Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, πολλοί Δυτικοί αναλυτές υποστήριξαν ότι το γεγονός αυτό αποτέλεσε τον καταλύτη για τα «στρατόπεδα» στο διεθνές στερέωμα. Από τη μια πλευρά το ΝΑΤΟ και η Δυτική Συμμαχία, η οποία αντέδρασε στον αναθεωρητισμό του Πούτιν και στην αμφισβήτηση των συνόρων της Ευρώπης, από την άλλη οι χώρες που ανέχονται, αν δεν στηρίζουν ενεργά, μια διεθνή τάξη που δεν βασίζεται σε κανόνες. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που έχουν αμφιβολίες για το αν έχουμε ανακαλύψει έναν γενικό κανόνα που μας καλύπτει για την κατάσταση στον σημερινό κόσμο.
Ανάλυση της Washington Post κάνει λόγο για την «πλάνη της κοσμοθεωρίας “Η Δύση εναντίον των υπολοίπων”». Διαπιστώνει αρχικά ότι οι πόλεμοι στη Γάζα και στην Ουκρανία φωτίζουν ένα εκκολαπτόμενο παγκόσμιο χάσμα. Οι χώρες εκτός Δύσης δεν έδειχναν να μοιράζονται με τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους την ίδια οργή για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ούτε εντόπιζαν τους ίδιους φόβους για την κατάρρευση των διεθνών κανόνων που εξέφραζαν πολλοί στη Δύση.
Ετσι, συνεχίζει ο πολιτικός αναλυτής Ισαν Θαρόρ, στην Ουάσινγκτον και στις Βρυξέλλες, σχολιαστές και μέλη της ελίτ της εξωτερικής πολιτικής άρχισαν να επισημαίνουν ένα γεωπολιτικό χάσμα μεταξύ «της Δύσης και των υπολοίπων», εκφράζοντας θλίψη για τα έθνη που ανασήκωναν αδιάφορα τους ώμους «απέναντι στις αυταρχικές αρπαγές του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν» ή και δείλιαζαν απέναντι στο Πεκίνο.
«Αν ο μετα-αποικιακός κόσμος δεν είναι πρόθυμος να τιμωρήσει μια τόσο κραυγαλέα παραβίαση της αρχής της μη επέμβασης, λέει το επιχείρημα, αυτό πρέπει να συμβαίνει επειδή δεν ενδιαφέρονται για τους διεθνείς κανόνες, επειδή δυσανασχετούν με τη Δύση και τις αξίες της ή επειδή είναι κατά κάποιον τρόπο υπόχρεοι στον Πούτιν» ανέφερε προ ημερών ο βραζιλιάνος πολιτικός επιστήμονας Ματίας Σπέκτορ στο Ινστιτούτο Brookings, τη γνωστή δεξαμενή σκέψης της Ουάσινγκτον.
Ο αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Fundação Getulio Vargas στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας υποστήριξε ότι αυτός ο διαχωρισμός στηρίζεται στην πεποίθηση ότι «το μέλλον του διεθνούς δικαίου εξαρτάται από την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των φιλελευθέρων της Δύσης και των εχθρών τους, τόσο εντός της ίδιας της Δύσης όσο και πέραν αυτής». Και στην άποψη ότι «ένα πλήθος ανένταχτων αναπτυσσόμενων χωρών που, προφανώς στερούμενες ισχυρών ηθικών δεσμεύσεων, επιδιώκουν να επωφεληθούν από την τρέχουσα κατάσταση» παίζοντας και με τα δύο στρατόπεδα.
Ο αρθρογράφος της Washington Post παρουσιάζει στη συνέχεια την αποδόμηση αυτής της άποψης όπως την ξετυλίγει ο Ματίας Σπέκτορ:
♦ Για ορισμένους στη Δύση, συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων αξιωματούχων των ΗΠΑ, η διεθνής τάξη που βασίζεται σε κανόνες είναι το θεμέλιο ενός κλασικά φιλελεύθερου status quo, που προάγει την ειρήνη και την ευημερία. Για άλλους είναι ένας ευγενικός ευφημισμός για τη σχεδόν εκατονταετή ηγεμονία των ΗΠΑ.
O Σπέκτορ επιμένει ότι η διεθνής τάξη που βασίζεται σε κανόνες, αλλά και τα φιλελεύθερα στοιχεία της, «δεν δημιουργήθηκαν με Δυτική σφραγίδα». Αντίθετα, υποστηρίζει ότι αποτελεί προϊόν δεκαετιών αμφισβήτησης και διπλωματικών μαχών, που πέρασαν από την εποχή της απο-αποικιοποίησης και την εδραίωση των αρχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο διεθνές δίκαιο και στη δημόσια συζήτηση.
Για παράδειγμα, «η αντίσταση στη Δυτική κυριαρχία από την Αγκόλα μέχρι το Βιετνάμ, από την Αλγερία μέχρι το Αφγανιστάν, άνοιξε τον δρόμο για πολλούς από τους κανόνες που περιορίζουν τη χρήση βίας σήμερα» υποστήριξε ο βραζιλιάνος πολιτικός επιστήμονας στον οποίο εστιάζει το δημοσίευμα της Washington Post (WP). «Το εμπορικό δίκαιο που γνωρίζουμε σήμερα διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις πρώην αποικίες που διεκδικούσαν μόνιμη δικαιοδοσία επί των φυσικών τους πόρων και από συνασπισμούς χωρών του μετα-αποικιακού κόσμου, που πίεζαν κατά του Δυτικού προστατευτισμού» πρόσθεσε.
♦ O Ισάν Θαρόρ παρατηρεί ότι κατά την άποψη του Σπέκτορ οι μεγάλες «φιλελεύθερες» δυνάμεις είναι εξίσου πιθανό να υπονομεύσουν μια διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες, όσο και η αναθεωρητική απολυταρχία. Ο βραζιλιάνος καθηγητής φέρνει ως παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες στο αποκορύφωμα της «μονοπολικής» εποχής, μια δεκαετία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης και στην αρχή μιας νέας οδυνηρής εποχής συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή.
«Οι αποφάσεις που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου σηματοδότησαν μια σημαντική απομάκρυνση από την εδραίωση, επί δεκαετίες, μιας διεθνούς τάξης που βασιζόταν σε κανόνες» ανέφερε ο Σπέκτορ, παραπέμποντας στις συζητήσεις σχετικά με τη νομιμότητα ή μη των αμερικανικών πολεμικών επιχειρήσεων, καθώς και της χρήσης βασανιστηρίων. «Ισχυροί περιορισμοί στη χρήση βίας ανατράπηκαν, πρώτα στο Ιράκ και στη συνέχεια στη Λιβύη» ανέφερε ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Fundação Getulio Vargas.
O Ισάν Θαρόρ, σχολιάζοντας στην Washington Post αυτή την οπτική, αναφέρει ότι όντως φωτίζει την υποκρισία που περιβάλλει τη Δυτική συζήτηση για μια «διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες». Παρατηρεί ότι οι χώρες που συνιστούν την αυταρχική απειλή στο μυαλό των Δυτικών αναλυτών, η Ρωσία και η Κίνα, έχουν επωφεληθεί από τους ίδιους κανόνες, όσο και τους έχουν παραβιάσει.
«Η Κίνα και η Ρωσία, όπως όλες οι μεγάλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, θα παραβιάζουν τους κανόνες που δεν τους αρέσουν, θα προσπαθούν όσο το δυνατόν περισσότερο να προωθήσουν τους κανόνες που τους αρέσουν και θα είναι υποκριτικές όταν δικαιολογούν τους τρόπους που το κάνουν αυτό» ανέφερε ο Σπέκτορ.
Αυτός είναι, κατά τον ίδιο, ο λόγος για τον οποίο πολλοί στον Παγκόσμιο Νότο δεν πείθονται από την ατζέντα της «δημοκρατίας έναντι της απολυταρχίας» που προωθείται από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Ο βραζιλιάνος καθηγητής θέτει το ερώτημα: «Αντί να πλαστογραφούμε τις διαφορές μεταξύ μιας φωτισμένης Δύσης και των υπόλοιπων γύρω από ένα “πρότυπο πολιτισμού”, δεν θα έπρεπε αντ’ αυτού να πιέσουμε για ένα παγκόσμιο “πρότυπο αλήθειας”;»
Κατά τη γνώμη του, όπως τη μεταφέρει η Washington Post, αυτό θα ανάγκαζε τους πολιτικούς και τους αναλυτές να αναπτύξουν «κάποια ικανότητα να βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια των άλλων». Ο Σπέκτορ υποστήριξε βέβαια πως αυτό μπορεί να φαντάζει ένα «ανέφικτο επίπεδο ενσυναίσθησης» για τις ελίτ που βρίσκονται στην εξουσία στις Δυτικές πρωτεύουσες. Πρόσθεσε ωστόσο ότι «αν το πετύχουμε, ίσως καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αν καταδικάζουμε την αδιάκριτη χρήση βίας κατά των αμάχων από τους εχθρούς μας, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να κρίνουμε τους συμμάχους, τους εταίρους μας και τους εαυτούς μας με τα ίδια κριτήρια».