα τέλεια ελεγχόμενα σχέδια χαλάνε από ανθρώπινα λάθη ή τρομακτικά ατυχήματα ή παραβιάζονται από αρσενική οργή», λέει, και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο οι γεμάτες με ασέβεια ταινίες του Κούμπρικ προκαλούν, εξοργίζουν και διασκεδάζουν.

Γράφοντας για την αδέξια ερμηνεία του Τομ Κρουζ στα «Μάτια ερμητικά κλειστά», ο Μίκικς μας υπενθυμίζει αυτό που γίνεται ξαφνικά ξεκάθαρο: «Το εσωτερικό βάσανο δεν είναι ποτέ λαμπερό ή σέξι σε μια ταινία του Κιούμπρικ. Αντιθέτως, μοιάζει με δυσλειτουργία». Και σημειώνει ότι πολλά χρόνια πριν γυρίσει την ταινία, όταν ονειρευόταν ένα πιθανό καστ, ο Κιούμπρικ θεωρούσε κατάλληλο για τον ρόλο τον Μπιλ Μάρεϊ.

Ο Αντι Μακ Ντάουελ με το καπελάκι Σαρλό στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» (Warner bros)

Ο Μίκικς έχει ταλέντο στο να περιγράφει με τέλειο τρόπο μια ερμηνεία, γράφει ακόμη ο Γκάρνερ στους New York Times. Σε μια σκηνή από τη «Λολίτα», για παράδειγμα, η Σου Λάιον είναι «ένα κακομαθημένο παλιοκόριτσο που μασάει τσίχλα αριστοτεχνικά, ενώ τα μάτια της ρίχνουν βέλη περιφρόνησης» και ο Μάλκολμ Μακ Ντάουελ στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» «έχει στυλ δολοφόνου: καμαρωτός και πανούργος με το καπέλο του Σαρλό, ένας αλαφρόμυαλος νεαρούλης που δεν θα συνειδητοποιήσει ποτέ πόσο χαζός είναι» γράφει ο Μίκικς. (Δείτε το trailer της ταινίας στο τέλος του κειμένου)

Παρά τον τίτλο του βιβλίου, πάντως, ο Κιούμπρικ ήταν από πολλές απόψεις ο λιγότερο Αμερικανός από τους αμερικανούς σκηνοθέτες. Πέρασε μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του στην αγγλική εξοχή, μια ώρα έξω από το Λονδίνο, όπου έλεγε ότι ήταν φθηνότερο να κάνει ταινίες, και μισούσε τα αεροπορικά ταξίδια. Αλλά έμεινε σε επαφή με την Αμερική.

Ο Τζακ Νίκολσον και η Σέλεϊ Ντιβάλ στη «Λάμψη» (Warner Βros)

Του άρεσε το κουτσομπολιό –«ανάλυση χαρακτήρων», το ονόμαζε η βιβλιοκριτικός Ελίζαμπεθ Χάρντγουικ– και μιλούσε συνεχώς στο τηλέφωνο με το Λος Αντζελες. Του έστελναν βιντεοκασέτες με επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, κάθε πρωί διάβαζε τους New York Times, και όταν βαριόταν βλέποντας μια ταινία στον κινηματογράφο, άνοιγε μια εφημερίδα.

Ηταν control-freak, ήθελε να ελέγχει τα πάντα. Το βιβλίο του Μίκικς φωτίζει ακριβώς αυτή την πλευρά του. Αποκαλύπτει επίσης γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να συνεργάζονται μαζί του. Ο Κιούμπρικ είχε αίσθηση για οτιδήποτε θα έκανε μια ταινία να ξεχωρίσει. Και ήταν αχόρταγος αναγνώστης: «Πηγαίνω σε βιβλιοπωλεία, κλείνω τα μάτια μου και τραβάω πράγματα από τα ράφια», είχε πει σε μια συνέντευξή του. «Αν μετά από λίγο το βιβλίο δεν μου αρέσει, δεν το τελειώνω. Αλλά μου αρέσει η έκπληξη».

Οι ταινίες του μπορεί να «κατεβάζουν τη θερμοκρασία» σε ένα δωμάτιο, αλλά ο Μίκικς απορρίπτει την άποψη ότι είναι απλώς παγερές. Ο Κιούμπρικ δημιούργησε μερικές από τις πιο ανεξίτηλες εικόνες στον κινηματογράφο. Ο συγγραφέας του «Stanley Kubrick: American Filmmaker» αναφέρει, μάλιστα, κάτι που έγραψε ο μουσικοκριτικός Αλεξ Ρος για τις ταινίες του Κιούμπρικ: «Με κάνουν ευτυχισμένο, με κάνουν να γελάω. Αν ήταν παγερές, τότε έτσι ήταν και ο Φρεντ Αστέρ».